Κοινοτικόν: Τοπική Αυτοδιοίκηση & Κοινωνική Πολιτική - Η δυναμική του θέλω ή του δεν μπορώ;

Οι Δήμοι μετατράπηκαν σε τελικό παραλήπτη μιας διοικητικής διαδικασίας

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΘΕΛΩ Ή ΤΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ;

Στις μέρες μας, η εφαρμογή ενός βιώσιμου προγράμματος κοινωνικής βοήθειας, αποτελεί βασική υποχρέωση, τόσο της τοπικής αυτοδιοίκησης, όσο και του κράτους απέναντι στους πολίτες του, ιδιαίτερα σε περιόδους όξυνσης των κοινωνικών προβλημάτων, λόγω της οικονομικής κρίσης που συνεχίζονται μέχρι και σήμερα.

Συγκεκριμένα, η τοπική αυτοδιοίκηση, καλείται να αντιμετωπίσει όχι μόνο κοινωνικά προβλήματα των δημοτών και κατοίκων της, αλλά και μεγάλο μέρος των παράπλευρων προβλημάτων που δημιουργούνται από τις κοινωνικές ανισότητες. Καλείται να αντιμετωπίσει όχι μόνο κοινωνικές προκλήσεις, αλλά και αυξημένη ανασφάλεια σε όλους τους τομείς (στον τομέα της απασχόλησης, την μεγαλύτερη φτώχεια, την δυσλειτουργία ιδρυμάτων παροχής κοινωνικής βοήθειας, κλπ.), κοινωνικές ανισότητες οι οποίες διευρύνονται, καθώς και σκληρότερες μορφές κοινωνικού αποκλεισμού.

Με το νόμο του «Καλλικράτη», μεταφέρθηκαν στους δήμους πολλές κοινωνικές αρμοδιότητες, προστέθηκαν πολλές νέες, ενώ επιβλήθηκαν υποχρεωτικές συγχωνεύσεις /καταργήσεις των δημοτικών θυγατρικών νομικών προσώπων, κυρίως των κοινωφελών επιχειρήσεων και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Όλα αυτά δημιουργήσαν σημαντικά προβλήματα λειτουργικότητας των ΟΤΑ. Από τη μια, απέκτησαν σημαντικές αρμοδιότητες σε θέματα κοινωνικής πολιτικής και ανέπτυξαν ένα ευρύ πλέγμα κοινωνικών υπηρεσιών. Από την άλλη, όμως, οι πρωτοβουλίες αυτές παρέμειναν αποσπασματικές, χωρίς συντονισμό μεταξύ τους, χωρίς αξιολόγηση δομών και υπηρεσιών, με συνέπεια να καταγραφεί μεγάλη εξάρτηση από τις εξωτερικές πηγές χρηματοδότησης, η οποία υπονόμευσε την συνέχιση και βιωσιμότητά τους.

Ταυτόχρονα θα πρέπει να επισημάνουμε και άλλα προβλήματα:

Ο υπερβολικά μεγάλος όγκος νόμων και κανονιστικών αποφάσεων, που ρύθμιζε την παλιά κατάσταση (νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις), ο οποίος επιβάρυνε τη λειτουργία των δημοτικών υπηρεσιών.

Οι Δήμοι μετατράπηκαν σε τελικό παραλήπτη μιας διοικητικής διαδικασίας, με σχεδόν κανένα περιθώριο αυτόνομης δράσης. Επιπλέον, η μεταφορά υλοποιήθηκε με πρόχειρο και αποσπασματικό τρόπο, χωρίς το απαραίτητο προσωπικό και πόρους, ενώ τα ασαφή όρια μεταξύ κεντρικών και δημοτικών αρμοδιοτήτων επέτειναν το πρόβλημα, μαζί με τον κατακερματισμό των σχετικών επιχορηγήσεων.

Παρατηρείται ανομοιομορφία δράσεων, ο δε κοινωνικός σχεδιασμός δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένος, ελλείψει επικαιροποιημένων ποσοτικών δεδομένων σε τοπικό επίπεδο και ανάλογων μελετών.

Οι δράσεις συχνά έγκεινται σε προγράμματα δεδομένης διάρκειας και χρηματοδότησης, με αποτέλεσμα την έλλειψη συνέχειας στην κοινωνική πολιτική των ΟΤΑ.

Η γενικότερη πολιτική περιορισμού προσλήψεων, γεννά προβληματισμούς ενόψει της ανάγκης για εξειδικευμένο προσωπικό, σε έναν τομέα όπως αυτός της πρόνοιας.

Παρατηρείται συντονιστικό κενό και προβλήματα συνέργειας μεταξύ φορέων άσκησης κοινωνικής πολιτικής, με αποτέλεσμα αλληλεπικαλυπτόμενες παρεμβάσεις.

Τελικό συμπέρασμα όλων αυτών: Με τη μεταρρύθμιση του Καλλικράτη - αποκέντρωση κρατικής μέριμνας για υγεία και παιδεία, με ταυτόχρονη και προκλητική αποστέρηση ανάλογων πόρων από την κεντρική διοίκηση - και τις πολιτικές των Μνημονίων,  η Τοπική Αυτοδιοίκηση ήδη έχει βρεθεί μπροστά σε ένα σοβαρό αδιέξοδο: σε συνθήκες κοινωνικής όξυνσης και εξαθλίωσης, οι κοινωνικές υπηρεσίες του Δήμου δυσκολεύονται να συντηρηθούν και να διατηρήσουν το ρόλο τους.

Η κύρια συμβολή της κρατικής συμμετοχής στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας, εντοπίζεται κυρίως στις παροχές μέσω ποικίλων κατακερματισμένων επιδομάτων. Η επιδοματική ενίσχυση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση των ευάλωτων ομάδων, αλλά οι επιπτώσεις της δεν είναι μονοσήμαντες.  Η προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η κατάσταση, αποκλειστικά με παροχές οριακής επιβίωσης, έχει οδηγήσει σταδιακά αυτούς τους πολίτες σε μια απόλυτη εξάρτηση από τον θεσμό που παρέχει το επίδομα ή την ενίσχυση σε είδος (Κράτος ή Δήμο) και αποκαλύπτει το έλλειμμα οράματος της κοινωνίας μας. Με αυτόν τον τρόπο, και οι πραγματικοί λόγοι της κοινωνικής περιθωριοποίησης συγκαλύπτονται και οι ευάλωτοι πολίτες («ευπαθείς ομάδες πληθυσμού» και «ειδικές ομάδες πληθυσμού») μετατρέπονται σε «πελάτες» μηχανισμών της πολιτικής εξουσίας. Η καθημερινή τους διαβίωση εξαρτάται από τους, συχνά εκλογικού χαρακτήρα, σχεδιασμούς και από μέτρα κοινωνικής προστασίας που παρέμειναν αποσπασματικά και αδύναμα να ανταποκριθούν στις σύγχρονες, λόγω κρίσης, αυξημένες ανάγκες τους, αφού η σημερινή κατάσταση επιβάλλει την συρρίκνωση των διαθέσιμων κρατικών πόρων στις δομές άσκησης κοινωνικής πολιτικής.

Η αλήθεια είναι ότι οι Δήμοι φαίνεται να έχουν καλύτερες «επιδόσεις» στα πιο παραδοσιακά πεδία παρέμβασης της Αυτοδιοίκησης (λ.χ. παιδικοί σταθμοί). Αντιθέτως, σε άλλα πεδία οι προσπάθειες βρίσκονται είτε σε μεταβατικό, είτε σε εντελώς πρώιμο στάδιο ανάπτυξης (λ.χ. δημοτικά ιατρεία, κοινωνική κατοικία, δομές απεξάρτησης). Πέρα από τις κοινωνικές υπηρεσίες που διαθέτουν οι οργανισμοί Τ.Α., ένα μεγάλο μέρος κοινωνικής βοήθειας πραγματοποιείται από μονάδες ιδιωτικού και δημόσιου χαρακτήρα, οι οποίες υποστηρίζουν τόσο την ανοιχτή μέριμνα, όσο και την ιδρυματική περίθαλψη, για όσους δημότες χρήζουν μακρόχρονης φροντίδας και αδυνατούν να παραμείνουν είτε σε κάποια κλινική είτε στο σπίτι τους. Οι χώροι αυτοί αποτελούν στη συνείδηση του κόσμου, την ύστατη λύση για την περίθαλψη. Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, και τη μεγάλη ομάδα ατόμων που εξυπηρετούνται από τις ίδιες τις οικογένειες τους.

Πως όμως θα μπορούσε να γινεί πιο ουσιαστική και ενεργή η συμμετοχή της Τοπικής αυτοδιοίκησης στην παροχή κοινωνικής πρόνοιας;

Ενδεικτικά αναφέρουμε:

Θεωρούμε ότι βασική προϋπόθεση είναι η ιδέα της απομάκρυνσης από τις ποικίλες «εξαρτήσεις», που έχει δημιουργήσει η επιδοματική πολιτική ως αποκλειστικός μηχανισμός αρωγής, και η ενίσχυση των μηχανισμών της κοινοτικής αυτοβοήθειας και αλληλοβοήθειας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την αποκέντρωση των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας στις Δημοτικές Κοινότητες του Δήμου και την οργάνωση τοπικών ομάδων αυτοβοήθειας. Με τη διαδικασία αυτή τα άτομα μιας κοινότητας οργανώνονται καλύτερα για την ανάληψη δράσεων, αφού προσδιορίσουν οι ίδιοι τις ανάγκες και τα προβλήματα τους. Στόχος είναι να διαμορφωθεί μια ολοκληρωμένη εικόνα των αναγκών σε τοπικό επίπεδο και να δρομολογηθεί η αντιμετώπιση των οποιωνδήποτε προβλημάτων με σφαιρικό τρόπο. Έτσι προάγεται η αυτονομία των εμπλεκομένων ατόμων και η συναισθηματική ταύτιση με την κοινότητά τους. Προσβλέπουμε σε μια συνθήκη, η οποία ενισχύει τη συμμετοχή των ίδιων των ανθρώπων στη βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης τους, ενθαρρύνοντάς την αυτοβοήθεια και την κοινοτική αλληλοβοήθεια.

Η δημιουργία πολυμερών δικτύων, με προγραμματικές συμβάσεις, όπου θα μετέχουν ΟΤΑ, Νομικά Πρόσωπα, κλπ., με στόχο τη μεγιστοποίηση του παραγόμενου συνολικού οφέλους μέσα από τη συμπληρωματικότητα δράσεων. Με τον τρόπο αυτό θα μπορεί να υπάρχει μεγαλύτερη και σωστότερη εποπτεία των αναγκών όλων των Ιδρυμάτων, αλλά και τον όποιων νομικών προσώπων ή εθελοντικών φορέων, που ασχολούνται με τη παροχή υπηρεσιών υποστήριξης.

Ο Δήμος μας, χρειάζεται να δημιουργήσει δομές-ομπρέλα για τον έλεγχο, την παρακολούθηση και τον συντονισμό ανάμεσα στους τοπικούς φορείς (εθελοντικές ομάδες, ιδρύματα, ενοριακές πρωτοβουλίες, άτυπες ομάδες, δημοτικές και δημόσιες υπηρεσίες), ούτως ώστε να αποφεύγονται αλληλεπικαλυπτόμενες παρεμβάσεις και να προωθείται η συνέργεια. Αυτό συνεπάγεται ανταλλαγή απόψεων και συνεργασία με άλλους φορείς, για τη διασύνδεση, τον συντονισμό και την παροχή οποιασδήποτε συνδρομής σε επίπεδο επαγγελματικής κατάρτισης, στέγασης, υγειονομικής περίθαλψης, αιμοδοσίας και ψυχοκοινωνικής στήριξης. Στην κατεύθυνση αυτή σημαντική θα είναι η δημιουργία Μητρώου Κοινωνικών Φορέων, η λογοδοσία για τη συνεργασία του Δήμου με κάθε φορέα και η πλήρης διαφάνεια για το περιεχόμενο όλων των δράσεων συνεργασίας

Ο σημαντικός και αναντικατάστατος ρόλος της Τοπικής Εκκλησίας, η οποία λειτουργεί ήδη φιλόπτωχα ταμεία, πρόγραμμα σίτισης σε συνεργασία με τον Δήμο, τράπεζες αίματος, κλπ., θα πρέπει να συνδεθεί με τις πρωτοβουλίες της Δημοτικής Αρχής, με ανάλογες δράσεις κοινωνικών φορέων.

Η αξιοποίηση των χρηματοδοτικών πόρων, εθνικών και ευρωπαϊκών, για την υλοποίηση των κοινωνικών στόχων. Ενδεικτικά: Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (Ε.Κ.Τ.), Ταμείο Ευρωπαϊκής Βοήθειας προς τους Απόρους (FEAD), URBACT III, κλπ. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούν να υλοποιηθούν σχέδια βελτίωσης της ποιότητας της ζωής των ομάδων αυτών, όπως η δημιουργία κέντρων για την αποϊδρυματοποίηση ατόμων με ειδικές ανάγκες, τοξικομανών κλπ., έργα αναψυχής ατόμων, όπως ειδικές παιδικές χαρές για ΑΜΕΑ, κέντρα ένταξης ατόμων με τύφλωση, κλπ.

Ενίσχυση των ήδη υπαρχόντων κοινωνικών υπηρεσιών και συνεχής επιμόρφωση των στελεχών τους.

Δημιουργία τοπικών μονάδων (κοινότητας ή γειτονιάς) για άσκηση κοινωνικής εργασίας με άτομα και οικογένειες που αντιμετωπίζουν πολλαπλά κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα, ψυχολογική στήριξη με πρόγραμμα τακτικών συνεδριών, διαρκής ενημέρωση των ομάδων αυτών για τις παροχές και τα δικαιώματα τους, βασική ενημέρωση για προγράμματα αυτο-απασχόλησης και δημιουργικής συμμετοχής στον τομέα του πολιτισμού ή σε παραγωγικά εγχειρήματα της κοινωνικής οικονομίας, κλπ.

Αξιοποίηση της δημοτικής περιουσίας με την βιώσιμη και αποδοτική διαχείριση της. Η δημοτική περιουσία έχει χαρακτηριστεί ως «κοιμώμενος γίγαντας». Επιβάλλεται να εξεταστεί η περίπτωση της προώθησης δημοτικής στεγαστικής πολιτικής, για εκείνο το τμήμα του πληθυσμού που η δυνατότητα να βρίσκει μισθωμένη στέγη είναι απόλυτα επισφαλής.

Οι  νέες προκλήσεις στο πεδίο άσκησης της δημοτικής κοινωνικής πολιτικής, εντείνουν την ανάγκη βελτίωσης της διοικητικής ικανότητας, της επίτευξης οριζόντιου και κάθετου συντονισμού και της εξασφάλισης της αναγκαίας χρηματοδότησης, προκειμένου οι Δήμοι να ανταποκριθούν στον θεσμικό τους ρόλο. Αυτό που απαιτεί η κοινωνία μας σήμερα, είναι η έμπρακτη συμπαράσταση της τοπικής αυτοδιοίκησης, με την ενεργό συμμετοχή της στην αντιμετώπιση των μεγάλων αναγκών των δημοτών της, και η ουσιαστική παρουσία της μέσα από συγκεκριμένες υπηρεσίες και λειτουργίες, έτσι ώστε να  δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της κοινωνικής αυτοβοήθειας και αλληλεγγύης.

Το ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΝ πιστεύει ότι ο Δήμος έχει τις δυνατότητες και τις υποδομές και μπορεί να σχεδιάσει, να οργανώσει, να συντονίσει και να εμπνεύσει τέτοιες δραστηριότητες, θέτοντας τις βάσεις για ένα πιο εμπνευσμένο και ανθρώπινο μοντέλο κοινωνικής πολιτικής, το οποίο να εκπορεύεται από την πλειονότητα των πολιτών και να μπορέσει να αγκαλιαστεί από το σύνολό τους.

Δημοτική Κίνηση «Κοινοτικόν»

Υποψήφιος Δήμαρχος: Θεόδωρος Ντρίνιας

 

Διαβάστε επίσης