Υπερφορολόγηση, μισθολογικό κόστος, επενδύσεις

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΡΒΕΛΗ, ΣΤΕΛΕΧΟΣ ΤΟΜΕΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Ν.Δ

Είναι γεγονός ότι και τα τρία προγράμματα προσαρμογής και ειδικά το τελευταίο, που εφαρμόστηκαν στη χώρα μας,  χτίστηκαν με την συμμετοχή των εταίρων μας πάνω σε ένα λάθος μίγμα πολιτικής, που δεν είναι άλλο από την υπερφορολόγηση κάθε παραγωγικής δραστηριότητας. Δυστυχώς αυτό το λάθος μίγμα πολιτικής συνεχίζεται και σήμερα μετά τη λήξη των Μνημονίων.  

Πρώτη προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής οφείλει να είναι η τόνωση της παραγωγής κυρίως μέσω της στοχευμένης μείωσης της υπερφορολόγησης της εργασίας, που με τη σειρά της θα φέρει πραγματική αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων, των επενδύσεων και των θέσεων απασχόλησης.

Αποδέκτες αυτής της μείωσης φόρων και εισφορών πρέπει να είναι πρωτίστως οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, που βλέπουν μεγάλο τμήμα του εισοδήματός τους να κατευθύνεται σε μη ανταποδοτικούς φόρους και εισφορές. 

Η χώρα μας, δεν προσφέρει σήμερα μια ελκυστική πρόταση προς ξένους και εγχώριους επενδυτές, οι οποίοι σημειωτέον έχουν πληθώρα εναλλακτικών, πολύ πιο ανταγωνιστικών, επενδυτικών προορισμών.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ελληνική οικονομία καθημερινά εγκλωβίζεται στην κατηγορία των χωρών χαμηλών μισθών, χαμηλών δεξιοτήτων και χαμηλής καινοτομίας, ακριβώς διότι υστερεί σημαντικά σε όλους τους υπόλοιπους παράγοντες που συνθέτουν το προφίλ μιας ελκυστικής οικονομίας.  

Γι’ αυτό, πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στο ζήτημα του μη μισθολογικού κόστους.

Για να πετύχουμε τους στόχους μας σε ότι αφορά τις αποδοχές και την απασχόληση, δεν πρέπει να αποσύρουμε τις μεταρρυθμίσεις που συντελέστηκαν στην αγορά εργασίας, οι οποίες συγκράτησαν μέσα στην κρίση θέσεις εργασίας και παράλληλα να ολοκληρώσουμε τις υπόλοιπες μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, σε ένα περιβάλλον σταθερότητας και λογικής φορολογίας.  

Δεν πρέπει δε να μας διαφεύγει, ότι είμαστε μια χώρα που γερνάει και εάν δεν αλλάξει η ασκούμενη οικονομική πολιτική θα συνεχίσουν να μεταναστεύουν οι πλέον δυναμικές ομάδες του πληθυσμού και των επιχειρήσεων.

 Δεδομένου ότι τα επόμενα χρόνια, η χώρα θα κληθεί να λειτουργήσει σε ιδιαίτερα στενές δημοσιονομικές συνθήκες, οφείλει να δημιουργήσει ένα περιβάλλον εξαιρετικά φιλικό προς τις επιχειρήσεις, ικανό να προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις παρά τα υψηλά επίπεδα φορολογίας, εφόσον επιθυμεί να επιτύχει βιώσιμη ανάπτυξη και να συγκλίνει με την Ευρώπη.