Ο μάστορης του λόγου περιγράφει τα αισθητά. Τους δίνει χρώμα και ύφος. Τα τοποθετεί με τάξη.
Στολίζει την εικόνα με λεπτομέρεια. Αν πρόκειται για καλοκαιρινό τοπίο, απλώνει κάτω το κίτρινο της άμμου, σαν βάση. Επάνω τοποθετεί κοχύλια, της φουρτούνας αφήματα, μια απλωμένη πετσέτα, να εντοπίσει τον άνθρωπο, ακόμη και ένα μεγάλο πλαστικό μπουκάλι, καταδεικνύοντας έτσι το χρόνο μας. Πριν από αυτόν και άλλοι περιέγραψαν ίσως την ίδια σκηνή. Το μπουκάλι ήταν γυάλινο , ή ακόμη και πήλινο σκεύος. Αν καταπέσει στη διαφήμιση, είναι μια λεπτομέρεια που την κανονίζει το ήθος του. Αν δεν πρόκειται για αντικείμενο πόθου, θα το αφήσει μετέωρο στην φαντασία. Με βάση την τελευταία ξοδεύει το μπλε. Στο κέντρο, η θαλασσινή του εκδοχή και πιο πάνω γαλάζιο.
Αν θέλει καλοσύνη, αφήνει τα πράματα έτσι. Διαφορετικά βάζει και λίγο άσπρο για κύματα, ή πιο πολύ, λίγο πιο πάνω, απεικονίζοντας σύννεφα. Στα ξαφνικά θυμάται μια βάρκα. Ψαρόβαρκα, μπορεί ακόμη και ένα πελώριο ιστιοφόρο, ίσως και μια απλή σανίδα με καρφωμένο επάνω ένα τσακισμένο πανί … Ανάλογα με τα συναισθήματα. Έτσι μπαίνουν και πετούμενα στον ουρανό. Από απλές μαύρες γραμμές στο σήμα της νίκης, μέχρι τεράστια εξωτικά πουλιά με κάθε λεπτομέρεια. Σε μια γωνία του κάδρου , αφήνεται μια σφαίρα χρυσή ή πορτοκαλί , ο ήλιος, σε εξάρτηση πάντα με τον κύκλο της ημέρας που θέλει να τονιστεί. Ο άνθρωπος , όποτε υπάρχει στην αφήγηση, αφήνεται από γυμνός μέχρι και ντυμένος ολόκληρος , ως παιδί, ως έφηβος ή και ως λίγο πριν την αποδημία του. Αρκετές φορές υπάρχουν και πλέον του ενός προσώπου.
Μπορεί να κοιτούν από κοινού τον ήλιο που δύει, να είναι αγκαλιασμένοι σε στιγμή ερωτικής μέθης, να παίζουν στην παραλία, να είναι ξαπλωμένοι στην καυτή άμμο ή να κολυμπούν αμέριμνοι λίγο πριν βουτήξουν στην αιώνια μήτρα.
Μεταμορφώσεις . Η φαντασία γίνεται εικόνα και τανάπαλιν, για εκείνον που μελετά το αποτέλεσμα. Χιλιάδες άνθρωποι σε παράλληλους τόπους και χρόνους. Όλοι συναντιούνται με όλους. Ακόμη και με εκείνους που έφυγαν νωρίτερα. Οι ερωτευμένοι μπορεί να είναι οι γονείς μας, το παιδί, το εγγόνι μας. Στο πλοίο κάθεται ο Μαυρογένης ο πειρατής , ή ο άγιος Νικόλαος , ίσως ακόμη και ο Μάκης ο μπεκρής, ο ναύτης. Σε κάθε περίπτωση μυριάδες, ανάλογα το βίωμα του γράφοντος, συμπυκνώνοντας την εμπειρία σε έναν, περιμένοντας τον αναγνώστη να ταυτιστεί με όποιον αυτός επιλέξει. Είναι σαν να ανοίγεται μια κουρτίνα και ενώ κοιτάς ένα τοπίο κλισέ , ξάφνου να αναδύονται δράκοι και γοργόνες , μυθικά πρόσωπα , ακόμη και τέρατα. Ένας ή και περισσότεροι , με ρούχα μιας αλλοτινής εποχής ή του κόσμου που θα έρθει, σε κρατούν από το χέρι και χάνεσαι στην δική σου άχρονη ομορφιά. Φυσικά θέλει προσοχή. Αν απαιτήσεις το δικό σου τέλος, το ωραίο γίνεται εύκολα εφιάλτης και ο πρωταγωνιστής καταλήγει από γάμο σε δράμα, τα γνώριμα πρόσωπα, σκιές και φαντάσματα.
Πρέπει να αφήσεις τα πράγματα να μεταμορφωθούν από μόνα τους. Θα υπάρχει η πτώση αλλά και η πτήση , θα υπάρχει σχεδόν σαν κανόνας η σταύρωση και η ανάσταση. Το όλο απαιτεί μόχθο και άσκηση, καλλιέργεια, αποτέλεσμα άροσης βαθιάς. Διαφορετικά το εγχείρημα περιορίζεται σε επιθυμίες και αυτές, όταν ικανοποιηθούν, οδηγούν στην ύπνωση. Χάνεται έτσι η ευκαιρία συνάντησης. Το αντάμωμα και η κοινή τράπεζα. Η μέθη με το κρασί το εκλεκτό, το κερασμένο από τον ίδιο τον ποιητή. Χάνεται έτσι η δυνατότητα της ενόρασης με τις πολυάριθμες εικόνες σου. Χάνεται έτσι ο μισός Αύγουστος και η γιορτή του Σωτήρα σημαίνει μόνο μπακαλιάρο σκορδαλιά , που ως υπέροχη τέρψη, φέρνει ύπνο βαρύ και οι νεφέλες εξατμίζονται χωρίς να αποκαλύψουν τίποτα. Πρωί πρωί με τις δροσιές, ο παππούς χαϊδεύει τον γκέκα. Μπροστά στην παλιά αποθήκη, εκεί που τώρα είναι ο δρόμος, είμαστε πάλι όλοι μαζί. Ακόμη και η κόρη του γιού τού παιδιού μου, που ορέγεται ένα κόσμο καλύτερο, δίπλα στον άγγελό της που τινάζει τη σκόνη στο όνειρο , λίγο προτού πετάξει ξανά, κοντά στο υπέρλογο. Οι κουρτίνες ανοίγουν πάντα ξαφνικά. Έτσι άλλωστε αρχίζουν οι μύθοι και τα θαύματα …..