Για τις προσωπικές στιγμές της ζωής του, αλλά και τις μάχες που έχει δώσει σε αυτή, μίλησε στην ΕΡΤ και την Ελενα Κατρίτση ο σχεδιαστής μόδας, Λάκης Γαβαλάς.
Το πατρικό του σπίτι βρισκόταν μόλις διακόσια πενήντα μέτρα από τις φυλακές Κορυδαλλού, όπου βρέθηκε κρατούμενος πριν από μερικά χρόνια, επί 15 μήνες: «Υπήρχε μια κυρία η οποία μας έφερνε στο εκκλησάκι της φυλακής, όπου γινόταν κάθε Κυριακή ο εκκλησιασμός, εικονίτσες και τις μοίραζε. Μια Κυριακή πρωί μού δίνει μια εικόνα του Αγίου Γεωργίου και εγώ άρχισα να κλαίω κοιτώντας την, γιατί ήρθαν στη θύμησή μου τα παιδικά μου χρόνια».
Ο γνωστός επιχειρηματίας αναφέρθηκε και στην εκτίμηση και την εμπιστοσύνη επωνύμων οίκων μόδας που είχε κερδίσει με πολλή δουλειά και κόπο, στην άνοδο και την πτώση της αυτοκρατορίας του και στις δύσκολες ημέρες που έζησε την περίοδο του εγκλεισμού του.
«Ζω για να ταλαιπωρώ όποιον με αμφισβητεί»
Ο Λάκης Γαβαλάς μίλησε ακόμα και για τις μάχες που έχει δώσει στη ζωή του, τη νίκη που έχει απολαύσει πιο πολύ και την ήττα που του κόστισε περισσότερο και αποκαλύπτει τις ρωγμές που υπάρχουν σήμερα στις σχέσεις του με την οικογένειά του.
«Αυτό που μου έχει κοστίσει πιο πολύ είναι ότι, ενώ θεωρούσα ότι ήμασταν μια συμπαγής οικογένεια, τελικά έγιναν ρωγμές. Μιλάω στον πληθυντικό για πρώτη φορά. Δεν είναι ρωγμή είναι ρωγμές. Υπάρχουν άτομα από την οικογένεια με τα οποία μιλάω αλλά υπάρχουν ρωγμές και άτομα που δεν μιλάω. Που είναι τα ανίψια μου από τη μία μου την αδελφή. Ήταν μια μάχη να μεγαλώσω αυτά τα παιδιά, να τα κάνω εργαλεία καλά αλλά… Ποιος, εγώ που έλεγα αποκλείεται να έχουμε προβλήματα, είναι δυνατόν να μην μιλάνε τα αδέλφια ή τα ανίψια ή οι γονείς και τα παιδιά» είπε και ξέσπασε διηγούμενος μια ιστορία για να δείξει πώς η μεγάλη του αδελφή Νίκη δεν τον στήριξε.
«Πήγα μια φορά στο Λονδίνο στην Burberry, μόνος μου, χωρίς γραμματεία, ούτε με τα ανίψια που τα έχω μεγαλώσει και κάθομαι σε ένα γραφείο και έρχονται 8 άτομα. Μου έκαναν πάρα πολλές ερωτήσεις. Καθόμαστε 4 ώρες και 7 έκλεινε η Hermes στην Bond Street. Σηκώνομαι και λέω ‘συγγνώμη εγώ πρέπει να φύγω’. Μου έκαναν συνέχεια ερωτήσεις με τα βαριά αγγλικά που δεν καταλαβαίνω, μια τρέλα. Το να το κάνεις αυτό σε μια εταιρεία με όλα αυτά τα στελέχη ήταν ένα τρελό ρίσκο. Εγώ όμως δεν μπορούσα να πιεστώ άλλο. Πήγα στο ξενοδοχείο και βάζω τα κλάματα επί μία ώρα. Έλεγα πώς γίνεται να μην με ακολουθούν σε ένα τόσο σημαντικό ραντεβού το εμπορικό τμήμα, το οικονομικό; Έπρεπε να πάνε 4 άτομα από την εταιρεία, όχι να κάθονται να τρώνε και να πίνουνε και να με έχουνε εμένα μόνο μου εκεί. Φυσικά την άλλη μέρα γύρισα με το συμβόλαιο στην Αθήνα και πάλι με κλέβανε εκείνη την ώρα αυτά τα άτομα.
Οπότε τι να φοβηθώ εγώ στη ζωή μου; Πόσοι είναι αυτοί, ποιοι είναι; Μερικοί από αυτούς έπαθαν και μεγάλες ζημιές. Και επειδή δεν θέλω να μιλήσω άλλο γιατί βαριέμαι να βάζω ταγιέρ και να πηγαίνω στα δικαστήρια για άλλους! Κι αν θεωρούν ότι αυτό το ρητό δεν τους φτάνει ότι ζω για να ταλαιπωρώ όποιον με αμφισβητεί τότε μπορώ να τους πω κι άλλα».