Ο Ιούλιος αναμένεται να είναι ο πλέον απαιτητικός μήνας του 2017 όσον αφορά το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού δημόσιου χρέους, με την αντίστοιχη δαπάνη να διαμορφώνεται σε περίπου €7,4 δις (€6,6 δις για την πληρωμή χρεολυσίων και €0,8 δις για την πληρωμή τόκων). H ταχεία ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης του προγράμματος χωρίς τις καθυστερήσεις που βιώσαμε, θα είχαν δημιουργήσει ισορροπία στο εγχώριο οικονομικό κλίμα και θα καθιστούσαν πιο ασφαλείς τις προσδοκίες για το ενδεχόμενο ένταξης της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QΕ) της ΕΚΤ.
Ωστόσο στον μακροπρόθεσμο ορίζοντα, η απουσία ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους απαιτεί την εξασφάλιση σημαντικά υψηλότερου δανεισμού, για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών μας, εγείροντας έτσι σοβαρές αμφιβολίες για τη βιωσιμότητας της δημοσιονομικής θέσης της χώρας. Ενδεικτικά, βάσει του υφιστάμενου μακροοικονομικού σεναρίου, ο δανεισμός αυτός θα έπρεπε να ανέλθει, κατά μέσο όρο, σε επίπεδα άνω των €20 δις ετησίως την περίοδο 2023-2033, σε περίπου € 50 δις ετησίως την περίοδο 2034-2043 και σε € 80 δις με € 110 δις ετησίως την περίοδο 2044-2060.
Η αναγκαιότητα σημαντικής ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους από τους πιστωτές είναι συνυφασμένη με την αντιμετώπιση των σημαντικών προκλήσεων χρηματοδότησης που θα αντιμετωπίσει το ελληνικό δημόσιο μετά το 2023. Η εμπροσθοβαρής εφαρμογή του πλαισίου αυτού θα συμβάλει στην ταχύτερη εμπέδωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Στην εκτίμησή μας αυτή, έρχονται να προστεθούν οι δύο πρόσφατες εκθέσεις του ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος, που χαρακτηρίζεται «εξαιρετικά μη βιώσιμο», ενώ οι Ευρωπαίοι εταίροι μπαίνουν στο στόχαστρο της κριτικής, καθώς θεωρούνται ανεπαρκείς οι δικαιολογίες τους και η άρνησή τους να ασχοληθούν σοβαρά με το μείζον αυτό ζήτημα.
Στο Ταμείο πιστεύουν ότι μακροπρόθεσμα οι δημόσιες δαπάνες για τη χρηματοδότηση του χρέους θα λάβουν «εκρηκτικό» χαρακτήρα, καθώς η Ελλάδα δεν δύναται να αντικαταστήσει τη ιδιαίτερα χαμηλή χρηματοδότηση που λαμβάνει από τους δανειστές της, με χρηματοδότηση από τις αγορές, οι οποίες θα προσφέρουν υψηλότερα επιτόκια.
Άρα θα πρέπει να αναζητηθούν λύσεις που θα διασφαλίζουν ότι το ελληνικό χρέος θα έχει καθοδική πορεία και ότι θα διατηρηθούν οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες στο 15% με 20% του ΑΕΠ.
Συνεπώς η ανάταξη της ελληνικής οικονομίας, πέραν από το διαφορετικό μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής που πρέπει άμεσα να εφαρμοστεί, χρειάζεται και μια σημαντική αναδιάρθρωση του χρέους της. Οι όποιες λύσεις προσφέρουν μόνο προσωρινή ανακούφιση και δεν οδηγούν σε μια πτωτική πορεία του χρέους, δεν θα επιφέρουν την αναγκαία βιωσιμότητα.