Καθώς περνούν τα χρόνια η πεποίθηση γίνεται όλο και πιο στέρεα. Η Εκκλησία είναι ένας δεσποτικός μηχανισμός με κολοσσιαίες διαστάσεις και διαχρονική αντοχή.
Ένας μηχανισμός που διαθέτει την απόλυτη τεχνογνωσία στην αμαρτία, τη μετάνοια, το φόβο του θανάτου και, δι’ αυτών, στον έλεγχο των ψυχών. Αιώνες τώρα.
Αλλά αυτές τις ημέρες, της Μεγάλης Εβδομάδας, διατηρώ μια εντύπωση κάπως παράξενη. Την εντύπωση πως όλο αυτό που διαδραματίζεται εντός κι εκτός των ναών, υπερβαίνει τελικά την Εκκλησία.
Μπορεί και να είναι η Ανοιξη. “Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικές παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος”, κάπου γράφει ο Ανδρέας Εμπειρίκος αλλά δεν είναι μόνο αυτό το γεγονός που τροποποιεί αισθήσεις και διαθέσεις.
Διότι από κοντά έρχεται και εκείνο το σπαρακτικό των Εγκωμίων, που θρηνούν για τον “ωραίο κάλλει παρά πάντας βροτούς” και τότε πραγματικά δεν είσαι σίγουρος. Αν ο θρήνος απευθύνεται στο λόγο ή στο σώμα του Χριστού, κι ακόμα, αν απευθύνεται στο Χριστό ή στον Άδωνι ή σε κάποιον άλλον όμορφο νέο άντρα που πεθαίνει την ώρα που το κάλλος του βρίσκεται στην πιο εξαίσια στιγμή ενώ δίπλα η φύση οργιάζει.
Προσωπικές εντυπώσεις είναι αυτές αλλά απ’ όλες τις γιορτές αυτή μου φαίνεται πως είναι η περισσότερο ερωτική και γι’ αυτό η λιγότερο εκκλησιαστική. Και πάντως είναι η γιορτή που αγαπώ. Για την ατμόσφαιρα, την υμνολογία της, τις μυρωδιές της, τη ζωή εν τάφω της.
Ας έχουμε όλοι κι όλες τη δική μας καλή Ανάσταση.