Στη χώρα μας η αδήλωτη εργασία δεν έχει μόνο μεγάλη έκταση, αλλά ειδικά το τελευταίο διάστημα λαμβάνει όλο και συχνότερα τη μορφή της «ημι-δηλωμένης εργασίας» μέσω συμβάσεων μερικής απασχόλησης. Καταλυτικό ρόλο διαδραματίζουν η υπερβολικά υψηλή και προοδευτική επιβάρυνση στο μη μισθολογικό κόστος ειδικά στον ιδιωτικό τομέα, σε συνδυασμό με τη χαμηλή ανταποδοτικότητα αυτών των υψηλών και προοδευτικών φόρων και εισφορών.
Η αδήλωτη εργασία έχει σοβαρές επιπτώσεις στους εργαζόμενους, οι οποίοι εγκλωβίζονται σε ένα καθεστώς χαμηλών αποδοχών και επαγγελματικών προοπτικών, χάνοντας την προστασία της Πολιτείας και την πρόσβαση σε κρίσιμες υπηρεσίες που παρέχει το κοινωνικό κράτος, όπως ενδεικτικά την υγειονομική και συνταξιοδοτική κάλυψη. Επιπλέον, διαβρώνει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς της χώρας, στρέφει την οικονομία σε χαμηλής προστιθέμενης αξίας δραστηριότητες και συχνά εγκλωβίζει τις ίδιες τις επιχειρήσεις σε μικρά, μη παραγωγικά εταιρικά σχήματα.
Κατά συνέπεια αποτελεί μία από τις σημαντικότερες στρεβλώσεις στην ελληνική αγορά εργασίας και το πλέον σοβαρό πρόβλημα για τις εξωστρεφείς ελληνικές επιχειρήσεις. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου υστερούμε σε ανταγωνιστικότητα και ταυτόχρονα ωθούνται σε φυγή άξια στελέχη, που στρέφονται σε ξένες αγορές με καλύτερες καθαρές αμοιβές.
Πρέπει επομένως να αρχίσουμε να μειώνουμε το υψηλό μη μισθολογικό κόστος σε επίπεδα κατώτερα του μέσου όρου του ΟΟΣΑ και να πάψουμε να υπερφορολογούμε την παραγωγική εργασία.
Οι εργασιακές ρυθμίσεις επηρεάζουν άμεσα τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και το μετασχηματισμό μας σε μια εξαγωγική οικονομία. Οι κοινωνικοί εταίροι οφείλουν να ασχοληθούν με το παρόν και το μέλλον της επιχειρηματικότητας. Είναι αναγκαίο να αναπτυχθεί ένας γόνιμος κοινωνικός διάλογος, που θα διανθιστεί με ζητήματα, πέρα και πάνω από το στενό προσδιορισμό του κατώτατου μισθού.
Ως τέτοια είναι το ασφαλιστικό, η εκπαίδευση, η ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού και η επιχειρησιακή απόδοση, η υπερφορολόγηση των εργαζομένων και τα κίνητρα μεγέθυνσης των επιχειρήσεων.
Η μείωση εισφορών και φορολογίας επί της εργασίας, θα βοηθήσει να ανακοπεί το brain drain και οι ελληνικές επιχειρήσεις να είναι σε θέση να απασχολούν και να αμείβουν στελέχη υψηλής εξειδίκευσης. Είναι δεδομένο ότι η οικονομία μας υπολείπεται στη δημιουργία μόνιμων θέσεων εργασίας και η τάση αυτή αντιστρέφεται εφ’ όσον υπάρξουν ελαφρύνσεις για τις επιχειρήσεις, αλλά και μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση.
Η Ελλάδα έχει από τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές στην Ευρώπη. Για παράδειγμα, ΦΠΑ 24%, έναντι 20,1% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη, φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων 29%, έναντι 19,5%, φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων (ανώτατος οριακός συντελεστής) 45%, έναντι 34,9%, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης 16% για τον εργαζόμενο και 24,1% για τον εργοδότη, έναντι 12,8% και 21,7% αντιστοίχως. Η Ελλάδα έχει, επίσης, από τους υψηλότερους στην Ευρώπη φορολογικούς συντελεστές στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, με τα έσοδα αφενός από τον καπνό και το αλκοόλ, και, αφετέρου από τα καύσιμα, να ανέρχονται σε 1,6% και 3,0% του ΑΕΠ, έναντι 0,8% και 1,9% του ΑΕΠ στην Ευρώπη, αντιστοίχως.
Η υπερφορολόγηση ενισχύει τη φοροδιαφυγή και σκοτώνει την ανάπτυξη και την απασχόληση.
Η αναγκαία μείωση των φορολογικών συντελεστών και η πάταξη της φοροδιαφυγής θα λειτουργήσουν θετικά στη μεταρρύθμιση των παραγωγικών δομών της χώρας με πρόσημο την ανάπτυξη. Παράλληλα θα υπάρξει αύξηση της παραγωγικότητας και ταυτόχρονα διασφάλιση ενός ικανοποιητικού επίπεδου παροχής υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης και κοινωνικής προστασίας.
Εθνικός στόχος για τη χώρα, πρέπει να είναι κάθε πολίτης του κόσμου να μπορεί να επενδύσει σε μια ανοιχτή, κοινωνικά υπεύθυνη και φιλελεύθερη οικονομία, που θα προτάσσει την ισχυρή ανάπτυξη ως παράγοντα κοινωνικής συνοχής.