Του Δημήτρη Γ. Μαγριπλή , Δρ. Κοινωνιολογίας - Συγγραφέας
Όλο παραπονιέσαι πως κουράζεσαι. Πως δεν αντέχεις τον κόσμο τον πολύ και τα γούστα του και κάθε χρόνο αφαιρούμε σερβίτσια από το γιορτινό τραπέζι. Δεν έχω λόγια και νοιώθω το δίκιο σου. Ο κάθε ένας με τις ορέξεις του. Κουμάντο δεν γίνεται να κάνει κανείς και οι προετοιμασίες πολλές. Να φύγουν όλοι με ένα χαμόγελο και να το νοιώσουν πως είμαστε γύρω από τράπεζα και σε χαρά. Δύσκολα πράματα και η λίστα μικραίνει. Αλλάζουμε θέσεις και πάλι γκρινιάζουμε. Πολλοί λέμε και αφαιρούμε ξανά. Να μείνουμε τόσοι, όσους χωρά η αγάπη μας και οι άλλοι να πάνε αλλού. Μεγάλη η αγκαλιά , μεγάλη κι η παρέα, μα με τα χρόνια μικραίνει και η σιωπή καταχτάει το χώρο.
Θα στρώσουμε όμως και φέτος γιορτή και θα κάνουμε. Απλώνω το πιο όμορφο και καθαρό τραπεζομάντιλο και βάζω στην μέση τον άρτο. Μοιράζω τα πιάτα και αριθμώ. Ονοματίζω τις θέσεις και σκέφτομαι που είναι καλύτερα να κάτσει ο Γιάννης. Εκεί στην θέση του πατέρα που έφυγε και δίπλα του όλοι σαν ένας τροχός που ακούγεται, στο κύλισμά του, στο μονοπάτι του χρόνου. Κοιμήθηκε όμως και αυτός και μετράω ξανά και συγχύζομαι. Θα πρέπει να βγάλω επιπλέον τους άνοστους. Μαζί τους τραβάω καρέκλες, κάνω παιχνίδι και όλο και πιο ευρύχωρη η σάλα. Ανάβω το φως. Το κάνω ξανά και ξανά. Κάθε φορά και μια θέση κενή. Έφυγε η μάννα, ο θείος δεν θα έρθει, η θεία απούσα και αυτή , ο κύριος Τάκης ασθενεί , η Μαρίκα χάθηκε, ο Σπύρος θα μείνει στα ξένα, η Κατερίνα στον μύθο της και η Ευανθία γέρασε και τα πόδια της δεν την κρατάνε. Τα παιδιά λείπουν, πετάνε στον κόσμο τους και είπαν του χρόνου…
Για κάτσε να δούμε. Πολλές απουσίες εφέτος και αν βάλω και τις διαθέσεις μας, θα μείνει φαί αρκετό και για άλλους. Μην φτιάχνεις σου λέω, θα πάει χαμένο. Εσύ εκεί να ταΐσουμε κάδους. Φταίνε και οι συνταγές. Όλες ορίζουν μεγάλες ποσότητες. Για να πετύχουν απαιτούν μεγάλη παρέα. Άντε στις μέρες μας να ψάχνεις για σύνολο. Κανένα ζευγάρι και αν. Εγώ και Εγώ στην καλύτερη. Αυτό χορταίνει με ιδέες και βάσανα. Δεν θέλει ποσότητες και λιχουδιές, δεν θέλει τον οίνο που ευφραίνει καρδία, έχει ζαλάδες και κλάματα, φωνές και αντάρα , βρισιές και αναστεναγμούς. Μην βάζεις λοιπόν περισσεύματα.
Εσύ επιμένεις και αγχώνεσαι, ιδρώνεις , διορθώνεις και αφήνεσαι σε μακρινό ταξίδι των αισθήσεων. Είμαστε έτοιμοι. Ανοίξαμε την πόρτα και κάτσαμε. Με κοιτάς και γλυκά με μαλώνεις. «Μη μαζεύεις μου λες , άστα επάνω. Μην αδειάζεις τον τόπο και την καρδιά σου».
Σε άκουσα. Ανοίγω την πόρτα διάπλατα και να σου φωνές και αγκάλιασμα, να σου μορφές πολλές στο αντάμωμα. Όλοι εδώ και η τράπεζα πλήρης, γονείς, παιδιά και όλο το σόι. Φίλοι, γνωστοί ακόμη και ξένοι. Ένα παιδί μοιράζει ψωμί και σερβίρει τον οίνο. Σήμερα, θα πιουν και οι πεθαμένοι μας.
(το μικροδιήγημα δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό "Αντίφωνο")
*Ο Δημήτρης Γ. Μαγριπλής γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα και από το 2000 κατοικεί στην Κυπαρισσία του νότου. Σπούδασε Πολιτικές επιστήμες (Πάντειο Πανεπιστήμιο) και Κοινωνική θεολογία (ΕΚΠΑ). Το 1999 αναγορεύτηκε Διδάκτορας τηςΚοινωνιολογίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο). Έχει εκδώσει αρκετές επιστημονικές μελέτες και έχει πλούσια εργογραφία ως αρθρογράφος (σε εφημερίδες, επιστημονικά και λογοτεχνικά περιοδικά). Επί σειρά ετών δίδαξε σε τμήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται επαγγελματικά με τη γη, ως ελαιοπαραγωγός (Ωδή ελαίου – Αγουρέλαιο Τριφυλίας). Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 2007 με το ψευδώνυμο Φώτης Αδάμης. Έκτοτε χρησιμοποιεί το όνομά του. Τελευταίο του βιβλίο είναι Τα καναπεδάκια της ανεργίας (Κριτική, 2016).