Απαλλοτρίωση

του Δημήτρη Μαγριπλή*

 

Από μι­κρός ήθε­λα να γί­νω επί­σκο­πος. Όχι ένας απλός ιε­ρέ­ας αυ­τό δεν μου έλε­γε πολ­λά. Ήθε­λα να φο­ρώ βυ­ζα­ντι­νή αυ­το­κρα­το­ρι­κή στο­λή, να πε­ρι­φέ­ρο­μαι με βα­ρύ­τι­μα κο­σμή­μα­τα, να μι­λώ με στόμ­φο και να έχω πολ­λούς να με αγα­πά­νε τρι­γύ­ρω μου. Φταί­ει η ανά­γκη μου να ξε­χω­ρί­ζω;

Η διά­θε­ση να προ­σφέ­ρω στους άλ­λους; Η ρο­πή στα με­γα­λεία και την κα­λή ζωή; Η αλή­θεια εί­ναι πως δεν έχω κα­τα­λή­ξει ακό­μη. Εί­μαι όμως σε κα­λό δρό­μο. Νοιώ­θω πως σύ­ντο­μα θα το απο­σα­φη­νί­σω. Μέ­χρι τό­τε δου­λεύω σαν ρά­φτης. Ξε­κί­νη­σα από μια βιο­τε­χνία ετοί­μων εν­δυ­μά­των όπου εκεί έμα­θα τα μυ­στι­κά της κο­πτο­ρα­πτι­κής. Επι­πλέ­ον πή­γα και σε μια ιδιω­τι­κή σχο­λή και δι­δά­χθη­κα πα­τρόν. Αφού ολο­κλή­ρω­σα τις σπου­δές μου δού­λε­ψα άο­κνα δί­πλα σε γνω­στό ιε­ρο­ρά­πτη που εκτί­μη­σε τις ικα­νό­τη­τές μου αλ­λά και την διά­θε­ση για δου­λειά. Εκτι­μού­σε και την κορ­μο­στα­σιά μου και με χρη­σι­μο­ποί­η­σε αρ­κε­τές φο­ρές σαν μο­ντέ­λο , όταν ο μη­τρο­πο­λί­της ήταν στα κυ­βι­κά μου. Μου φο­ρού­σε τα άμ­φια αλ­λά όταν φτά­να­με στην έν­δυ­ση της αρ­χιε­ρα­τι­κής μή­τρας αι­σθα­νό­μουν το βά­ρος τό­σο, ώστε έπε­φτα ξε­ρός στο πά­τω­μα.

Ποι­μα­ντο­ρι­κή ρά­βδο δεν εί­χα­με στο μα­γα­ζί , ίσως υπο­βα­στα­ζό­με­νος από αυ­τό να απέ­φευ­γα την πτώ­ση . Με το αφε­ντι­κό ντύ­σα­με δια­κό­νους , πρε­σβυ­τέ­ρους και αρ­χιε­ρείς. Φτιά­ξα­με πολ­λές στο­λές, τό­σες που αν τις πα­ρα­τάσ­σα­με σε σει­ρά θα ξε­περ­νού­σα­με μια τα­ξιαρ­χία ρα­σο­φό­ρων. Ήμα­σταν πα­ρα­γω­γι­κοί και ονο­μα­στοί για την τέ­χνη μας. Κά­ποια στιγ­μή πή­ρε σύ­ντα­ξη και εγώ προ­ή­χθην σε ιδιο­κτή­τη της επι­χεί­ρη­σης. Άλ­λα­ξα την βι­τρί­να, έβα­λα θρό­νο να κά­θο­νται οι εκλε­κτοί πε­λά­τες, πή­ρα μη­χα­νή του κα­φέ να κερ­νά­με, λου­κού­μι φρέ­σκο απα­ραί­τη­τα , ρα­κί αγιο­ρεί­τι­κη και ολό­σω­μο κα­θρέ­φτη και­νούρ­γιο, ώστε να μην στε­ρεί­ται κα­νείς την πρό­βα με οπτι­κό υλι­κό. Το ακου­στι­κό μέ­ρος συ­ντε­λεί­το από χα­μη­λής έντα­σης ψαλ­μω­δία που έπαι­ζε όλο τον ερ­γά­σι­μο χρό­νο. Δη­μιούρ­γη­σα ένα πε­ρι­βάλ­λον με αγά­πη και πε­ρισ­σή ευ­σέ­βεια. Εκτι­μή­θη­καν τα έξο­δά μου. Η δου­λειά πή­γαι­νε κα­λύ­τε­ρα και ήδη σκε­φτό­μουν να βρω βοη­θό αν και στις μέ­ρες μας εί­ναι δύ­σκο­λο. Ήρ­θαν αρ­κε­τά παι­διά, τα κο­ρί­τσια φυ­σι­κά τα απέρ­ρι­πτα, κα­θό­τι ανύ­πα­ντρος, δεν μου ταί­ρια­ζε να μπω σε πει­ρα­σμούς. Ήθε­λα κά­ποιον να έχει την φλό­γα , να μου θυ­μί­ζει εμέ­να όταν ξε­κί­να­γα, να ένοιω­θε το πά­θος της τέ­χνης αλ­λά και την ανά­γκη να επω­μι­στεί το βά­ρος, έστω και σαν μο­ντέ­λο. Φευ επο­χές εκ­κο­σμί­κευ­σης αν και οι πε­λά­τες πα­ρα­μέ­νουν αρ­κε­τοί, πα­ρα­πά­νω ίσως και από το εκ­κλη­σί­α­σμα όπως το πά­νε. Συ­νέ­χι­σα την κα­τά μό­νας ερ­γα­σία και το τα­μείο μου ήταν γε­μά­το κά­θε μέ­ρα με ευ­λο­γί­ες. Τα μά­ζευα για τα γε­ρά­μα­τά μου, άν­θρω­πος μό­νος, ποιος θα με κοί­τα­ζε;

Γε­γο­νός εί­ναι, πως εί­χα πά­ντα και την ιδέα της απο­τα­μί­ευ­σης βα­θιά ρι­ζω­μέ­νη μέ­σα μου. Την πι­θα­νό­τη­τα της λη­στεί­ας, την αντι­με­τώ­πι­σα με μι­κρό φο­ρη­τό με­ταλ­λι­κό κι­βώ­τιο, αδια­πέ­ρα­στο και αδύ­να­το να πα­ρα­βια­στεί. Το εί­χα εν­σω­μα­τώ­σει κά­τω από το γρα­φείο έτσι ώστε να μπο­ρού­σα να το παίρ­νω και σπί­τι αν χρεια­στεί. Μου πέ­ρα­σε από το νου να υπο­χρε­ώ­σω σε πλη­ρω­μή με κάρ­τα, μα αρ­κε­τοί ήταν εκεί­νοι που ακό­μη πί­στευαν πως πρό­κει­ται για το νού­με­ρο και το θη­ρίο και έτσι δεν το γε­νί­κευ­σα, να μην προ­κα­λώ. Το εί­χα αρ­χή, σε­μνά και τα­πει­νά, να ακούω και να κο­λα­κεύω, να μι­λώ με τις κλω­στές και τα υφά­σμα­τά μου. Μου έλει­ψε όμως η πρό­βα επά­νω μου. Να μπο­ρού­σα να το ξα­να­ζή­σω έστω και για μια τε­λευ­ταία φο­ρά. Χρεια­ζό­μουν όμως βοη­θό, κά­ποιον να με βοη­θή­σει να φο­ρέ­σω τον αρ­χιε­ρα­τι­κό σά­κο, εκεί εί­χα θέ­μα και όσο και αν το πά­λε­ψα μό­νος μου απο­γοη­τεύ­θη­κα. Εί­χα αρ­χί­σει να κου­ρά­ζω και τον εαυ­τό μου. Δεν θα γι­νό­μουν πο­τέ μη­τρο­πο­λί­της. Η ιδιό­τη­τα απαι­τού­σε προ­ϋ­πο­θέ­σεις.

Ήταν και θέ­μα ηλι­κί­ας πια. Δεν προ­λά­βαι­να να κα­λύ­ψω τα στά­δια της επαγ­γελ­μα­τι­κής ωρί­μαν­σης ακό­μη και αν χρη­σι­μο­ποιού­σα τις πολ­λές γνω­ρι­μί­ες μου. Άλ­λω­στε οι πα­ρα­κά­τω βαθ­μί­δες μου φαί­νο­νταν ακό­μη λί­γες και έξω από τις φι­λο­δο­ξί­ες μου. Αρ­κέ­στη­κα λοι­πόν στην ρου­τί­να. Κά­θε πρωί, εκτός Κυ­ρια­κής, σή­κω­να τα ρο­λά, ξε­κλεί­δω­να, έβα­ζα την μη­χα­νή του κα­φέ με κά­ψου­λα εσπρέ­σο, την σχε­τι­κή ψαλ­μω­δία και κα­θό­μουν να ρά­ψω ή να τε­λειώ­σω την όποια πα­ραγ­γε­λία μου. Αίφ­νης εμ­φα­νί­στη­κε στο μα­γα­ζί ευ­λα­βής κύ­ριος από την επαρ­χία. Ήθε­λε να κά­νει δώ­ρο μια στο­λή στον εκεί μη­τρο­πο­λί­τη, μιας και ο γιος του σκε­φτό­ταν να ιε­ρω­θεί σύ­ντο­μα και συ­ζη­τού­σε τι­μή και ποιό­τη­τα. Βρή­κα­με αρ­κε­τούς γνω­στούς, μι­λή­σα­με για την κα­τά­στα­ση στην ιε­ραρ­χία, γε­λά­σα­με με την ψυ­χή μας με τα κου­τσο­μπο­λιά, πα­ρα­σύρ­θη­κα σχε­τι­κά μα το εί­χα ανά­γκη. Τα βρί­σκα­με σε όλα ακό­μη και το αρ­χιε­ρα­τι­κό σταυ­ρό. Του άρε­σε ένας που εί­χα­με στο μα­γα­ζί, ξε­τρε­λά­θη­κε. Σκέ­φτη­κα να του κά­νω μια κα­λή τι­μή, τον εί­χα χρό­νια στο ρά­φι. Εντά­ξει. Έμε­ναν μό­νο τα μέ­τρα.

— Εί­ναι θέ­μα, μου εί­πε, θα χά­λα­γε η έκ­πλη­ξη.
— Στο πε­ρί­που, του απά­ντη­σα. Εί­χα και μια ιδέα του προ­σώ­που που μι­λού­σα­με.
— Να σαν και σας, μου εί­πε. Δεν εί­χε άδι­κο… «Να το προ­βά­ρου­με επά­νω σας, απλά θα το κά­νε­τε λί­γο με­γα­λύ­τε­ρο κα­θό­τι ο γέ­ρο­ντας εί­ναι λί­γο πιο πα­χου­λός».
— Κοι­τά­τε έχω κά­τι έτοι­μο, του απά­ντη­σα, ήταν για γνω­στό αλ­λά εκοι­μή­θη πριν την ολο­κλή­ρω­ση του με­γά­λου ωμο­φο­ρί­ου κα­τά τα άλ­λα όπως το επι­θυ­μεί­τε, ίσως λί­γο μπά­σι­μο στις πλά­τες…
— Να το δω. Του άρε­σε. «Αν το φο­ρέ­σε­τε θα μου κά­νε­τε με­γά­λη χά­ρη». Εί­χα δι­σταγ­μούς μα με νί­κη­σε το πά­θος. Με βο­ή­θη­σε και στο ντύ­σι­μο. Κοι­τά­χθη­κα στον κα­θρέ­φτη, μια οπτα­σία.
— Να βά­λε­τε και την μή­τρα, μου εί­πε και πή­ρε μου φέρ­νει ιε­ρο­πρε­πώς, αυ­τή που εί­χα­με για τις πρό­βες. Εί­χα λι­γω­θεί. «Κρί­μα», σκε­φτό­μουν, «έχα­σε ο κλή­ρος τα­γό». Έσκυ­ψα λί­γο ώστε να τον βοη­θή­σω στην σω­στή το­πο­θέ­τη­ση. Μου την έβα­λε και πά­νω που ένιω­σα το βά­ρος της, έπε­σα πά­λι ξε­ρός. Όταν συ­νήλ­θα τον εί­δα με το κι­βώ­τιο πα­ρα­μά­σχα­λα, να βγαί­νει από την πόρ­τα.

— Απαλ­λο­τρί­ω­ση, μου φώ­να­ξε φεύ­γο­ντας.

https://www.hartismag.gr/

*Ο Δημήτρης Γ. Μαγριπλής γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Από το 2000 κατοικεί στην όμορφη Κυπαρισσία του Νότου. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 2007 με το ψευδώνυμο Φώτης Αδάμης. Έκτοτε χρησιμοποιεί το όνομά του. Έχει τέσσερις συλλογές διηγημάτων και μια ποιητική συλλογή. Με την ιδιότητα του Διδάκτορα της Κοινωνιολογίας, έχει εκδώσει τη μελέτη Σχέσεις και Λειτουργία των Θεσµών. Η διαπλοκή της πολιτικής και της θρησκείας στην κοινωνία του Βυζαντίου. Μια ιστορικο-κοινωνιολογική καταγραφή (εκδ. Αν. Σταµούλη, 2016), ενώ έχει πλούσια εργογραφία τόσο ως αρθογράφος (σε εφημερίδες, επιστημονικά και λογοτεχνικά περιοδικά) όσο και ως επιμελητής σε επιστημονικά και λογοτεχνικά κείμενα και βιβλία.

Διαβάστε επίσης

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ