Η εδραίωση της εμπιστοσύνης της Οικονομίας μας

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΡΒΕΛΗ, ΣΤΕΛΕΧΟΣ ΤΟΜΕΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Ν.Δ

Μετά τη τυπική λήξη των προγραμμάτων προσαρμογής, η χώρα πρέπει να μπει σε σταθερή, αναπτυξιακή τροχιά.

 Η συμφωνία για το Ελληνικό χρέος, βελτιώνει το προφίλ του σε βάθος χρόνου, αλλά δεν το μειώνει. Με τα  υψηλά πλεονάσματα που θέτει, περιορίζει τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, κοντά στο 2% μεσοσταθμικά, ενώ όλοι μας, και πρωτίστως οι δανειστές, θα έπρεπε να στοχεύουμε σε μια αλματώδη ανάπτυξη της τάξης τουλάχιστον του 4% ετησίως. 

Η εδραίωση της εμπιστοσύνης είναι κρίσιμος παράγοντας και για την ελληνική οικονομία και για να την αποκαταστήσουμε, δυο πράγματα πρέπει πάση θυσία, να γίνουν: 

Πρώτον, δεν πρέπει να ξηλωθούν οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιούνται και να επιστρέψουμε στις πελατειακές πολιτικές του παρελθόντος. 

Δεύτερον, πρέπει να αποτραπεί οποιαδήποτε πολιτική πόλωση που μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική αστάθεια κατά το επόμενο κρίσιμο διάστημα και πολύ περισσότερο να εισέλθουμε σε μια μακρά περίοδο στασιμότητας με χαμηλή ανάπτυξη και υψηλή ανεργία.

Παράλληλα εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος από τη διόγκωση του δημογραφικού ζητήματος. Με τα σημερινά στοιχεία, 3 εκ. μισθωτοί και ελεύθεροι επαγγελματίες καλούνται να συντηρήσουν με τους φόρους τους έναν πληθυσμό 11 εκατομμυρίων.  Το σύνολο των κοινωνικών παροχών, ανήλθε το 2017 στο 19% του ΑΕΠ, δηλαδή σε 35 δις ευρώ από τα οποία 15 δις χρηματοδοτήθηκαν από τον κρατικό προϋπολογισμό. Ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι  15,8%. Σύμφωνα με τις αναλογιστικές μελέτες, το 2050, θα είμαστε περίπου 9 εκατομμύρια με έναν στους τρεις να είναι άνω των 65.

Με τα στοιχεία αυτά η εξίσωση απλά δε βγαίνει όσο συνεχίζουμε να έχουμε αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης και συντηρούμε ένα εχθρικό περιβάλλον προς τους νέους, και τις επιχειρήσεις με αναξιοκρατία, κακούς θεσμούς, αναποτελεσματική παιδεία και υψηλούς φόρους στην παραγωγή και την εργασία. 

Η χώρα πρέπει να τρέξει με 4 και 5% ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης και με ετήσια αύξηση επενδύσεων της τάξης του 15%, αν θέλουμε να συγκλίνουμε ξανά με την Ευρώπη και να ισορροπήσουμε την ελληνική οικονομία και να απαντήσουμε πειστικά στις διαμορφούμενες προκλήσεις.

Οι συνολικές ακαθάριστες επενδύσεις παραμένουν ακόμα αρνητικές. Οι αποσβέσεις είναι  περισσότερες από τις καθαρές νέες επενδύσεις.  Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν δημιουργείται νέος κεφαλαιουχικός εξοπλισμός στην οικονομία και άρα δεν βελτιώνεται η παραγωγικότητά της. Έχουμε, όμως, και μια ποιοτική πρόκληση: Οι επενδύσεις να έχουν το σωστό μείγμα ώστε να μην επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος. Οι επενδύσεις πρέπει να στρέφονται προς τους κλάδους με υψηλή παραγωγικότητα, τους εξωστρεφείς κλάδους. 

Κατά συνέπεια απαιτούνται επενδυτικά εργαλεία με τα ακόλουθα συστατικά:

μείωση 25% του βάρους που επιφέρουν τα εμπόδια και η γραφειοκρατία ως το 2020, η επίτευξη του οποίο αναβάλλεται από το 2013. 
μείωση 35% του χρόνου επίλυσης δικαστικών (διοικητικών) διαφορών ως το 2020.
μείωση 30% του χρόνου αδειοδότησης μέχρι το 2020 και ενοποίηση αδειοδοτήσεων σε ένα σημείο και μία άδεια
υλοποίηση προτάσεων για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας που θα επιβάλει – μεταξύ των άλλων - καθολική χρήση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης και των ηλεκτρονικών συναλλαγών, για την αποτροπή της φοροδιαφυγής.
μείωση 30% του εταιρικού φόρου (άμεσα ή έμμεσα) στις νέες επενδύσεις. Οι επενδύσεις που θα υποστηρίξουν την ανάπτυξη πρέπει να διέπονται από ένα σταθερό και αξιόπιστο φορολογικό πλαίσιο. 
μείωση του υψηλού και πολύ προοδευτικού μη μισθολογικού κόστους, που επιβαρύνει το ελληνικό εργατικό δυναμικό, σε επίπεδα πιο ανταγωνιστικά και ελκυστικά για επενδυτές και εργαζόμενους.
σταθερότητα του φορολογικού συστήματος που είναι ένα σημαντικό αντικίνητρο για να επενδύσει κάποιος στην Ελλάδα. 

Η χώρα καλείται να μπει σε αναπτυξιακή τροχιά με την συνδρομή της  ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Αυτό σημαίνει, ότι θα πρέπει να στηριχθεί με κάθε τρόπο η επιχειρηματικότητα. Σε αυτή την κρίσιμη περίοδο, πολιτικές διάσπασης και επιλεκτικής στήριξης δεν ωφελούν ούτε την επιχειρηματικότητα ούτε τη χώρα. 

 

 

Διαβάστε επίσης