Κοίτα τα αστέρια

Του Δημήτρη Μαγριπλή, Δρ. Κοινωνιολογίας - Συγγραφέας


Όλα ξεκίνησαν με δέος. Τους κοιτούσα που έκριναν και αποφάσιζαν. Κάθονταν μπροστά στα τερματικά και με μία μόνο κίνηση του χεριού τους εξαφάνιζαν επιχειρήσεις, κεφάλαια, ακόμη και κράτη.  Πανίσχυροι. 

Παρατηρούσα με πόση ευκολία αποφάσιζαν και με τι διάθεση έκαναν πράξη το λόγο τους. «Αγοράζω και πουλώ», φώναζαν και ύστερα ακολουθούσε ένας χαμός, μια βουή και στο τέλος καμπανάκι. Έπειτα κάτι είχε πάλι χαθεί. Κατόπιν έκλειναν τα τερματικά, άφηναν την αίθουσα και πήγαιναν για χαλάρωση. Τους άνοιγα την πόρτα, έμπαιναν μέσα στη λιμουζίνα και με χαμόγελο μου έδιναν εντολές. Συνήθως ακριβά εστιατόρια. Τι κλάση! Άρχοντες. Περίμενα πάντα απ’ έξω. 

Έπιανα κουβέντα με τους άλλους οδηγούς και κάποτε – κάποτε μας έφερναν πιάτο με ορεκτικά. Υπέροχες γεύσεις. Φουαγκρά, χαβιάρι, σολομό, ψωμάκια με μπρικ. Τρώγαμε και ρευόμασταν το όνειρο. Πού και πού αφήναμε αρωματικά αέρια κοιτώντας την πόλη από ψηλά. Φώτα νέον και σειρήνες στη διαπασών. Μια κραυγή και ύστερα άλλη. Προσπαθούσα να μαντέψω το φύλο, τη φυλή, το θρόισμα της ζωής που χάνεται πίσω από το χρόνο. Μάταια. Ποτέ δεν έπεσα μέσα. Κάποιος ανώνυμος, κάτω στα φώτα, σημάδευε την ευτυχία με αίμα. Μόνο για λίγο. Ύστερα ο πίνακας πάλι λευκός και η συνέχεια ασθμαίνοντας στο χώρο εναπόθεσης απορριμμάτων. Ο κάδος αδειάζει και η επόμενη μέρα καρμπόν. Αγοραπωλησίες, βουή, χλιδή και γυάλισμα στη λίμο. Ψωμάκια πασαλειμμένα στο βούτυρο, απελπισμένα κορμιά στη λίμνη του νέον, αίμα στο λευκό και επιστροφή στην έπαυλη. 

Ανοίγω την πόρτα, κατεβαίνει ο μύθος και χάνεται μέσα στο σπίτι. Φεύγω, ανοίγω το ραδιόφωνο και στρίβω αριστερά στη λεωφόρο. Με κοιτούν και κοιτώ. Κόσμος στον κόσμο. Στην έξοδο περνώ κάτω από την γέφυρα. Πουτάνες και άστεγοι, χαμίνια και φωτιές δίπλα σε κάδους. Κάποιος κινείται πάνω στην άσφαλτο. Φοβάμαι και πατάω το γκάζι. Χάνομαι πίσω από βρισιές και μπουκάλια που πέφτουν με κρότο. Νυστάζω. Στο λάρυγγα ανεβαίνει το ψάρι. «Βαρύ, πώς το αντέχουν;»

Κάθομαι μες στο σκοτάδι. Ανάβω τσιγάρο και αρχίζω να βήχω. Ανοίγω μια μπύρα και πίνω γουλιές. Χτυπά το τηλέφωνο. 

– Να έρθω; με ρωτά. Δεν  απαντώ. Κλείνω και περιμένω. Μετά από λίγο ανοίγω και μπαίνει. Τι όμορφη. 
 – Πού ήσουνα σήμερα;
– Ξέρεις. Στο ναό και ύστερα πάλι στο δρόμο. 
– Μαζί με τους θεούς;
– Πάντα αυτό κάνω. Ακολουθώ τα βήματά τους. 
– Έχεις ξεφύγει. Τι τους πιστεύεις;
– Απλά πειθαρχώ.
– Φοβάσαι  να ζήσεις. 
– Και συ τι προτείνεις; Το χάος; της λέω και μπαίνω στο μπάνιο. Γελά και το παίζει πως είναι η έξυπνη. Βάζει καφέ και κοιτάει στο τζάμι. 
– Κοίτα τα αστέρια.
Πάω κοντά και βλέπω πάλι τα σύννεφα. Πηχτά και μαύρα ταξιδεύουν στη νύχτα.
– Πού τα δες ;
– Στα μάτια σου, μου απαντά και πιάνει το χέρι μου. Τραβιέμαι στον πάγκο. Δεν έχω το κέφι. 
– Άρρωστη. Αυτό είσαι, τρελή.
Καμώνεται πως πειράχτηκε και αφήνει ένα «γιατί;». 
– Γιατί δεν το βλέπεις. Είναι ανίκητοι  και αξίζουν λατρεία, της λέω με έμφαση. 
Με κοιτά σιωπηλή. 
– Κρέμασμα θέλουν, μου λέει στο τέλος.
– Πάρε σκοινί και βγες μόνη στο δρόμο.
– Το κάνω. Μου δείχνει το έντυπο. «Διαδήλωση». 
– Μούφες. Και τι θα κερδίσεις;
– Αξιοπρέπεια.
– Παραμύθια, στους κάδους σε βλέπω και μάλιστα μέσα. Να, πάρε. 
Της δίνω το αδιάβροχο και ύστερα γάντια μιας χρήσης. 
– Κοίτα τα αστέρια, μου λέει ξανά. 
Την κοιτώ με αηδία.
– Να πλένεις τα δόντια σου, μυρίζει το χνώτο. 
Ανοίγει και φεύγει χτυπώντας την πόρτα. 
Ξεμπέρδεψα. Απερίσπαστος κοιτώ την ομίχλη. Σκοτάδι βαρύ. Αύριο θα πρέπει να σηκωθώ αχάραγο. Να πλύνω το αμάξι και ύστερα να πάω στη βίλλα. Να πάρω το αφεντικό και να τον πάω στο χρηματιστήριο. Μπαίνω στο μπάνιο. Βούλωσε πάλι. Σκύβω, κοιτώ το σιφόνι. Γεμάτο σκατά. Βάζω μέσα τα χέρια και χάνομαι. Ξάφνου με παίρνει ο βόθρος. Ένα ποντίκι με σηκώνει στον ώμο του. Βγαίνω από τον εφιάλτη. Πετάγομαι, είναι ώρα να φύγω. 
Το  καμπανάκι χτυπά. Ο κύριος δούλεψε και τώρα πεινά. Περιμένω σε στάση προσοχής. Υποκλίνομαι, ανοίγω την πόρτα. 
– Ξέρεις… 
Ξέρω και χάνομαι. Πατάω το γκάζι και κει που πετώ προσγειώνομαι πάνω σε κόσμο.
– Πορεία, του λέω, τι κάνουμε;
– Μην στρίβεις, ευθεία.
 Το σκέφτομαι, κάνω να κόψω, αλλά πιο πολύ φοβάμαι αυτόν. Πέφτω επάνω τους και ακούω τα κόκαλα. Εκείνο το βράδυ μας φέρανε ψάρι ξανά. 
– Κηδεία έχουμε; Τολμώ να ρωτήσω.
Η πόλη παντού φωτιές και εκρήξεις. Μόνος κοιτούσα τα αστέρια που έτρεμαν πίσω από την κραυγή της.   
Ο Δημήτρης Γ. Μαγριπλής γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα και από το 2000 κατοικεί στην Κυπαρισσία του νότου. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 2007 με το ψευδώνυμο Φώτης Αδάμης. 
Έκτοτε χρησιμοποιεί το όνομά του. Έχει εκδώσει τέσσερις συλλογές διηγημάτων, με τελευταία “Τα Καναπεδάκια της ανεργίας”, Κριτική , Αθήνα 2017. Με την ιδιότητά του Διδάκτορα της Κοινωνιολογίας, έχει εκδώσει αρκετές επιστημονικές μελέτες και έχει πλούσια εργογραφία ως αρθρογράφος (σε εφημερίδες, επιστημονικά και λογοτεχνικά περιοδικά). 
Από το 1999 δουλεύει σαν επιστημονικός συνεργάτης σε τμήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αν και τα τελευταία χρόνια τα κύρια εισοδήματά του προέρχονται από την ενασχολήσή του με την γη, ως ελαιοπαραγωγός (“Ωδή Ελαίου” : https://www.facebook.com/odeeleou/)

nanodihghma.blogspot.com

Διαβάστε επίσης

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ