Η κατάληψη της θέσης της Προϊσταμένης του Νομικού Γραφείου της Γενικής Γραμματείας του Πρωθυπουργού από την έως πριν δέκα μέρες Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, αναδεικνύει απροκάλυπτα μια αθέμιτη πολιτική ταύτιση, που ανεξάρτητα από τα πρόσωπα, κλονίζει το ίδιο το Κράτος Δικαίου και τη θεμελιώδη Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.
Βεβαίως, αυτή η θλιβερή κατάσταση των ιδιαίτερων σχέσεων κυβερνήσεων με δικαστικούς λειτουργούς, αν και πρώτη φορά συντελείται σε τόσο υψηλό επίπεδοκαι με τόσο προκλητικό τρόπο, δεν είναι πρωτόγνωρη, αλλά, αποτελεί μια οικεία πρακτική της εκτελεστικής εξουσίας, την οποία τα κόμματα ως αντιπολίτευση στηλιτεύουν αλλά ως κυβέρνηση με πάθος ευνοούν.
Δηλαδή, ο εναγκαλισμός της εκτελεστικής εξουσίας με τη δικαστική είναι ένα διαχρονικά επαναλαμβανόμενο win - win παίγνιο, όπου δικαστικοί λειτουργοί μετά τη συνταξιοδότησή τους μεταπηδούν σε διάφορες θέσεις της εκτελεστικής εξουσίας.
Αν και η πρακτική αυτή σε πολλές περιπτώσεις δεν εκκινούσε από πολιτικές ιδιοτέλειες, αλλά από την ανάγκη των κυβερνήσεων να δίδουν κύρος στους θεσμούς τοποθετώντας ως επικεφαλής τους δικαστικούς λειτουργούς, είναι προφανές ότι εκτροχιάστηκε, παράγοντας όλο και περισσότερες προσδοκίες σε κάποιους από το δικαστικό σώμα ότι μπορούν να αξιοποιηθούν μετά τη συνταξιοδότησή τους και φυσικά, όλο και μεγαλύτερη χρήση εκ μέρους των κυβερνήσεων εύκολων υποσχέσεων σε δικαστικούς λειτουργούς για μελλοντική κυβερνητική αξιοποίησή τους, με αντάλλαγμα την ευαρέσκειά τους.
Αυτή η κατάσταση υπονομεύει το κύρος και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Αν θέλουμε λοιπόν να θωρακίσουμε το κράτος δικαίου από τέτοια φαινόμενα που τρομάζουν τους πολίτες για την ασφάλεια των δικαιωμάτων τους, πρέπει να θεσμοθετήσουμε ένα βέβαιο χρονικό όριο μετά τη συνταξιοδότηση δικαστικών λειτουργών, λ.χ. πενταετία, εντός του οποίου θα απαγορεύεται η μεταπήδηση τους σε θέσεις της Εκτελεστικής εξουσίας. Μια τέτοια θεσμική εγγύηση του Κράτους Δικαίου μπορεί και πρέπει να περιληφθεί και στην επόμενη Συνταγματική Αναθεώρηση.