Είκοσι χρόνια μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη, η Ελλάδα –που δεν έχει διδαχθεί απολύτως τίποτε από το γεγονός αυτό– άνοιγε το 1999 την πόρτα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) και, υπό την πλασματική ευφορία της τότε χρηματιστηριακής άνοιξης, ζήτησε να γίνει μέλος της ευρωζώνης. Με την πρωτοβουλία τους αυτή, οι τότε πρωτεργάτες και εμπνευστές του εγχειρήματος, Κ. Σημίτης, Γ. Παπαντωνίου, Ν. Χριστοδουλάκης, Γ. Στουρνάρας κ.α., πίστευαν ότι η είσοδος στην ΟΝΕ θα δημιουργούσε συνθήκες αναδιάρθρωσης της οικονομίας και των επιχειρήσεων που λειτουργούσαν στους κόλπους της και ως εκ τούτου η χώρα θα έμπαινε σε σταθερή πορεία μεταρρυθμίσεων και ανάπτυξης.
Gutenberg, 2014), ο πρώην υπουργός Οικονομικών Νίκος Χριστοδουλάκης γράφει, μεταξύ άλλων: «Την δεκαετία του 1990 η Ελλάδα χαρακτηριζόταν από μεγάλα ελλείμματα, διψήφιο πληθωρισμό και ραγδαία αυξανόμενο χρέος. Είτε έμπαινε στο ευρώ είτε όχι, ήταν υποχρεωμένη να κάνει σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή. Εάν την επιχειρούσε εκτός ευρώ, θα ήταν πολύ πιο αβέβαιη και επώδυνη, γιατί τα επιτόκια δανεισμού θα εξακολουθούσαν να είναι αισθητά υψηλότερα. Αντίθετα, με την προοπτική της ένταξης, το κόστος δανεισμού ελαττώθηκε σημαντικά και έτσι η προσαρμογή επιταχύνθηκε. Η χώρα όχι μόνο δεν αφαίρεσε αναπτυξιακούς πόρους, αλλά αντίθετα διεκδίκησε και πήρε πολύ περισσότερους από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά Ταμεία για να χρηματοδοτήσει υποδομές, εκπαίδευση και επενδύσεις –ακριβώς επειδή πραγματοποίησε την ένταξη στο ευρώ».
Οι παραπάνω παρατηρήσεις του καθηγητού σήμερα Ν.Χριστοδουλάκη είναι ορθές. Πλην όμως, παρακάμπτουν μία μεγάλη πραγματικότητα: αυτήν των κομμουνιστικού τύπου δομών και λειτουργιών της ελληνικής οικονομίας, η οποία έμπαινε τότε στην ΟΝΕ χωρίς ίχνος εξωστρέφειας, αναπτυγμένης οργάνωσης και καινοτόμου δημιουργικότητας. Δυστυχώς, το εγχώριο ελληνικό επιχειρείν ήταν εγκλωβισμένο στην εσωτερική αγορά και εξαρτάτο σε απίθανο βαθμό από την δημόσια διοίκηση και το πελατειακό σύστημα.
Δυστυχώς, πολλές από τις μεγάλες αλλά και τις μικρότερες επιχειρήσεις τα «χρυσά» εκείνα χρόνια εισήλθαν στο Χρηματιστήριο, αντλώντας σημαντικά κεφάλαια –λίαν επιεικώς. Λαναράς, Ηλιάδης, Οικονομίδης, Αθανασούλης, Λαμπράκης, Αποστολόπουλος, Φιλίππου, Χατζής κ.α. είναι μερικοί επώνυμοι επιχειρηματίες που πέρασαν ως διάττοντες αστέρες από ΧΑΑ, για να καταποντιστούν στην συνέχεια. Αφήνουμε δε κατά μέρος τις περιπτώσεις Λαυρεντιάδη, Κυριακίδη, Ψωμιάδη, που ως φαίνεται υπήρξαν οργανωμένες απάτες.
Υπό αυτή την έννοια, τεράστιες είναι οι ευθύνες και του επιχειρηματικού κόσμου της χώρας για τα σημερινά χάλια της. Υπάρχουν βέβαια επιχειρήσεις και επιχειρηματίες που την ίδια περίοδο διέπρεψαν και εξακολουθούν να διαπρέπουν. Απλώς είναι οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Την ώρα λοιπόν που λαμπροί οικονομολόγοι (όπως οι Μιχ. Μασουράκης, Ν. Βέττας, Δ. Ιωάννου, Κ. Γάτσιος, Χρ. Ιωάννου, Γ. Πελαγίδης, Π. Καζάκος. Γ. Μπήτρος, κ.α.), προτείνουν μεταρρυθμίσεις, αναδιαρθρώσεις και πλήρη εξωστρέφεια, το ερώτημα είναι: μπορεί κάτι να αλλάξει στην ελληνική μικροοικονομία; Η απάντηση είναι θετική –αλλά η όλη αλλαγή, αφ’ ενός, θα πάρει χρόνο και, αφ’ ετέρου, απαιτεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να πραγματοποιηθεί, οι οποίες, για την ώρα, είναι εξαιρετικά θολές. Και οι λόγοι είναι τόσον πολιτικοί όσο και αμιγώς τεχνικο-οικονομικοί.
Από πολιτικής πλευράς, η παρούσα κυβέρνηση δεν θέλει να αποχωριστεί το μοντέλο του κρατισμού, που οδήγησε την χώρα στην χρεοκοπία. Κατά συνέπεια, οι οικονομικές, τεχνολογικές και επιχειρηματικές ανακατατάξεις που πραγματοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο την αφήνουν παγερά αδιάφορη. Μέλημά της είναι η διατήρηση της ελληνικής κοινωνίας σε ακινησία. Ανέλπιστος δε σύμμαχος της κυβέρνησης στο επίπεδο αυτό είναι η κρίση του τραπεζικού μας συστήματος. Στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα, το τραπεζικό μας σύστημα δύσκολα μπορεί να χρηματοδοτήσει γενναίες προσπάθειες ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η νέα επιχειρηματικότητα που δειλά-δειλά αναπτύσσεται στην χώρα δεν έχει τα απαραίτητα πιστωτικά, διοικητικά και πολιτικά στηρίγματα για να μπορέσει να πάει μπροστά.
Όπως μάς είπε ο καθηγητής κ. Κ. Γάτσιος, πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Αθήνας, «στην εποχή μας το μυστικό της ανάπτυξης είναι η ευφυΐα, αυτή που μπορεί να ενσωματωθεί σε προϊόντα και υπηρεσίες και προσφέρει υψηλές άϋλες προστιθέμενες αξίες. Επίσης, στην χώρα απουσιάζει το κινούν πνεύμα της εξωστρέφειας, της καινοτομίας και της ελεύθερης δημιουργίας. Η απαράδεκτη νοοτροπία του κρατισμού και η συναφής πελατοκρατία θα οδηγήσουν σε νέες ήττες την ελληνική οικονομία. Η ελληνική παραγωγή δεν θα αλλάξει μέσω δημοσίων έργων, αλλά με γενναίες διοικητικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Η χώρα έχει μέλλον, αρκεί …χθες τα πανεπιστήμιά της να συνδεθούν στενά με την κοινωνία και την οικονομία».
Πολύ, μα πάρα πολύ αμφιβάλλουμε ότι τα λόγια αυτά έχουν κάποια απήχηση στην κυβέρνηση. Πολύ φοβούμεθα ότι θα είναι ακατάληπτα και από τα νέα Διοικητικά Συμβούλια των συστημικών τραπεζών μας, στα οποία δεν θα υπάρχει ούτε για δείγμα εκπρόσωπος της επιχειρηματικής κοινότητος. Θλιβερό, αλλά και δηλωτικό των μελλόντων να συμβούν…