Υπάρχει ένα πρόβλημα με τις εικασίες και τα στοιχήματα για τα αποτελέσματα της 5ης και της 12ης Δεκεμβρίου. Ότι ακόμη κι όταν οι εταιρείες δημοσκοπήσεων κάνουν σωστά τη δουλειά τους (και οι έγκριτες εταιρίες την κάνουν, μακριά από εμάς οι θεωρίες συνωμοσίας) είναι αντικειμενικά δύσκολο να έχουν ένα ευμέγεθες δείγμα ψηφοφόρων που θα πάνε οπωσδήποτε να ψηφίσουν. Αυτό δεν τις καθιστά ασήμαντες, κάθε άλλο, αφού οι τάσεις που καταγράφουν είναι πολύτιμες, για όποιον ξέρει να τις διαβάσει και να τις αξιολογήσει.
Αν θυμηθούμε, για παράδειγμα, στις εκλογές της κεντροαριστεράς το 2017, όσο πλησίαζε η ώρα τους οι δημοσκοπήσεις είχαν «πιάσει» την πρωτιά της Φώφης Γεννηματά αλλά έδειχναν μεγάλο ντέρμπι για τη δεύτερη θέση μεταξύ του Γιώργου Καμίνη, του Σταύρου Θεοδωράκη και του Νίκου Ανδρουλάκη ενώ, τελικά ο τελευταίος πέρασε στον β’ γύρο έχοντας παραπάνω από 10% διάφορα από τον επόμενο.
Εκείνες οι δημοσκοπήσεις μάλιστα δεν αναζητούσαν το στενό δείγμα του βέβαιου ψηφοφόρου με την ίδια δυσκολία με τώρα καθώς η εκλογική βάση θεωρητικώς ήταν ευρύτερη με την παρουσία των σχημάτων του Ποταμιού, ενός μέρους της πρώην ΔΗΜΑΡ κλπ (στον πρώτο γύρο τότε, θυμίζω συμμετείχαν 211.191 πολίτες).
Οι στοιχηματικές εταιρίες είχαν προσεγγίσει περισσότερο το αποτέλεσμα. Έχουν ενδιαφέρον μεν κι οι τάσεις που καταγράφουν αυτές αλλά, αν θέλουμε να είμαστε πολύ σοβαροί, δεν μπορεί κανείς να τις θεωρήσει δεδομένο με κάποιο επιστημονικό βάρος από πίσω του όταν δεν υπάρχουν οι υποχρεώσεις διαφάνειας και μεθόδου που έχουν οι σοβαρές εταιρίες δημοσκοπήσεων.
Συνεπώς όλη αυτή η εμμονή γύρω από τα νούμερα που οδηγεί τους «στρατούς» των υποψηφίων σε θυμούς, τσακωμούς και θεωρίες συνωμοσίας στα social media είναι απολύτως περιττή.
Δεν μπορούμε βέβαια να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο αυτοί οι αλληλοσπαραγμοί να είναι μια κάποιου είδους τελετουργία ή ένα ιδιότυπο group therapy και όλα τα παραπάνω να λειτουργούν απλώς ως αφορμές. Αλλά αν πρόκειται για γνήσιο θυμό τότε μπορούμε να πούμε πως, όχι, δεν είναι ανάγκη να αναζητούν πολύπλοκες ίντριγκες για να ερμηνεύσουν γιατί τα νούμερα δεν ταιριάζουν στις δικές τους εκτιμήσεις για τα αποτελέσματα. Γιατί το ζήτημα ανάγεται, τελικά, περισσότερο στην αντίληψη (ή μη) της μεθόδου διεξαγωγής και της ορθής ανάγνωσης των δημοσκοπήσεων.
Ως αυτό που είναι.