Γνωστοί σοβαροί επιχειρηματίες αυτοκτονούν, ωστόσο είναι άγνωστος ο αριθμός των μικρών «ανώνυμων» που έδωσαν τέλος στην ζωή τους. Μεγάλες επιχειρήσεις κλείνουν. Σχεδόν μισό εκατομμύριο νέοι άνθρωποι, κυρίως πτυχιούχοι, έφυγαν από την χώρα. Πάνω από 400.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις έβαλαν λουκέτο. Στην αγορά, για να εξοφληθεί ένα τιμολόγιο μπορεί να περάσουν έξι με επτά μήνες. Η χώρα δεν έχει πλέον δικές της υγιείς εξωστρεφείς επιχειρήσεις. Η ρευστότητα της οικονομίας είναι υπό το μηδέν, η ανεργία παραμένει σταθερά σε υψηλά επίπεδα και η ποιότητα ζωής έχει πάει περίπατο…
Από την άλλη πλευρά, όπως πολύ σωστά επεσήμανε ο Αλέξης Παπαχελάς στην Καθημερινή της Κυριακής 3 Ιουλίου, η Αθήνα μόνον ασχήμια προσφέρει στον επισκέπτη της: «Πέρα από την αισθητική όχληση, η ασχήμια αυτή δημιουργεί ένα γενικότερο κλίμα μιζέριας και μία αύρα αρνητισμού. Η βεβήλωση των αγαλμάτων και των ιστορικών κτιρίων, όμως, είναι που πραγματικά θα έπρεπε να προκαλεί οργή και κάποιου είδους αντίδραση από την ελληνική κοινωνία. Κάποια κακομαθημένα παιδιά, προϊόντα του νεοελληνικού νεοπλουτισμού και της εποχής της ευφορίας, θεωρούν –και δικαιολογημένα– ότι αυτή η κοινωνία δεν έχει κανέναν κανόνα. Γράφουν λοιπόν στα παλιά τους τα παπούτσια την Ιστορία του τόπου, την οποία προφανώς κανείς δεν φρόντισε να τούς μάθει. Αμφιβάλλων αν όταν γράφουν με σπρέϊ πάνω στο άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου ξέρουν ποιος είναι, εκτός από το ότι υπάρχει και ένα αεροδρόμιο με το όνομά του. Η καφρίλα, γιατί περί καφρίλας πρόκειται, έχει βέβαια ιδεολογικοποιηθεί με διάφορους μανδύες και θα συνεχιστεί όσο δεν υπάρχει αντίδραση».
Και ποια αντίδραση να υπάρξει όταν βλέπει κανείς την αισθητική ασχήμια και στην παρουσία των εκπροσώπων της εξουσίας; Με κάποιες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, οι άνθρωποι της εξουσίας απωθούν –και, εν τέλει, δείχνουν ποιοι είναι.
Κατά τα λοιπά, η χώρα οδεύει και προς υψηλού κόστους θεσμική εκτροπή, με αφετηρία την Δικαιοσύνη. Οι καταγγελίες για παρεμβάσεις στο έργο ανώτατων δικαστών και εισαγγελέων, οι αλληλομηνύσεις κα το κλίμα σκότους και τρομοκρατίας που επικρατεί στην ηγεσία της Θέμιδος είναι πρωτόγνωρα.
Η εισαγγελέας Εφετών Γεωργία Τσατσάνη κατήγγειλε για παρεμβάσεις τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο και, όταν κλήθηκε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας στην Βουλή, όχι μόνον επέμεινε στα όσα είπα αλλά επεσήμανε ότι η παρέμβαση του υπουργού συνιστά αδίκημα κακουργηματικού χαρακτήρα («απόπειρα ηθικής αυτουργίας σε κατάχρηση εξουσίας»). Την παραμονή της εξέτασης της Γ. Τσατσάνη υπήρξε διαρροή στα ΜΜΕ ότι τής έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη από την πρόεδρο του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου, ενώ πριν ξεκινήσει η ακρόασή της στην Βουλή οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ που συμμετέχουν, με την συνδρομή της προέδρου της επιτροπής Τασίας Χριστοδουλοπούλου, επιχείρησαν να ματαιώσουν την κατάθεση.
Επίσης, σε πολιτικό επίπεδο, ο εκλογικός νόμος που πρόσφατα κατέθεσε η κυβέρνηση (απλή αναλογική με διατήρηση του ορίου εισόδου στην Βουλή στο 3%, κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών, δικαίωμα ψήφου στα 17 έτη) είναι η «στρατηγική του δεύτερου κόμματος»: αν ο ΣΥΡΙΖΑ χάσει τις εκλογές, η ΝΔ θα δυσκολευτεί να σχηματίσει κυβέρνηση και η πρωτοβουλία των κινήσεων θα επιστρέψει στον ΣΥΡΙΖΑ –με τον τελευταίο να θέλει να αλώσει και τα τηλεοπτικά μέσα, μέσω μίας πρακτικής αδειοδοτήσεων που μόνον αρρωστημένοι εγκέφαλοι θα μπορούσαν να συλλάβουν.
Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ υποβάθμισε τις Ανεξάρτητες Αρχές, ιδίως δε αμφισβήτησε την αρμοδιότητα του ΕΣΡ για την χορήγηση αδειών τηλεοπτικών σταθμών και την παρέδωσε στον υπουργό Επικρατείας Νίκο Παππά. Κατέλαβε το κράτος και κυβερνά με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου και Πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου. Επιχειρεί να ελέγξει ακόμη και την τηλεοπτική διαφήμιση, εφαρμόζοντας ηλεκτρονική πλατφόρμα διάθεσης διαφημιστικού χρόνου εγκατεστημένη στην Γενική Γραμματεία Τύπου. Η Ένωση Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών (ΕΙΤΗΣΕΕ) αντέδρασε έντονα, επισημαίνοντας ότι παύει κάθε έννοια ανταγωνισμού και ελεύθερης πρόσβασης στην αγορά.
Παρατηρείται, συνεπώς, μία αυταρχική προσπάθεια παραμονής στην εξουσία υπό οποιοδήποτε κόστος και, βεβαίως, ερήμην της λαϊκής βούλησης. Η κυβέρνηση, τέλος, έχει αρχίσει και ένα «κυνήγι μαγισσών», το οποίο δείχνει και την φύση της.