Φράουλες στο Σύνταγμα

Του Δημήτρη Γ. Μαγριπλή

Με πήρε τηλέφωνο νωρίς το απόγευμα.

-Πάμε πλατεία;

Δεν δίστασα ούτε στιγμή. Ήθελα να την δω. Ετοιμάστηκα και πήρα ότι μπορούσα. Κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες αλλά το μπλόκο με περίμενε στην είσοδο.

-Κυρία Μαργαρίτα, έχεις δίκιο, είπα με αποφασιστικότητα. Εδώ  και τώρα. Να!, έκανα και τις έδωσα το βιβλιάριο στα χέρια.

-Τι είναι αυτό;, μου φώναξε, δεν είμαι  ΙΚΑ.

-Θα σε ξεπληρώσω μέχρι αύριο, κράτα το σαν ενέχυρο.

 Έφυγα σίφουνας για το περίπτερο. Δεν  είχα ούτε τσιγάρο.

-Πέτρο το ξέρω, είπα με αληθινή συντριβή.  Αυτός με κοίταξε στα μάτια και κάτι ψιθύρισε. Είχα τόσο αγχωθεί που δεν κατάλαβα.

-Αύριο, αύριο στο υπόσχομαι. Πήρα το πακέτο και άφησα την ταυτότητα.

-Τι κάνεις ρε; , πας καλά.

-Για να δεις ότι δεν σου λέω ψέματα. Μέχρι αύριο.

Ψάχτηκα στις τσέπες. Ούτε ένα νόμισμα. Πεινούσα. Μπήκα στο φούρνο. Άφησα και το τελευταίο έγγραφο – ένα διαβατήριο που έβγαλα το καλοκαίρι , αχρησιμοποίητο-  και πήρα μια τυρόπιττα και ένα γάλα. Αισθάνθηκα πασάκος και ρούφηξα με βουλιμία.

Το βλέπω παρκαρισμένο στην γωνία. Μέσα στις σκόνες, γεμάτο δαχτυλιές και συνθήματα στα τζάμια. «Κωλόγαυροι», σκέφτομαι, «το ξέρω ότι θέλει πλύσιμο». Κάτι προσπαθώ με την χαρτοπετσέτα από το φούρνο. Έχει  λάδι και άφηνει στίγματα. Ανοίγω την πόρτα, μπαίνω, βάζω το κλειδί και κάνω το σταυρό μου. Παίρνει! Τυχερός!, δεν το συζητώ. Δεν υπάρχει ούτε δεκάρα και το κέντρο είναι χιλιόμετρα μακριά για τα πόδια. Κοιτάζω ευθεία μπροστά. Αποφεύγω την ένδειξη της βενζίνης. «Δεν υπάρχει», λέω και επαναλαμβάνω σε ρυθμό ράπ. Κατηφορίζω την λεωφόρο και κάνω δεξιά για κέντρο. «Θα φτάσει, θα φτάσει», τραγουδώ και  φωνάζω: «έρχομαι Σούλα». Το φανάρι ανάβει πράσινο και ακούω τον μάγκα με το παπάκι να λέει:

- Άντε Σούλα, ξημέρωσε.

 Βάζω πρώτη, δευτέρα και ύστερα όλα τα γκάζια. Τουλάχιστον μέχρι το Θησείο. Μετά πάω περπατώντας. Κρατούσα το τιμόνι και ήταν σαν να έσπρωχνα μαζί με την μηχανή. Στην γέφυρα του Πουλόπουλου αναπνέω ξανά. Τώρα δεν με ένοιαζε τίποτα άλλο, παρά να βρω να παρκάρω. Βλέπω το βενζινάδικο και την ώρα μαζί. Έξι παρά. Δεν έπρεπε να την στήσω. Μπαίνω. Λέω στο παιδί:

-Υπάρχει περιθώριο για πλύσιμο;

-Μέσα – έξω;, απαντά.

- Ναι και γέμισέ το στο τέλος. Πάρε  τα κλειδιά. Να  το προσέχεις, του λέω και  βουρκώνω.

Φεύγω σφεντόνα για Σύνταγμα. Θα με περίμενε έξω από το υπουργείο Παιδείας. Την είδα ντυμένη στα μαύρα. Κούκλα. Αγκαζέ και μέσα στις γλύκες ανηφορίζουμε. Κόσμος! Γεμάτη πλατεία.

-Τι κάνουν εδώ;, ρωτάω τη Σούλα.

-Γιορτάζουν την άνοιξη, μου λέει περιπαιχτικά.

-Ναι ανθεστήρια, της απαντώ και μπαίνω ανάμεσα σε γελαστά πρόσωπα. Έχω  να δω τέτοιες φατσούλες από την εποχή που δούλευα. Κοντά χρόνο. Ένα ζευγαράκι δίπλα φιλιέται. Κάνουμε το ίδιο με πάθος. Κάτι από εδώ, κάτι από εκεί φτάνουμε στο μνημείο του Άγνωστου στρατιώτη.  Κοιτάζω με συμπάθεια τους ρόμποκοπ φρουρούς της τάξης.

«Τι θέλουν εδώ;», αναρωτιέμαι. Η Σούλα τους δείχνει  χαμόγελο και με στοργή επαναλαμβάνουμε ρυθμικά μαζί με τους άλλους : Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία. Μια κυρία δίπλα, μας κερνά φράουλες φρέσκες και μυρωδάτες. Είναι  θεσπέσιες. Τείνει  το κέρασμα και στα παιδιά με τα κράνη. Την σπρώχνουν. Πέφτει  κάτω και τρέχουμε να την βοηθήσουμε.

-Τις έσωσα, λέει για τις φράουλες. Παίρνω το κεσεδάκι. Κάποιος της λέει να μείνει ακίνητη. Σε λίγο την παίρνουν με ασθενοφόρο.

-Ατυχία, λένε οι ψύχραιμοι. Τι να κάνω, μένω να κοιτάω τη Σούλα. «Τι γλυκιά  που είναι», σαν φράουλα. Μα πάνω που είπα να αδειάσω το κεσεδάκι, όχι τίποτα άλλο, για να μην με βαραίνει, έμεινα με την χαρά.
Κολυμπούσαν  στο αίμα.

Διαβάστε επίσης