Εμπιστοσύνη στους διεθνείς επενδυτές

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΡΒΕΛΗ ΤΟΜΕΑΡΧΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΝΟΔΕ ΑΧΑΪΑΣ

Το κόστος προσαρμογής για την οικονομία έχει αυξηθεί, γεγονός που σημαίνει ότι ακόμη και με το άμεσο κλείσιμο της συμφωνίας,  δεν θα πετύχουμε τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που προβλέπει ο προϋπολογισμός. Μπορεί να έχουμε εξοικειωθεί με την ιδέα των πολύ μεγάλων καθυστερήσεων, αλλά η επίπτωση στην οικονομία είναι πραγματικά πολύ βαριά, γιατί έχουν παγώσει όλες οι οικονομικές αποφάσεις και κυρίως τα επενδυτικά σχέδια.

Για την άρση της αβεβαιότητας και πραγματική σύγκλιση με τις περισσότερο ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες, θα χρειαστούν κάποια χρόνια. Η δημιουργία υψηλών πλεονασμάτων σε βάθος χρόνου δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός ούτε καν κάτι το επιθυμητό. Οι φόροι είναι ακόμη υπερβολικά και αναποτελεσματικά επικεντρωμένοι σε μικρό τμήμα των όσων παράγουν ενώ, ακόμη και μέσα στην κρίση, υπάρχει ένα μη αποδεκτό επίπεδο φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής. Χρειάζεται λοιπόν ένας εξορθολογισμός, με στήριξη των φτωχών και αδυνάμων στην κοινωνία (που βρίσκονται χωρίς την προστασία που αξίζουν), στη νέα γενιά και στις νέες οικογένειες (χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει μέλλον), ακόμη και στην πιο συνεπή πληρωμή των χρεών του Δημόσιου σε παραγωγούς και σε επενδύσεις υποδομής που είναι απαραίτητες ως βάση και όχι ως υποκατάστατο των ιδιωτικών. Αν η σύνθεση των εσόδων και των δαπανών δεν αποκτήσει αναπτυξιακό προσανατολισμό προς τα εμπρός, τα σημερινά πλεονάσματα θα αποδειχθούν εξαιρετικά μη διατηρήσιμα.

Το εγχείρημα της εξόδου στις αγορές δεν είναι απλό, καθώς χρέος προς κράτη και οργανισμούς, που εξυπηρετείται με χαμηλά επιτόκια, θα πρέπει να αντικαθίσταται με δανεισμό από τις αγορές, ο οποίος αρχικά θα έχει τουλάχιστον         υψηλότερα επιτόκια. Η εντύπωση πως από τη μια ημέρα στην άλλη η χώρα θα μπορεί να ανοιχτεί στις αγορές, χωρίς να βελτιώνει σταδιακά την παραγωγική της βάση δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Η αγορά ενέργειας είναι κομβικής σημασίας όχι μόνο ως εκφραστής μεγάλων επενδύσεων αλλά και ως η βασική             υποδομή για την υπόλοιπη οικονομία. Η απελευθέρωση της αγοράς και ο ανταγωνισμός δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι      όμως απαραίτητα στο βαθμό που θα οδηγήσουν σε αύξηση των επενδύσεων, μείωση του κόστους παραγωγής και των τιμών με τελικό σκοπό το όφελος της υπόλοιπης οικονομίας. Ιδανικά, το άνοιγμα της αγοράς θα πρέπει να γίνει με είσοδο νέων κεφαλαίων και ενίσχυση της παραγωγικής βάσης στον κλάδο, δηλαδή με ανταγωνισμό προς τα πάνω και όχι με   απαξίωση των υφιστάμενων δομών και εξίσωση προς τα κάτω.

Παράλληλα η ταχύτερη και καλύτερη αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας αποτελεί ζητούμενο από την αρχή της κρίσης και ο αργός ρυθμός αντανακλά τις παθογένειες μια κλειστής και υπερβολικά ρυθμισμένης οικονομίας. Το ίδιο ισχύει συνολικά για το ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο ξένων άμεσων επενδύσεων. Η ελληνική οικονομία απέκτησε παγιωμένα εσωστρεφή χαρακτηριστικά, στοιχείο όχι συνεπές με την αναζήτηση αλλαγών, άνοιγμα σε άλλες οικονομίες και στήριξη μεταρρυθμιστικών τομών. Η ουσιαστική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας διέρχεται αναγκαστικά από τη σταδιακή αύξηση της εξωστρέφειας της, την παραγωγή στα πλαίσια διεθνούς ανταγωνισμού την διεκδίκηση θέσης σε διεθνή δίκτυα, το σταδιακό άνοιγμα συνολικά, σε νέες ιδέες και πρακτικές. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα επόμενα χρόνια θα είναι κρίσιμα. Είναι εφικτό τελικά να υπάρξει σημαντική πρόοδος που θα στηρίζεται από τη μια στην υιοθέτηση θεσμικών αλλαγών από τον ευρωπαϊκό μας περίγυρο και από την άλλη στις διεθνείς ανακατατάξεις και τεχνολογικές εξελίξεις. Για να γίνει όμως αυτό χρειάζονται μια σειρά από βήματα το καθένα από τα οποία έχουν σημαντικές οικονομικές και πολιτικές δυσκολίες. Ολοκλήρωση των προγραμμάτων προσαρμογής στα επόμενα δυο χρόνια, σταδιακή πρόσβαση σε δανεισμό για την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και απόκτηση εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών.

 

Διαβάστε επίσης

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ