Τι διαφορές έχει ο κορονοϊός από τους υπόλοιπους ιούς; Τι τον κάνει να είναι τόσο ανθεκτικός; Μπορεί κάποιος οργανισμός να αποκτήσει ανοσία; Απαντήσεις σε αυτά και σε άλλα πολλά ερωτήματα δίνει η Deutsche Welle επισημαίνοντας πως το ανοσοποιητικό σύστημα είναι βασικός «παίχτης» στον αγώνα κατά της πανδημίας. Βρίσκεται στην πρώτη γραμμή εναντίον του εισβολέα, ενώ είναι και σύμμαχος στη θεραπεία. Μερικές φορές όμως στρέφεται εναντίον μας.
Όπως κάθε ιός, έτσι και ο κορονοϊός αποτελείται από ένα κέλυφος που περικλείει το γενετικό του υλικό και μερικές πρωτεΐνες. Για να πολλαπλασιαστεί χρειάζεται έναν ξενιστή με τη μορφή ενός ζωντανού κυττάρου. Όταν το κύτταρο-ξενιστής μολυνθεί, ο ιός αρχίζει να πολλαπλασιάζεται με τεράστια ταχύτητα. Αλλά αυτό δεν περνά απαρατήρητο από τον οργανισμό. Μέσα σε λίγα μόλις λεπτά το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού αντιδρά: Τα κοκκιοκύτταρα, τα φαγοκύτταρα και ένα είδος λεμφοκυττάρων, γνωστά ως φυσικοί δολοφόνοι, ρέουν από το αίμα και τους λεμφαδένες για να καταπολεμήσουν τον ιό. Πρόκειται για την πρώτη αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος, η οποία είναι συχνά επαρκής για την καταπολέμηση του εισβολέα. Αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής είναι το ρίγος και ο πυρετός.
Μερικές φορές όμως ο οργανισμός αντιδρώντας μπορεί να επιτεθεί και σε υγιή κύτταρα. Αυτό μπορεί να συμβεί και με τον κορονοϊό. Συνεπώς δοκιμάζονται και φάρμακα που καταστέλλουν μια υπερβολική ανταπόκριση του οργανισμού στον ιό, τα οποία είναι ήδη γνωστά από τη θεραπεία αυτοάνοσων νόσων.
Η ταχύτητα αντίδρασης βέβαια του οργανισμού είναι διαφορετική για τον καθένα και εξαρτάται από το ιστορικό του ασθενή, καθώς και από τον ιό με τον οποίο έχει έρθει σε επαφή. Επιπλέον το ανοσοποιητικό μας σύστημα «θυμάται» τα αντισώματα που έχει δημιουργήσει και έτσι είναι συνήθως προετοιμασμένο για το ενδεχόμενο μίας νέας μόλυνσης από τον ίδιο εισβολέα.
Πόσο ανθεκτικός μπορεί να γίνει ο οργανισμός στον κορονοϊό;
Οι μέχρι τώρα έρευνες δείχνουν ότι μπορεί να υπάρξει ανοσία στον κορονοϊό ωστόσο δεν διαρκεί για πάντα
Τα καλά νέα: είναι πολύ πιθανό να υπάρχει ανοσία. Αυτό δείχνουν τουλάχιστον τα δεδομένα μέχρι στιγμής.
Πειράματα έδειξαν ότι ο κορονοϊός δεν κατάφερε να μολύνει για δεύτερη φορά πιθήκους του γένους «μακάκος ρήσος», ένα είδος που παράγει αντισώματα συγκρίσιμα με εκείνα του ανθρώπου.
Τα κακά νέα: δεν γνωρίζουμε ακόμη πόσο διαρκεί η ανοσία. Ο Αχίμ Χεράουφ, διευθυντής του Ινστιτούτου Ιατρικής Μικροβιολογίας, Ανοσολογίας και Παρασιτολογίας του Πανεπιστημίου της Βόννης, εκτιμά ότι η ανοσία διαρκεί τουλάχιστον ένα χρόνο. Μέσα σε αυτό το έτος, κάθε νέα επαφή με τον ιό δρα σαν ένα νέο εμβόλιο, το οποίο με τη σειρά του θα μπορούσε να παρατείνει την ανοσία.
Οι ερευνητές συλλέγουν ήδη πλάσμα από υγιείς πλέον ασθενείς, που είχαν προσβληθεί από τον κορονοϊό. Στόχος τους είναι η εξέλιξη μίας θεραπείας μέσω παθητικής ανοσίας. Οι μελέτες που έχουν διεξαχθεί έχουν δείξει θετικά αποτελέσματα, αν και το δείγμα είναι μέχρι στιγμής μικρό.
Στην καλύτερη περίπτωση η παθητική ανοσία υποστηρίζει το ανοσοποιητικό του ασθενούς όταν αυτό έχει ήδη ενεργοποιηθεί και στραφεί εναντίον του ιού, σημειώνει ο Χεράουφ: «Όσο περισσότερο προσπαθήσει ο ασθενής να καταπολεμήσει με το δικό του ανοσοποιητικό την μόλυνση πριν ξεκινήσει η παθητική ανοσία, τόσο το καλύτερο», καθώς όπως αναφέρει μόνο μέσω μίας ενεργής ανοσίας μπορεί κανείς να προστατευθεί μακροπρόθεσμα.