Ομιλία της εισηγήτριας της Νέας Αριστεράς, Σίας Αναγνωστοπούλου στην Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων, κατά την συζήτηση του νομοσχεδίου του Υπουργείου Πολιτισμού: «Μέτρα για τη διαφύλαξη και την ανάδειξη της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, την προστασία και ενίσχυση του ελληνόφωνου τραγουδιού και των ηχογραφημάτων νέων δημιουργών ή καλλιτεχνών, καθώς και την προστασία και διάχυση της ελληνικής γλώσσας, στο πλαίσιο της διαφύλαξης και ανάδειξης της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς -Ρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό της εμπορικής πολιτικής του Οργανισμού Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων και λοιπές διατάξεις του Υπουργείου Πολιτισμού», σήμερα Τρίτη 9.4.2024.
Με το σχέδιο νόμου που κατατίθεται και συζητιέται επί της Αρχής σήμερα στη Βουλή, θα έπρεπε να κάνουμε μερικές επισημάνσεις, ευθύς εξ΄ αρχής. Καταρχάς, για το πρώτο μέρος, το οποίο στον τίτλο ήδη, πολύ εμβληματικά αναφέρεται η προστασία και ενίσχυση του ελληνόφωνου τραγουδιού και της ορχηστρικής μουσικής απόδοσης του ελληνόφωνου τραγουδιού και την προστασία και διάχυση της ελληνικής γλώσσας, στο πλαίσιο της διαφύλαξης και ανάδειξης της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς.
Να υπενθυμίσω, ότι πριν από δύο χρόνια είχα καταθέσει ως, Τομεάρχης Πολιτισμού τότε του ΣΥΡΙΖΑ, δύο φορές τροπολογίες για την προστασία των μουσικών, της μουσικής δημιουργίας που παράγεται στη χώρα μας, της ελληνικής μουσικής δημιουργίας. Τότε είχαν απορριφθεί και τις δύο φορές, οι τροπολογίες. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί εκείνες οι τροπολογίες είχαν κατατεθεί στο πλαίσιο της πανδημίας , όταν αναδείχτηκαν τα μεγάλα και σύνθετα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δημιουργοί, μουσικοί, ερμηνευτές κλπ. στη χώρα μας. Ήταν, λοιπόν, μια συνολική αντιμετώπιση του προβλήματος της μουσικής δημιουργίας στη χώρα, με δεδομένο δε, την «επιθετική εισβολή» με εισαγωγικά ή χωρίς εισαγωγικά, των πλατφορμών, των ψηφιακών πλατφορμών, των πολυεθνικών στη χώρα που προωθούν βέβαια, το αγγλοσαξονικό ρεπερτόριο. Τότε η σκέψη ήταν, γι’ αυτό είχαν κατατεθεί και οι τροπολογίες, να προστατευτεί και να ενισχυθεί εν συνόλω η δημιουργία που παράγεται στη χώρα, όχι αποκλειστικά η ελληνόφωνη, αλλά και η ορχηστρική και η ξενόγλωσση που παράγεται στη χώρα.
Γιατί κυρία Υπουργέ, το να χρησιμοποιείται αποκλειστικά ο όρος «Προστασία και διάχυση της ελληνικής γλώσσας, η ελληνική μουσική ως μέσον, το ελληνόφωνο τραγούδι ως, μέσον προστασίας και διάχυσης της ελληνικής γλώσσας», είναι και παραπλανητικό και δεν αφορά το σύνολο της μουσικής δημιουργίας που παράγεται και από νέους και από παλαιότερους δημιουργούς. Επιπλέον, δημιουργεί διχασμούς μέσα στην ίδια την κοινότητα, τη μουσική κοινότητα της χώρας.
Όπως πολύ καλά ειπώθηκε πριν, η μουσική ως μέσον για τη διάχυση της ελληνικής γλώσσας, αισθητικών κριτηρίων, αισθητικής ανάπτυξης κλπ., χρειάζεται πολύ ευρύτερη αντιμετώπιση που, ένα Υπουργείο Πολιτισμού ειδικά, σε αυτές τις συνθήκες που ζούμε, θα ήθελε μια συγκροτημένη και πολύ ευρύτερη πολιτική. Διαφορετικά έτσι, όπως το βλέπουμε, «προστασία και διάχυση της ελληνικής γλώσσας», στα μάτια μας φαντάζει σαν να έχουμε ένα στόχο και μοναδικό, αν θέλετε να βάλουμε ένα πέπλο, διάχυσης ελληνικής γλώσσας από ξενοδοχεία, χώρους, μετρό, σταθμούς, λεωφορεία κλπ, να μεταδοθεί η ελληνική γλώσσα στο εξωτερικό ή να φτιαχτεί, να ξαναδουλευτεί το brand name «Ελλάδα και Ελληνικός Πολιτισμός». Προς το εσωτερικό αυτό -που είναι το πολύ σημαντικό- τί αντίκτυπο έχει και πώς μπορεί να κινητοποιήσει κοινωνικές ομάδες;
Βέβαια, είμαστε σε μία χώρα που ακόμα και σήμερα το, αν είναι κάποιος καλός πολιτικός κρίνεται από το πόσο καλά αγγλικά ξέρει, όχι από το πόσο καλά ελληνικά ξέρει ή αν κάνει καλά τη δουλειά του. Για να είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας, αυτό είναι το μείζον κριτήριο.
Άρα, λοιπόν, ενώ και άλλες χώρες έχουν θεσπίσει μέσα προστασίας της δημιουργίας, της μουσικής παραγωγής της χώρας τους, όπως η Γαλλία, η Πορτογαλία, η Σλοβακία η Ισπανία κλπ., για το καταλανικό τραγούδι, εδώ κάτι λείπει. Εδώ, είναι το αβέβαιο βήμα ενός Υπουργείου Πολιτισμού που θα μου επιτρέψετε, αυτή η πενταετής θητεία, η δική σας, αλλά και της Κυβέρνησης σε σχέση με τον πολιτισμό, δεν ανέδειξε, δεν προσπάθησε να διευρύνει το πολιτισμικό, τα πολιτισμικά αγαθά σε όλη την κοινωνία. Ίσα-ίσα θα έλεγα το αντίθετο, προχώρησε αποκλείοντας.
Ενώ, λοιπόν, ένα μέτρο που θα μπορούσε να είναι καλό, δεν επεκτείνεται εκεί που πρέπει να επεκταθεί, να συνδυαστεί με πολλά άλλα, αλλά και να επεκταθεί σε όλη τη μουσική δημιουργία συνολικά. Θα έλεγα μάλιστα, ότι στα ραδιόφωνα το ότι δίνονται αντικίνητρα, κίνητρα για περισσότερες διαφημίσεις, δεν μου φαίνεται και ό,τι καλύτερο.
Στα Συμβούλια δε, που φτιάχνονται για την άυλη πολιτιστική κληρονομιά που υπάρχουν διάφορες προσθέσεις, εκεί βλέπουμε ακόμα μια φορά, τον σφιχτό εναγκαλισμό του Υπουργείου πάνω σε αυτό το Συμβούλιο. Μισθωτός δικηγόρος, αντί να υπάρχει το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και από εκεί να επιλέγονται πρόσωπα. Έμμισθη εντολή, λοιπόν, σε δικηγόρο και πολλά άλλα στα οποία θα επανέλθουμε στην κατ’ άρθρον συζήτηση.
Όσον αφορά το δεύτερο μέρος, εκεί κύρια Υπουργέ, επανέρχεται το πνεύμα και το γράμμα που έχει όλη η κυβερνητική πολιτική, αλλά που έχει και όλη η δική σας πολιτιστική πολιτική, επί πέντε χρόνια. Θα έλεγα και παραφράζοντας λίγο, τον Καβάφη και θα προσπαθήσω να το δείξω στη συνέχεια, ότι «Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπη, χωρίς αιδώ μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έστησαν τείχη ανεπαισθήτως - και θα το κρατήσουμε αυτό – μ’ έκλεισαν από τον κόσμο έξω».
Σ’ αυτήν την πενταετή πολιτική, λοιπόν, βλέπουμε ότι χωρίς λύπη, χωρίς αιδώ, ανεπαισθήτως, η κοινωνία κλείστηκε έξω από την πολιτιστική κληρονομιά αλλά και η πολιτιστική κληρονομιά κλείστηκε έξω από την κοινωνία. Δε θα υπενθυμίσω παρά πολλά, μόνο μερικά εμβληματικά, επειδή είναι και η πρώτη φορά που συναντιόμαστε μετά την αρχή της δεύτερης θητείας και της δικής σας και της Νέας Δημοκρατίας. Είδαμε, πώς τσιμεντώθηκε η Ακρόπολη, πώς νομιμοποιήθηκαν προϊόντα αρχαιοκαπηλίας. Δωρίσαμε στους μεγάλους ευεργέτες, που μας χάρισαν από την περιουσία του πατέρα τους τις κυκλαδικές αρχαιότητες.
Είδαμε πώς καταστράφηκε η σχεδόν δύο αιώνων μουσειακή πολιτική της χώρας με την μετατροπή σε ΝΠΔΔ των πέντε μεγάλων μουσείων. Πώς άρχισε να καταστρώνεται η στρατηγική εκμετάλλευσης, από φίλους και κολλητούς της Κυβέρνησης, της πολιτιστικής κληρονομιάς. Δε θα μιλήσω τώρα για την τύχη των πέντε μεγάλων μουσείων, έχω καταθέσει, άλλωστε και ερώτηση. Το Βυζαντινό Μουσείο, όμως και η κλοπή από την αυλή του, είναι μία από τις αποδείξεις. Ούτε θα συζητήσω τώρα διεξοδικά εδώ αλλά θα ήθελα να αναφερθώ στο δελτίο τύπου του Ελληνικού Τμήματος του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων και Τοποθεσιών του ICOMOS, από την 1/4/2024, που κρούει το καμπανάκι για τα έργα που προετοιμάζονται στην Ακρόπολη.
Αυτό που αξίζει να τονίσω από το δελτίο τύπου του ICOMOS, το οποίο έκανα και αναφορά, είναι η διατύπωση του Υπουργείου. Πώς αντιμετωπίζεται ο πρωτοφανής συνωστισμός που παρατηρήθηκε το 2023 στην Ακρόπολη, από το Υπουργείο Πολιτισμού, με ποια διατύπωση; «Δεν μπορούμε να γκρεμίσουμε τα Προπύλαια, μπορούμε όμως να τα φαρδύνουμε». Προσέξτε, μιλάμε για το εμβληματικότερο μνημείο της χώρας αλλά και της ανθρωπότητας και μιλάμε για φάρδεμα των Προπυλαίων. Εδώ, απολύτως ταιριάζει το «χωρίς περίσκεψη, χωρίς λύπη, χωρίς αιδώ». Οι, δε, μελέτες για το φάρδεμα δεν είναι ανοιχτές στο κοινό αλλά, όπως φαίνεται, έχουν ανατεθεί σε ιδιωτικές εταιρείες, όπου κανένας δεν ξέρει τίποτα.
Γι’ αυτό που θέλουμε να προειδοποιήσουμε, είναι η δυτική πλευρά της Ακρόπολης, αν αυτό το φάρδεμα υλοποιηθεί, θα μοιάζει με εκθεσιακό κέντρο σύγχρονης τεχνολογίας.
Δε θα αναφερθώ, επίσης, διεξοδικά στη διαρκή υποβάθμιση των θεσμικών πυλώνων της πολιτιστικής κληρονομιάς, αρχαιολογική υπηρεσία, εφορείες αρχαιοτήτων. Δε θα αναφερθώ, επίσης, στην εκδικητική, ταπεινωτική πολιτική του Υπουργείου σε ιστορικούς συλλόγους, όπως ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, που μετά από τόσα χρόνια, τόσες δεκαετίες, στερήθηκε το κτίριο αρχαιολόγων της Ερμού. Βλέπουμε, όμως, ότι και σε αυτό το νομοσχέδιο η Κυβέρνηση και η κ. Υπουργός ακολουθεί πραγματικά την ίδια πολιτική.
Δεν έγιναν δίδαγμα όλα όσα συνέβησαν στη χώρα και που έδειξαν ότι η ανορθολογική πολιτική, το πελατειακό κράτος, η έλλειψη κράτους δικαίου, όλα αυτά, κοστίζουν ακριβά στη χώρα. Και στον Πολιτισμό, λοιπόν, ακόμα μία φορά ή ίσως εμβληματικά στον Πολιτισμό, βλέπουμε την ίδια ανορθολογική πολιτική: ιδιωτικοποιήσεις και απευθείας αναθέσεις, πελατειακό και κομματικό κράτος παντού και βέβαια αδιαφάνεια, μη λογοδοσία, αντισυνταγματικότητα και παράκαμψη του αρχαιολογικού νόμου.
Μιλάμε για τον ΟΔΑΠ, καταρχάς. Για να γίνεται κατανοητό, γιατί μερικές φορές τα θέματα πολιτισμού φαίνονται σαν να μην αφορούν τον πολύ κόσμο, αλλά αφορούν τους πάντες και τις πάσες και όλες τις γενιές και θα επιμένω σε αυτό. Το 2020, με το ν.4761 η Υπουργός παρουσίασε το όραμά της για τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς μέσα από τον εκσυγχρονισμό του ΤΑΠΑ, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, που μετονομάστηκε σε ΟΔΑΠ, Οργανισμός Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων. Τα μεγάλα πρότζεκτ τότε, που δεν θυμάται κανείς σήμερα, ήταν το περίφημο e-shop, το λάδι από την Αρχαία Ολυμπία και οι γαστρονομικές εκδηλώσεις, που αποδείχτηκαν όλα φούμαρα.
Σ’ αυτό, όμως, που δείχνει συνέπεια το Υπουργείο είναι η στρατηγική των απευθείας αναθέσεων. Απευθείας αναθέσεις, λοιπόν, έχουν επιλεγεί για πάρα πολλά πράγματα. Να κάνω όμως μία παρένθεση: ο ΟΔΑΠ παράγει πλούτο, δημόσιο πλούτο. Εισπράττει από εισιτήρια αρχαιολογικών χώρων και μουσείων αλλά και αναψυκτήρια, για να είναι αυτοχρηματοδοτούμενος και παράλληλα να χρηματοδοτεί το Υπουργείο, να επενδύει σε αναπτυξιακά σχέδια και ακόμα θα μπορούσε και σε κοινωνικές δράσεις. Γιατί θα μπορούσε να έχει πόρους. Αυτό θα σήμαινε ορθή διαχείριση, συνετή διαχείριση προς όφελος όλων.
Απευθείας αναθέσεις, λοιπόν. Αφού ιδιωτικοποιεί τα πάντα, ιδιωτική εταιρεία στην έκδοση - ακύρωση και έλεγχο εισιτηρίων στον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης, με κόστος που ξεπερνάει τα 2 εκατομμύρια ευρώ, κάτι που έκαναν οι μόνιμοι ΙΔΑΧ και οι ΙΔΟΧ αρχαιοφύλακες, βάσει καθηκοντολογίου και που θα έπρεπε να προσλάβουμε και άλλους. Προχωρήσαμε, λοιπόν, σε ανάθεση σε ιδιωτικές εταιρείες, ανάθεση παροχής υπηρεσιών πρώτων βοηθειών σε ιδιώτες για έξι αρχαιολογικούς χώρους, που το κάλυπτε ο Ερυθρός Σταυρός.
Τώρα, με αυτό το νομοσχέδιο και τα πωλητήρια των αρχαιολογικών χώρων και μουσείων δίνονται, με δυνατότητα εφάπαξ σύναψης συμβάσεων μίσθωσης, χωρίς διαγωνισμό σε ιδιώτες. Μετά τα αναψυκτήρια και να μη θυμηθούμε τι έγινε με τα αναψυκτήρια, πώς έγινε διακανονισμός και πώς παρακάμφθηκε και ανατέθηκε σε μία εταιρεία, τώρα έρχεται η σειρά των πωλητηρίων. Οι, δε, απευθείας αναθέσεις, κυρία Υπουργέ, από 30.000 ευρώ ανεβαίνουν στα 60.000 ευρώ. Είχαμε δει ότι ο αντιπρόεδρος των ΟΔΑΠ, ζήταγε κάτι τέτοιο. Ίσως επειδή είναι τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης, τα 30 εκατομμύρια; Δεν ξέρω. Χωρίς, δηλαδή, να το προβλέπει ούτε ν.4761 ούτε ο ν.5021, αυτό που γίνεται είναι η εμπορευματοποίηση όλο και περισσότερο, η ιδιωτικοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Κυρία Υπουργέ, είδα ότι από συνέντευξη θα περνάνε για τα πωλητήρια, για υπηρεσίες, από τον διαχειριστή, από τον ενοικιαστή. Τι είναι αυτό το καινούργιο; Θα προσλαμβάνεται κάποιος σε δημόσια υπηρεσία και θα περνάει συνέντευξη από το διαχειριστή, από τον ενοικιαστή;
Τέλος, βλέπουμε ότι με το άρθρο 27 και τις εξουσιοδοτικές διατάξεις του άρθρου 30, το Υπουργείο σχεδιάζει να ανοίξει τον δρόμο σε ανασκαφές ιδιωτών. Ιδιωτικοποίηση κάθε πτυχής και αρμοδιότητας της αρχαιολογικής υπηρεσίας, παρακάμπτοντας και το Σύνταγμα και τον αρχαιολογικό νόμο και το κυριότερο, χωρίς τη βάσανο της Βουλής. Μάλλον διαπιστώσατε ότι ακόμη και αυτή η ελάχιστη λογοδοσία, είτε για τις κυκλαδικές αρχαιότητες, είτε για τα 50 συν 50 χρόνια εξαγωγής αρχαιοτήτων, η Βουλή σας πιέζει, παρά την απαξίωση της αντιπολίτευσης εν γένει και κλπ., και τώρα αποφασίσατε να μην περνάει καν από τη Βουλή. Θα ζητήσουμε πραγματικά διευκρινίσεις στην κατ’ άρθρον συζήτηση, γιατί αυτό όπως καταλαβαίνετε δεν μπορεί να γίνει.
Θέλω να κλείσω λέγοντας ένα πράγμα: ως Νέα Αριστερά και θα επιμείνουμε σε αυτό, θα επιμένουμε μέχρι τέλους, ότι η πολιτιστική κληρονομιά δεν είναι Ι.Χ κληρονομιά κανενός, καμιάς κυβέρνησης, κανενός Υπουργού. Ανήκει σε όλες τις γενιές και της Ελλάδας, αλλά και οικουμενικά σε όλες τις γενιές. Δεν θα επιτρέψουμε να συνεχισθεί αυτό που έχει γίνει επί πέντε χρόνια από τη Νέα Δημοκρατία.