«Στη ρότα του πλοίου»

του Δημήτρη Γ. Μαγριπλή*

 

Είχαμε γίνει ένα ατελείωτο μπάχαλο. Έχανε η μάνα το παιδί και κείνο δεν ήξερε πού πέφτει η θάλασσα. Στριμωξίδι και φωνές, σαν κοτόπουλα που καθυστερημένα ζητούσαν να βγουν από το κοτέτσι και τσακώνονταν ποιο θα πρωτοφτάσει στην αγκαλιά του χασάπη. Πάραυτα ντυμένοι τσολιάδες και βοσκοπούλες. Όλοι σε βαριά ευτυχία. Ο Γιώργος, ο γιος του Ανδρέα, μας μύησε σε αυτό.

Καθισμένοι στην προκυμαία τον ακούγαμε να μας περιγράφει το μέλλον. Τι όμορφα που ακουμπούσε το κύμα στα βότσαλα. Μετά τις περιγραφές φύγαμε από το νησί. Όλοι επάνω σε ένα μικρό καράβι. Τραγουδούσαμε το σχετικό άσμα και πετούσαμε κουλουράκια στους γλάρους.

– Πού πας, καπετάνιε; διαμαρτυρήθηκε ο διπλανός μου.

Καμία απάντηση, αντιθέτως κάποιοι ενοχλήθηκαν.

– Αφήστε επιτέλους τον κύριο Γιώργο να κάνει τη δουλειά του, φώναξε μια κυρία επί των τιμών.

Ο καπετάνιος τής χαμογέλασε και ανακοίνωσε με φωνή στεντόρεια:

– Το σκάφος αυτό δεν θα πέσει σε ξέρα.

Ησυχάσαμε. Πράγματι, η διαδρομή είχε όλες τις καλές προϋποθέσεις. Ούριοι άνεμοι, ομοψυχία και χαμόγελα. Κάτι καραβόγατοι ούρλιαζαν, μα οι επιβάτες τούς θεωρούσαν γραφικούς. Αφεθήκαμε στη ρότα του πλοίου και ψάξαμε για το διαβατήριο, μπαίναμε σε διεθνή ύδατα.

Στα σύνορα, ο πρώτος ανέφερε τη μαγική φράση: «Διαβαίνουμε Νοερά Τροχιά». Ο σημαιοφόρος ανέβασε μια σημαία με τα αρχικά Δ.Ν.Τ. σε φόντο μαύρο και άραχνο. Αμέσως άνοιξαν τα καράβια διάδρομο και με σειρήνες μας υποδέχθηκαν στο λιμάνι. Εκεί ήταν κόσμος συνωστισμένος. Βγήκαμε και εμείς συντεταγμένοι.

– Οι Έλληνες , οι Έλληνες, ακούστηκε από γύρω.

Παραξενεύτηκα. Έψαξα στο αυτί μου για τυχόν αυτόματο μεταφραστή. Δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη προσπάθεια. Στη Νοερά Τροχιά η γλώσσα είναι κοινή. Στον κόσμο αυτό δεν υπάρχουν εμπόδια. Πουθενά και σε τίποτα. Στο σχετικό καλωσόρισμα μας εξήγησαν ότι όλα αντιμετωπίζονται αξιοκρατικά και ελεύθερα.

Έχεις, λόγου χάριν, μια γίδα. Αυτή, αφού φάει καλά και υγιεινά, παράγει μετά το άρμεγμα, δύο κιλά γάλα. Το παίρνεις στον κουβά και το τοποθετείς στο αντίστοιχο άνοιγμα του τοίχου. Τοίχοι υπάρχουν παντού. Σε κάθε γειτονιά , σε κάθε πόλη ή χωριό, ακόμη και στη μέση του πουθενά. Από τη θυρίδα δίπλα στην είσοδο του προϊόντος επιστρέφει μια απάντηση, σχετικά με την ποιότητα του εισαχθέντος και φυσικά το αντίτιμο. Το παίρνεις και πορεύεσαι πλούσια. Αγοράζεις π.χ. ένα μπουκάλι παστεριωμένο γάλα για τα παιδιά σου. Έτσι απλά και παστρικά γίνονται όλα.

Αφού καταλάβαμε τη μεταπρατική διαδικασία, ανεβήκαμε σε κάτι τουριστικά λεωφορεία και ξεκινήσαμε για την τοποθέτησή μας. Νοτιοανατολικά του λιμένος και θα έλεγα σχετικά μεσόγεια. Μας έδωσαν ένα κομμάτι γη και φυσικά κατάλυμα, ανάλογα με τις ανάγκες μας.

Ο τόπος ήταν έτοιμος για εκμετάλλευση. Ζούσαμε την πράσινη ανάπτυξη. Από παντού κρέμονταν ευκαιρίες. Πήγαινες κάτω από ένα θεόρατο δένδρο και σήκωνες το ανάστημά σου. Περίμενες λίγο και ύστερα από ένα ελαφρύ θρόισμα του ανέμου, έσκαγε πάνω στο κεφάλι σου ένα βελανίδι. Αν ήσουν τυχερός, το έπιανες στον αέρα, διαφορετικά η πρόσκρουση σε ζάλιζε λίγο, αλλά λειτουργούσε πάντοτε θεραπευτικά και όχι επικίνδυνα για την υγεία σου. Άντε στην χειρότερη να έπεφτες κάτω. Αφού σηκωνόσουν από το έδαφος, έπιανες το βελανίδι και ξεφυλλίζοντας το ξύλινο περιτύλιγμα έσπαγες τον καρπό. Μέσα υπήρχαν προτάσεις: «φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες, εκμετάλλευση αποβλήτων, βιοκαύσιμα, αγροτουρισμός, πετρέλαια, χρυσός, αέρια». Έπαιρνες το χαρτάκι και πήγαινες σε παρακείμενο ημιυπαίθριο χώρο για οδηγίες. Σε καλοδεχόταν μια κυρία με γερμανική προφορά και αφού σου έδινε έναν αριθμό πρωτοκόλλου, έμπαινες στη σειρά για εκταμίευση του απαραίτητου κεφαλαίου εκκίνησης για την επένδυση. Μια καλοσυνάτη γραία, με γαλλική προφορά αυτή τη φορά, δεν σε καθυστερούσε καθόλου. Έπαιρνες την πρώτη δόση και πανηγύριζες έτοιμος για δουλειά και προκοπή. Τόσο απλά.

Επέστρεφες στην κατοικία σου και την επομένη μια τριμελής ομάδα ειδικών εμπειρογνωμόνων σε ξυπνούσε αχάραγο για να οργανώσετε την προσπάθεια. Σου εξηγούσαν τα πάντα σχετικά με το εγχείρημα και ακολουθούσε μια αναλυτική περιγραφή του μέλλοντός σου. Για δική σου βοήθεια, κατασκήνωναν στο οικόπεδό σου και παρακολουθούσαν την όλη υπόθεση από κοντά.

Εμένα μου έτυχε «φωτοβολταϊκά». Αν και στην αρχή χάρηκα, γρήγορα κατάλαβα πως απαιτούσε πολλά. Επιπλέον, νομίζω πως αν ακολουθούσα μια πιο εύκολη λύση, όπως βιολογική καλλιέργεια, δεν θα μου κόστιζε τόσα και θα ήταν κάτι πιο οικείο και εύκολο. Όταν το ξεστόμισα στους ειδικούς, με αποπήραν και μου εξήγησαν πως στο συγκεκριμένο πεδίο ανάπτυξης κανείς δεν ασχολείτο με τέτοιες μορφές επένδυσης. Η κοινότητα, γιατί έτσι ονόμαζαν τον κόσμο, είχε ανάγκη από ενέργεια. Έπρεπε να συμμορφωθώ, διαφορετικά θα μου έπαιρναν πίσω τη δόση. Είχα αρκετά στόματα να θρέψω. Με διαβεβαίωσαν όμως πως στο μέλλον θα είχα τη δυνατότητα να διαχειριστώ όπως θέλω το οικόπεδό μου.

Στην εβδομαδιαία σύναξη, ο καπετάνιος, σε σχετική ερώτηση, μας έκλεισε το μάτι.

– Εντάξει , πόσο θα κρατήσει αυτό; τόνισε με αισιοδοξία. Δύο, το πολύ τρία χρόνια. Μετά θα μετατρέψουμε την περιοχή μας σε παράδεισο.

Αυτός μας έφερε εδώ και ήξερε κάτι παραπάνω. Από το πλήθος η κυρία επί των τιμών, σε κατάσταση ταραχής, ξαναφώναξε:

– Αφήστε επιτέλους τον άνθρωπο να κάνει τη δουλειά του.

Πράγματι, αποσυρθήκαμε ήσυχα στους κοιτώνες μας και χαλαρά αφεθήκαμε σε έναν μακάριο ύπνο. Έπρεπε να εκσυγχρονιστούμε.

Το επόμενο πρωί, όπως και για αρκετά άλλα, συζητούσαμε ώρες ατελείωτες με τους ειδικούς για την επένδυση. Πέρασε έτσι χρόνος και κάποιο πρωινό ανακάλυψα πως δεν είχα ούτε λεφτά για το ψωμί των παιδιών. Αποφασισμένος σηκώθηκα από το τραπέζι των συζητήσεων και πήρα μια αξίνα να σκάβω. Με σταμάτησαν. Χαλούσα την αρμονία του τόπου. Εδώ δεν κάνει ο καθένας ό,τι θέλει. Όλα έχουν τάξη. Το οικόπεδό μου είχε επιλεγεί από το βελανίδι για παραγωγή ενέργειας. Με το καλό μού εξήγησαν οι άνθρωποι ότι έπρεπε να σκεφτώ τα παιδιά μου. Τι να κάνω, υπάκουσα. Ξαναπήγα στην πρώτη κυρία με τη γερμανική προφορά, ύστερα στην άλλη, τη γαλλοτραφούσα και να σου η δεύτερη δόση. Ανακουφίστηκα. Κάθισα κάτω από έναν ίσκιο και απόλαυσα τη δύση του ηλίου.

Το επόμενο πρωί αρχίσαμε ξανά τις συζητήσεις με τους ειδήμονες. Αυτή τη φορά έπρεπε να επιστρέψω κάτι από την πρώτη δόση. Τους τόκους δηλαδή. Το εξαντλήσαμε με κάθε δυνατότητα και καταλήξαμε. Το τραπέζι και τις καρέκλες. Τα παιδιά, άλλωστε, έτρωγαν μαζί με τα άλλα στο σχολείο και για βραδινό πηγαίναμε όλοι μαζί στο κοινοτικό κέντρο. Κοινή τράπεζα, ό,τι είχαμε….

Έτσι όμορφα κυλούσε ο χρόνος. Οι ξένες κυρίες ευγενέστατες, η κυρία επί των τιμών να φωνάζει στους απείθαρχους, οι ειδικοί να μας ενημερώνουν, να δίνουμε πάντα κάτι και ένα πρωί ανακάλυψα πως κοιμόμουν στο πάτωμα.

Δεν πήγαινε άλλο. Τα παιδιά είχαν γίνει πετσί και κόκαλο, εγώ βαρύς από την απραξία και το οικόπεδο μαράζωνε. Άσε που πλησίαζε η νέα δόση. Είχα μια ταραχή. Ήμουν πλέον εξαρτημένος. Δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς την επόμενη. Ο χρόνος μου ήταν με βάση αυτή. Έπαιρνα τη δόση και αντί να χαλαρώνω, μόλις έβγαινα με τα χέρια γεμάτα, μου τα έπαιρναν όλα για την προηγούμενη. Συνέχεια σκεφτόμουν πώς θα γίνω ξανά. Η ζωή μου είχε γίνει κόλαση. Υπήρχα μονάχα για τη δόση μου. Το είπα στους ειδικούς και με καθησύχασαν. Μου εξήγησαν ότι συμβαίνει και μου υπέδειξαν να παρακολουθήσω μια ειδική αγωγή που γίνεται κάθε πρωί στην κοινότητα. Συμμετέχουν όλοι.

Πήγα. Ήμασταν κάμποσοι. Άλλοι με ισπανική προφορά, άλλοι με πορτογαλική, άλλοι με ιταλική, ακόμη και με ιρλανδική ορισμένοι. Καθόμασταν όρθιοι σε έναν κύκλο και ένας-ένας φώναζε δυνατά:

– Είμαι ο τάδε και είμαι εδώ.

Οι υπόλοιποι εν χορώ απαντούσαμε, όπως στη δική μου περίπτωση:

– Και ο Έλληνας είναι καλά.

Αν και έχει περάσει καιρός, δεν μπορώ να ομολογήσω ότι με έχει βοηθήσει.

 

*Ο Δημήτρης Γ. Μαγριπλής γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα και από το 2000 κατοικεί στην Κυπαρισσία του νότου. Σπούδασε Πολιτικές επιστήμες (Πάντειο Πανεπιστήμιο) και Κοινωνική θεολογία (ΕΚΠΑ). Το 1999 αναγορεύτηκε Διδάκτορας τηςΚοινωνιολογίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο). Έχει εκδώσει αρκετές επιστημονικές μελέτες και έχει πλούσια εργογραφία ως αρθρογράφος (σε εφημερίδες, επιστημονικά και λογοτεχνικά περιοδικά). Επί σειρά ετών δίδαξε σε τμήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται επαγγελματικά με τη γη, ως ελαιοπαραγωγός (Ωδή ελαίου – Αγουρέλαιο Τριφυλίας). Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 2007 με το ψευδώνυμο Φώτης Αδάμης. Έκτοτε χρησιμοποιεί το όνομά του. Τελευταίο του βιβλίο είναι Τα καναπεδάκια της ανεργίας (Κριτική, 2016).

Διαβάστε επίσης