Ο ενεργειακός τομέας μαζί με τις μεταφορές αποτελούν το κυρίαρχο στοιχείο του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων. Παρά το δυσμενές οικονομικό κλίμα και την εν γένει αναξιοπιστία του διοικητικού και φορολογικού μηχανισμού της χώρας, το επενδυτικό ενδιαφέρον εξακολουθεί να υφίσταται εάν κρίνουμε από την πολύ θετική ανταπόκριση γνωστών ξένων εταιρειών στον πρόσφατο διαγωνισμό (Ιούλιος 2016) για την πώληση του 24% του ΑΔΜΗΕ.
Το δε διεθνές ενδιαφέρον είναι απόλυτα δικαιολογημένο γιατί ο κλάδος αποτελείται ως επί το πλείστον από δυναμικές και εξωστρεφείς εταιρείες του κρατικού και ιδιωτικού τομέα, οι οποίες μακροπρόθεσμα εμφανίζουν πολύ καλές προοπτικές ανάπτυξης τόσο σε τοπικό αλλά κυρίως σε περιφερειακό επίπεδο. Ο ελληνικός ενεργειακός τομέας παρουσιάζει εντυπωσιακή ανθεκτικότητα υποβοηθούμενος τόσο από την έντονα εξαγωγική του κατεύθυνση (στην περίπτωση των πετρελαιοειδών και των κατασκευών) όσο και από τις εσωτερικές ανακατατάξεις, λόγω του αναπτυσσόμενου ανταγωνισμού. Αξίζει να αναφερθεί ότι στην περίπτωση του ηλεκτρισμού η ΔΕΗ έχει απωλέσει το απόλυτο μονοπώλιο, με ένα 10% της αγοράς να ελέγχεται πλέον από ιδιώτες παρόχους.
Παρά ταύτα, η προσπάθεια αποκρατικοποιήσεων στον ενεργειακό τομέα, αρχής γενομένης με τη ΔΕΠΑ, μετά τον ΔΕΣΦΑ, ακολούθως τη μικρή ΔΕΗ και τον ΑΔΜΗΕ, παρουσιάζεται να είναι τελείως στοιχειωμένη. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει μια καλά μελετημένη στρατηγική και επεξεργασμένη προσέγγιση στο όλο θέμα. Μια τέτοια στρατηγική θα είχε ως βασικό μέλημα την εξασφάλιση μιας επιτυχίας στην αρχή της όλης διαδικασίας, έτσι ώστε να υπάρξει μια προοδευτική επιτάχυνση του επενδυτικού ενδιαφέροντος. Για αυτό η αρχή έπρεπε να είχε γίνει από την πώληση μετοχικών πακέτων εταιρειών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών (δηλ. ΕΛΠΕ και ΔΕΗ) όπου η όλη διαδικασία είναι ξεκάθαρη και σχετικά σύντομη. Αντίθετα, επελέγη η αρχή να γίνει από εταιρείες που όχι μόνο δεν ήσαν εισηγμένες, όπως η ΔΕΠΑ, ο ΔΕΣΦΑ και ο ΑΔΜΗΕ, αλλά παρουσίαζαν σημαντικές δυσκολίες στην αξιολόγησή τους από οικονομικής και νομικής άποψης.