Το «έπος» ως σημαινόμενο ακολουθεί μεταφορικά την «οδύσσεια» της πρώτης του μορφής. Ως το παρθενικό για τη Δύση ποιητικό είδος, ως υποκατάσταστο της ομηρικής αξίας, ως λόγος που χάνεται, ως δαιδαλώδης διαδρομή, ως αφηγηματική ακολουθία, ως μήτρα κάθε κειμενικότητας, ως πρωτάκουστη εναλλαγή διήγησης και διαλόγου, υπό τον ήχο ενός ακρογιαλιού, μιας θάλασσας, της φόρμιγγας ενός Δημόδοκου ή ενός Φήμιου, ως λόγος αξιό-λογος, ως άθλος, το «έπος» μας κυριεύει 2.800 χρόνια τώρα με τις «επικές» του μεταμορφώσεις.
Ιδίως όταν αυτές συναιρούν πολλές από τις βασικές του «εκδηλώσεις» και μας βοηθούν να αναχθούμε στο πρωτογενές, στο «αλφαβητάρι» της ύπαρξης. Γιατί τέτοια ήταν η παράσταση που πλήθος κόσμου παρακολούθησε το βράδυ της Παρασκευής 2 Ιουνίου στο Συνεδριακό Κέντρο Πανεπιστημίου Πατρών, στο πλαίσιο των πανεπιστημιακών πολιτιστικών εκδηλώσεων που φέτος τιμούν «Το ξένο και το διαφορετικό». Υπό την οργανωτική φροντίδα του Πανεπιστημίου Πατρών και του Τμήματος Πολιτιστικών Θεμάτων της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του νομού μας, έλαβε χώρα, για άλλη μια φορά στην ιστορία του είδους, η… «Οδύσσεια». Σε σκηνοθεσία Φώτη Λάζαρη, δραματουργική επεξεργασία Μαρίας Καζάκου, μουσική σύνθεση, ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας – χορωδίας Τάσου Καραγιάννη. Επί σκηνής συλλειτούργησαν: 120 μαθητές του Ειδικού Επαγγελματικού Γυμνασίου και Λυκείου (Θεατρική Ομάδα) και του Μουσικού Σχολείου Πάτρας (Ορχήστρα Μουσικού Σχολείου Πάτρας), εκπαιδευτικοί και των δύο σχολείων, είτε στη θεατρική πράξη (ΕΕΓ, ΕΕΛ) είτε στην ορχήστρα (Μουσικό Σχολείο) και η Μικτή Χορωδία Πολιτιστικού Κέντρου Εργαζομένων ΟΤΕ Πάτρας.
Πολλά μπορεί κανείς να γράψει για την αστραφτερή διαφορετικότητα, λεπίδα στη σύμβαση κάθε «κανονικότητας», για τη συνεισφορά της Τέχνης στην άρση της περιθωριοποίησης ή στην έκλυση του ανθρωπισμού μας και για τις ειδικές δεξιότητες των μαθητών του Ειδικού Σχολείου. Και θα έπρεπε, ίσως, πολλά να γραφούν ή, με τη δύναμη του επιγραμματικού λόγου, να υπογραμμισθούν. Ωστόσο, πήρα την απόφαση να αποταθώ στον Τύπο της πόλης μου, για να μοιραστώ λίγες σκέψεις που μου γέννησε η ίδια η παράσταση ως καλλιτεχνικό γεγονός.
Με όρους συμφωνικής ορχήστρας, ο Φώτης Λάζαρης «κίνησε» το πλήθος των σκηνικών του όντων: Στα μετόπισθεν, οι χορωδοί, να ανοίγουν την αίσθηση του βάθους, στο μεσαίο επίπεδο, η ορχήστρα, να ενώνει τους χορωδιακούς «κομμούς» και τις λαϊκές «χορικές» επιταγές με τους υποκριτές, στο πρώτο επίπεδο, δύο ημιχόρια, σχεδόν σταθερά, υποβλητικά στην ακινησία τους, και στον ενδιάμεσο ελεύθερο χώρο τα λιτά δρώμενα των υποκριτών. Ο ίδιος ο Λάζαρης κράτησε τον ρόλο του αφηγητή -πλανόδιου καλλιτέχνη ή μετανάστη ή θαυματοποιού, σε ένα σταθερό βήμα στα δεξιά της σκηνής.
Η λιτή γραμμή μιας ελάχιστα μεταμορφούμενης σκηνής, η σταθερότητα των όγκων της αποδείχτηκε ελαστική, ιδανικός ηλεκτρικός αγωγός για τις έννοιες του δέους και του τραγικού. Το πάθος των οιμωγών των μαθητών στα δύο ημιχόρια, όπως διαλεγόταν με ήρωες και αφηγητή, θύμιζε τις πρώτες δημόσιες συναινέσεις και παραινέσεις του λαϊκού στοιχείου, μάρτυρα της ηρωικής περιπέτειας που διαδραματιζόταν με στιβαρή –καθόλου παντομιμική- μίμηση στο κέντρο. Οι χειρονομίες ελάχιστες μα συμβολικές, σαν περιστέρια ενός παρελθόντος αρχέγονου, οι φωνές των ηρώων, της Ευρύκλειας, της Πηνελόπης, του Τηλέμαχου, κάποτε οξύτονες κάποτε με την άχνα της πρώτης ομιλίας, ξύπναγαν την αυτοδυναμία του λόγου που εκτοξεύεται συγκεντρωμένος για έναν σκοπό. Το αρχαιοελληνικό θέατρο, ιδίως η τραγωδία, δεν επέτρεπε στους υποκριτές έντονη κίνηση, καθώς πρυτάνευαν ενδυματολογικά κωλύματα αλλά και οι συμβάσεις του είδους. Υπήρχε, λοιπόν, στην παράσταση που είδαμε μια πολυκάναλη επικοινωνία με το τραγικό, ως ίχνος του αρχαίου τύπου, ως δοξαστικό του εξεγερμένου ανθρώπου, ως έκφραση εγγενούς αγωνιστικότητας, ως η πιο «ακριβή» και δύσκολη συνταγή για την κάθαρση όλων μας.
Με την υπόμνηση ότι τα παραπάνω διόλου δεν αφυδάτωσαν την παράσταση από το νεανικό της ενθουσιασμό και την αβίαστη ιλαρότητα που προξενούσαν κάποιες σκηνές (π.χ. του Κύκλωπα), θα ήθελα να σταθώ στην παρουσία των βοηθών του κ. Λάζαρη και καθηγητών του ΕΕΓ&Λ, που συμμετείχαν με «φτερούγες αγγελικές» στην παράσταση, της κ. Καζάκου για τη δυναμική της δραματουργική μεταφορά και… του «Οδυσσέα», του έφηβου που ενσάρκωσε με τόση αλήθεια στην ψυχή και στον λόγο του τον πιο πεισματάρη περιπλανώμενο ήρωα των αιώνων…