Πότε άραγε χάθηκε η δυνατότητα των μελών της κυβέρνησης και του κυβερνητικού κόμματος να δέχονται και να αντέχουν την κριτική; Διότι πλέον δεν μιλάμε απλώς για μια τάση που τείνει να παγιωθεί αλλά για μια εμφανή βαθιά απαξίωση, συνοδευμένη με προγραφές και δημόσιες δίκες επί των προθέσεων όσων δεν υιοθετούν τα κυρίαρχα κυβερνητικά αφηγήματα.
Όσοι τολμούν να αναφερθούν στο δυστύχημα των Τεμπών κάνουν «πολιτική εκμετάλλευση». Επι καμίας άλλης κυβερνήσεως δεν ακούγαμε τόσες πολλές ευθείες ή έμμεσες νουθεσίες για σιωπή όταν υπήρχαν υπόνοιες για κρατικές αβλεψίες σε θανατηφόρα δυστυχήματα ή/και καταστροφές.
Όταν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί μας εγκαλούν για τις υποκλοπές, για τις απειλές σε μέλη ανεξάρτητων αρχών και δημοσιογράφους, για τα pushback προσφύγων τότε «επιτίθενται πολιτικά στην κυβέρνηση και το ΕΛΚ». Λέγεται, δηλαδή, στα σοβαρά κι από υπεύθυνα χείλη ότι εκατοντάδες ευρωβουλευτές που ψηφίζουν ψηφίσματα που μας εγκαλούν, η Frontex, η Ευρωπαία Συνήγορος του Πολίτη κ.α. όλοι αυτοί δολοπλοκούν πολιτικά εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης, που θέλει πάντα να ρίξει «άπλετο φως» σε υποθέσεις που, όμως, παραδόξως, άθελα της φυσικά, παραμένουν πεισματικά σκοτεινές.
Όταν μερικοί από τους πιο έγκριτους νομικούς επιστήμονες της χώρας εκφράζουν τις διαφωνίες τους με τους Ποινικούς Κώδικες γίνονται «καθηγητάδες», «παρατρεχάμενοι» που «στηρίζουν τα δικαιώματα των εγκληματιών», ενώ αφήνονται υπόνοιες πως δρουν με γνώμονα το συμφέρον υπόδικων πελατών τους.
Και, τώρα που πέρασε ο «συριζαικός μπαμπούλας» και δεν διεκδικεί πια την πρωτιά, άπαξ και κάποιο κόμμα διαφωνεί με την κυβέρνηση βαφτίζεται «νέος ΣΥΡΙΖΑ», εχθρός της σταθερότητας ή της προόδου και μερικά ακόμη πιο εξωφρενικά για «μπαχαλάκηδες» κλπ που δεν χρήζουν καν αναφοράς.
Η κυβέρνηση έχει ήδη κλείσει πενταετία. Και η δυσανεξία της στην κριτική, αντί να αμβλύνεται, γίνεται όλο και πιο έντονη, όλο και πιο εμφανής, εκφράζεται όλο και πιο ανοιχτά και συνοδεύεται από επιθετικότητα οπαδών και επικοινωνιακών μηχανισμών που – ομολογουμένως – λειτουργούν σε αξιοθαύμαστο συντονισμό.
Πλέον απλώς δεν τη δέχονται τη διαφωνία, παρά μόνο ίσως αν προέρχεται από «φίλιες δυνάμεις». Πολιτικά όμως αυτό δεν μπορεί να τραβήξει για πολύ η μανιέρα αυτή της επικοινωνιακής αντιμετώπισης, που την είδαμε να ξεδιπλώνεται και με αφορμή την επέτειο των Τεμπών και το λαϊκό αίτημα για τιμωρία των υπευθύνων που με τις παραλείψεις τους κατέστησαν μη ασφαλή τον σιδηρόδρομο. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να μην αντιλήφθηκε τα προηγούμενα εικοσιτετράωρα ότι το μέχρι σήμερα αφήγημα δεν πουλάει πια ούτε σε μια μερίδα ψηφοφόρων της, ειδικά αυτών στα λαϊκότερα στρώματα. Ενώ και κάποιες φτηνές ευκολίες όπως π.χ. οι συγκρίσεις με το Μάτι, περισσότερο υπογραμμίζουν την αίσθηση ατιμωρησίας και την έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς και το πολιτικό προσωπικό. Και, άρα, τον θυμό.
Για να το πούμε απλά: Πολλές κυβερνήσεις προσπάθησαν να ελέγξουν συνολικά και ασφυκτικά το αφήγημα που φτάνει στην κοινή γνώμη. Λίγες, κάπως, το κατάφεραν. Η εμπειρία όμως έχει δείξει ότι η επικοινωνιακή παντοδυναμία ποτέ δεν κρατάει για πολύ και όταν καταρρέει κάνει κρότο. Κι η κυβέρνηση αυτή κινδυνεύει όσο πιο απαξιωτικά αντιμετωπίζει την κριτική, τόσο πιο δυναμική να τη βρει κάποια στιγμή μπροστά της.