Ποιο μπορεί να είναι σήμερα το περιεχόμενο μιας αξιόπιστης σοσιαλδημοκρατίας;

Του Μιχάλη Καρχιμάκη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 
Eίναι γεγονός πως η διεθνής οικονομική κρίση, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλο τον κόσμο, προκάλεσε διαδοχικούς τεκτονικούς σεισμούς όχι απλά στις αγορές αλλά και σε παραδοσιακές πολιτικές και κοινωνικές αξίες. 

Το μεγαλύτερο πολιτικό θύμα αυτής της κρίσης τουλάχιστον στο δικό μας πολιτικό και γεωγραφικό ημισφαίριο υπήρξε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. 

Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, που βρέθηκε μπροστά σε ένα υπαρξιακό δίλημμα. 
Να συγκρουστεί από τη μια και να υπερασπιστεί τον κόσμο όπως τον γνωρίζαμε ως χτες ή να συναινέσει στην υποχώρηση του κοινωνικού κράτους και των κεκτημένων που μαζί με τους πολίτες κατοχύρωσε μέσα από την κοινοβουλευτική διαδικασία όλα τα προηγούμενα χρόνια;

Η ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Όμως, όποια κι αν ήταν η απάντηση που έδωσαν οι ηγεσίες των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σ' αυτό το θεμελιώδες ερώτημα, η αλήθεια είναι ότι η απάντηση που έδινε η ίδια η πραγματικότητα είναι ότι βρέθηκαν σε ένα πόλεμο χωρίς όπλα, σε μια μάχη με ξύλινα σπαθιά. 

Και ήταν αυτή η ίδια η σοσιαλδημοκρατία που παρέδωσε τα όπλα, όταν τη δεκαετία του '90,η εκσυγχρονισμένη εκδοχή της έπαψε να είναι μια μορφή εξανθρωπισμού της ελεύθερης οικονομίας και περιορισμού των κοινωνικών ανισοτήτων που αυτή γεννά αλλά μια άλλη, πιο εύπεπτη κοινωνικά διαχείριση του οικονομικού μονεταρισμού. 

Ήταν αυτή η «εκσυγχρονισμένη» δήθεν σοσιαλδημοκρατία που παρέδωσε το όπλο της δίκαιης αναδιανομής του πλούτου μέσω της φορολογίας και επέτρεψε τη βιομηχανική μετανάστευση από την Ευρώπη σε χώρες του Τρίτου Κόσμου όπου η οικονομική ανάπτυξη και παραγωγή συνοδεύεται από ένα πιάτο φαΐ κι όχι από την ταυτόχρονη ανάπτυξη του εισοδήματος και των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών. 

Για ποια σοσιαλδημοκρατία λοιπόν μπορούμε σήμερα να μιλάμε όταν το μεγάλο κεφάλαιο μπορεί να διαφεύγει της συμμετοχής του στο χρέος της κοινωνικής αλληλεγγύης και με ένα κλικ σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή να μεταφέρει πακτωλούς χρημάτων σε τροπικούς φορολογικούς παραδείσους; 

Ποια σοσιαλδημοκρατία μπορεί να διατηρήσει το κοινωνικό κράτος, να διασφαλίσει την ανάπτυξη και τον υγιή ανταγωνισμό μέσα από την ενίσχυση του θεσμικού οπλοστασίου και των ελεγκτικών μηχανισμών του τραπεζικού συστήματος όταν έχει ενσωματωθεί πλήρως στη νεοφιλελεύθερη πτυχή της παγκοσμιοποίησης; 

Όταν έχει να ανταγωνιστεί το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό μοντέλο της Δύσης όσο και τον αυταρχικό, δεσποτικό καπιταλισμό των χωρών της Ανατολικής Ασίας;

Για να μπορούμε να μιλάμε σήμερα σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο για Σοσιαλδημοκρατία, την εποχή της πτώσης των συνόρων, των social media και της επανάστασης του διαδικτύου, βασική προϋπόθεση είναι η σύγκρουση με τη λογική της απορρύθμισης. 

Η ανάκτηση δηλαδή του πολιτικού ελέγχου από τα «αόρατα» για την κοινωνία χέρια της αγοράς που ανήκουν, στην πραγματικότητα, στα πολύ ορατά χέρια των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών. Εταιρειών που κατά περιπτώσεις διαθέτουν προϋπολογισμούς μεγαλύτερους ακόμη και από αυτούς κρατών με πυρηνικά όπλα. Η ανάκτηση αυτού του δημόσιου ελέγχου της οικονομίας θα έρθει μόνο μέσα από διεθνείς συνεννοήσεις και διακρατικές συμφωνίες για ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης, συμβατό με τα κοινωνικά αγαθά και τις κατακτήσεις της σύγχρονης Δημοκρατίας. Συνεννοήσεις που οφείλουν να καταλήξουν στη φορολόγηση των χρηματιστηριακών συναλλαγών, τον λεγόμενο φόρο Τόμπιν, την ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου και την υιοθέτηση ενός νόμου Glass- Steagal 2, με τη σύναψη διεθνούς σύμβασης που, όπως στη δεκαετία του '30 στην Αμερική, θα αποτρέπει τη μεταμόρφωση της οικονομίας σε καζίνο και θα διασφαλίζει τις καταθέσεις των πολιτών. 

Πρόκειται για θέσεις και προτάσεις που αν και σήμερα έχουν υποστηριχθεί από σημαίνοντες ακαδημαϊκούς και οικονομολόγους της κεϊνσιανής σκέψης, με προεξάρχοντα τον νομπελίστα οικονομολόγο Τζ. Στίγκλιτς, παραμένουν στα συρτάρια των ηγετικών ομάδων των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων γιατί προϋποθέτουν ακριβώς σύγκρουση με κατεστημένα συμφέροντα και αντιλήψεις. Στην Ελλάδα, ο μόνος πολιτικός που μιλά για τέτοιες μεταρρυθμίσεις στη φορολογική πολιτική είναι ο Γιώργος Α. Παπανδρέου.  
 

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Σε εθνικό επίπεδο τώρα, η κρίση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας υπαγορεύτηκε από τις έκτακτες καταστάσεις που διαμορφώθηκαν στη χώρα το 2009, την αναγκαιότητα για μεταρρυθμίσεις και αποφάσεις με πολιτικό κόστος εξαιτίας της οικονομικής κατάρρευσης που προκάλεσε η κυβέρνηση της «στατιστικής απάτης» υπό τον κύριο Κ. Καραμανλή. 

Η οικονoμική και πολιτική αυτή κρίση συνοδεύτηκε από την πολιτική ανωμαλία της ανατροπής του εκλεγμένου πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου από το ίδιο του το κόμμα σε συνεργασία με την εγχώρια και ευρωπαϊκή Δεξιά, με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της ευρύτερης προοδευτικής παράταξης και της αφήγησης της για το πρόσφατο και άμεσο παρελθόν της. 

Σήμερα, χωρίς μια αξιόπιστη πολιτική εναλλακτική στο προοδευτικό, δημοκρατικό φάσμα είναι πολύ λογικό λοιπόν να μιλούν κάποιοι για ανάγκη ενοποίησης του χώρου. 

Πρέπει, όμως, να ξεκαθαρίσουμε για ποια ενοποίηση και για ποια σοσιαλδημοκρατία μιλάμε.
Ενοποίηση που σημαίνει άθροισμα των πολιτικών φιλοδοξιών, συγκολλήσεις κορυφής ή πολιτική συμπόρευση με βάση τις ανάγκες και τα προβλήματα των πολιτών; 

Ενοποίηση για ποιους; 
Για να αποκαταστήσουμε φαντάσματα των «πρώην» ή για τους πολίτες, για τον εξορθολογισμό και τη δικαιότερη κατανομή των κοινωνικών βαρών;
Είναι κάτι παραπάνω από προφανές πως η όποια συμπόρευση δεν μπορεί να υπαγορεύεται από κίνητρα πολιτικής επιβίωσης και προσωπικής ιδιοτέλειας αλλά να αποτελεί μια γενναία ΠΟΛΙΤΙΚΗ και ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑμε περιεχόμενο κι όχι αόριστες διακηρύξεις- πλαίσια. Μια συμφωνία- χρονοδιάγραμμα για προοδευτικές, συγκρουσιακές μεταρρυθμίσεις. 

Μεταρρυθμίσεις με στόχο τη δημιουργία νέου πλούτου, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης ώστε να μη πληρώνουν συνεχώς οι ίδιοι και οι ίδιοι και την ανακούφιση των κοινωνικά ασθενέστερων συμπολιτών μας. Μεταρρυθμίσεις που θα επανεκκινήσουν την οικονομία και θα κάνουν το αναγκαίο restart για τις επενδύσεις, την ανάπτυξη και το ρυθμιστικό πλαίσιο κοινωνικής προστασίας. 
 

Η ΛΥΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ, ΟΧΙ Η ΛΙΤΟΤΗΤΑ
Πρέπει να συμφωνήσουμε σε ένα δίκαιο και σταθερό φορολογικό σύστημα, στην πάταξη της γραφειοκρατίας με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και τη μεταρρύθμιση της Διοικητικής Δικαιοσύνης με έμφαση στην ταχύτητα της δικαιοδοτικής διαδικασίας ιδιαίτερα των περιπτώσεων που αφορούν επενδυτικές και αναπτυξιακές υποθέσεις. 

Να διαμορφώσουμε δηλαδή ένα περιβάλλον σταθερότητας, ασφάλειας και διαφάνειας που θα αντιλαμβάνεται τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και θα είναι πραγματικά ελκυστικό για επενδύσεις που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. 

Ταυτόχρονη πρέπει να είναι και η ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών και η φορολόγηση των εμβασμάτων εξωτερικού προκειμένου να πληρώσουν επιτέλους οι μόνιμα φοροαποφεύγοντες κι όχι να πληρώσουν και γι' αυτούς τα συνήθη θύματα, οι συνεπείς πολίτες μέσα από την αύξηση των φορολογικών συντελεστών.

Γιατί η λύση δεν είναι η λιτότητα.
Η λύση είναι οι προοδευτικές και κοινωνικά δίκαιες μεταρρυθμίσεις.

Η διαμόρφωση μιας ευνομούμενης πολιτείας με την αλλαγή της φυσιογνωμίας και της αρχιτεκτονικής της Δημόσιας Διοίκησης σε συνδυασμό με τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις στην οικονομία για την απελευθέρωση των δυνάμεων του υγιούς ανταγωνισμού προς όφελος των πολιτών.

Διαφορετικά, με την εμμονή σε δημοσιονομικά κι όχι διαρθρωτικά μέτρα η χώρα μας, οι πολίτες, κινδυνεύουν να υποστούν ένα άλλο οικονομικό μαρτύριο όμοιο με εκείνο του Σισύφου και να καταδικαστούν να γεμίζουν με «μέτρα», με τους κόπους και τις οικονομίες μιας ζωής, ένα βαρέλι που συνεχώς χάνει. 

Αυτή η λογική, η λογική των μεγάλων αλλαγών υπό την εγγύηση του Κράτους Δικαίου οφείλει να είναι η απάντησή μας στα πραγματικά προβλήματα αλλά και στους ακραία νεοφιλελεύθερους κύκλους των δανειστών που προκρίνουν αποτυχημένες και υφεσιακές πολιτικές. 

Γιατί ακόμη κι αυτός ο πατέρας του νεοφιλευθερισμού Μίλτον Φρίντμαν παραδέχτηκε το λάθος του. Όταν ρωτήθηκε ξανά, προς το τέλος της ζωής του, αν είχε δίκιο στη συνταγή για «ιδωτικοποίηση- ιδιωτικοποίηση- ιδωτικοποίηση» που έδωσε στους ηγέτες των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών για την ανοικοδόμησή τους μετά την πτώση του Τείχους, απάντησε με αρκετή δόση αυτοκριτικής πως η σωστή συμβουλή θα ήταν ένα «ευνομούμενο κράτος».

Για τη διαμόρφωση αυτού του ευνομούμενου κράτους πρέπει κι εμείς, τώρα με τη σειρά μας, να διαλέξουμε ποια σοσιαλδημοκρατία θέλουμε:

Τη σοσιαλδημοκρατία της Διαύγειας, του open goverment, της διαφάνειας στο κράτος; 

Τη σοσιαλδημοκρατία που φορολόγησε με το Ν.3842 του 2010 τη μεγάλη ακίνητη εκκλησιαστική περιουσία ή τη σοσιαλδημοκρατία στα λόγια που με τη συγκυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου επανέφερε τις φοροαπαλλαγές, με τον ΣΥΡΙΖΑ να ψηφίζει «παρών»;

Θέλουμε τη σοσιαλδημοκρατία που μείωσε τη φαρμακευτική δαπάνη για τους πολίτες με την ηλεκτρονική συνταγογράφηση, αυτή που ψήφισε την άρση του τραπεζικού απορρήτου με σκοπό τη διερεύνηση εκείνων που έβγαλαν τα χρήματα τους στο εξωτερικό για να αποκρύψουν παράνομες δραστηριότητες ή το πολιτικό συμπλήρωμα της Δεξιάς που νομοθέτησε διάταξη- πλυντήριο για πιθανούς φοροφυγάδες το καλοκαίρι του 2013; 

Συνεπώς, το μόνο κριτήριο για τη συνεργασία και τον όποιο διάλογο στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας με τα πολιτικά κόμματα και πρόσωπα που τον απαρτίζουν δεν μπορεί παρά να είναι η απάντηση τους, η απάντηση μας σε ανάλογα κορυφαία πολιτικά διλήμματα. 

Στα διλήμματα που αποτελούν και τη διαχωριστική γραμμή της προόδου από τη συντήρηση. 

Πρέπει επίσης να θυμηθούμε εκτός από τα αριθμητικά δεδομένα για μια πιο δίκαιη οικονομική πολιτική, το δεύτερο συνθετικό της πολιτικής μας ιδεολογίας που είναι η λέξη δημοκρατία.

Και είναι θέμα δημοκρατίας, θέμα πειστικού πολιτικού λόγου και εύλογη προϋπόθεση να συμφωνήσουμε για το αύριο, να ενοποιήσουμε την πολιτική μας αφήγηση για το άμεσο παρελθόν, να ξεκαθαρίσουμε τι έγινε στις Κάννες, τι έγινε με την ανατροπή ενός εκλεγμένου πρωθυπουργού και με αυτούς που μετέτρεψαν μια κρίση εθνική σε ξεκαθάρισμα εσωκομματικών λογαριασμών. 

Οφείλουμε έτσι να αναστοχαστούμε όλοι μαζί το κοινό μας παρελθόν, να ανανεώσουμε τον πολιτικό μας λόγο και να ξαναθυμηθούμε τις αξίες μας σε μια νέα πραγματικά προοδευτική στροφή στις ρίζες της σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς που είναι ο άνθρωπος και οι ανάγκες του. 

Να απαντήσουμε όχι απλά στα ιδεολογικά διλήμματα της σοσιαλδημοκρατίας αλλά στον ουσιαστικό λόγο για τον οποίο βρισκόμαστε στην πολιτική.
 

Για τους εαυτούς μας ή για τους πολίτες;
 

ΣΚΕΨΕΙΣ, ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΕΞΟΔΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Μια Εθνική Στρατηγική με ορατά αποτελέσματα είναι ανάγκη να περνάει πρωτίστως από την ωρίμανση του πολιτικού συστήματος και την αποδοχή από μέρους του, της ιστορικής ευθύνης, όχι να κυβερνήσει η μια ή η άλλη συνιστώσα του, αλλά να βγάλει τον τόπο από τα αδιέξοδα.

Αφορά , όλα αυτά τα οποία αντιλαμβανόμαστε ως συστατικά στοιχεία μίαςΝΕΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ και στοχεύει σε όλα όσα χρειάζεται να αλλάξουμε από το χθες.

Αφορά μια νέα συμφωνία αναδιανομής πόρων και φόρων και ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο
Αφορά την ενεργοποίηση ουσιαστικών μηχανισμών απονομής δικαιοσύνης, με το άνοιγμα ενός Εθνικού διαλόγου με τους εμπλεκόμενους (Δικαιοσύνη, Δικηγόροι, Κόμματα, Κινήματα, Θεσμούς, Πολίτες) με γρήγορα αποτελέσματα.
Αφορά ένα διαφορετικό πολιτικό σύστημα και μια διαφορετική σχέση πολίτη- πολιτικού συστήματος.

ΑΝΑΔΙΑΝΟΜΗ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΦΟΡΩΝ - ΝΕΟ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ

Με ολοκληρωμένη νομοθετική πρωτοβουλία από το 2012, είχαμε προτείνει τη θέσπιση καθολικών, υποχρεωτικών ηλεκτρονικών συναλλαγών και κίνητρα για επιστροφή ποσοστού φόρου όπως γίνεται σε πολλές άλλες χώρες, όπως Καναδάς, ΗΠΑ, Αυστραλία, Νότιος Κορέα κλπ.

Η νομοθετική πρωτοβουλία αυτή (η οποία δεν έγινε δεκτή από τον τότε υπουργό Οικονομικών), βελτιωμένη και εναρμονισμένη  με τις ιδιαιτερότητες της συγκυρίας πρέπει να αποτελέσει την αποφασιστική απάντηση της πολιτείας απέναντι σε όσους υπεξαιρούν ΦΠΑ (περίπου 15 δισ. ετησίως) και ασφαλιστικές εισφορές (υπολογίζονται στα 6 δισ. ετησίως).

Με νομοθετική πρωτοβουλία, επίσης από το 2012, είχαμε προτείνει επίσης την απαίτηση της επείγουσας διαδικασίας άντλησης των στοιχείων του συνολικού καταλόγου των περίπου 700.000 - 1.000.000 καταθετών που εξήγαγαν, τα τελευταία 12 χρόνια, στο εξωτερικό ποσά μεγαλύτερα των 100.000 ευρώ.

Με έλεγχο από τις φορολογικές αρχές και Τράπεζες και φορολόγηση όσων εξ αυτών δεν έχουν φορολογηθεί, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει η νομοθεσία της κυβέρνησης Παπανδρέου (2011) περί άρσης τραπεζικού απορρήτου.

Σύμφωνα με μετριοπαθείς εκδοχές, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επιφέρει εφάπαξ αύξηση των εσόδων μέχρι και 40 δισ., με δεδομένο ότι οι πιθανές αφορολόγητες καταθέσεις εξωτερικού υπολογίζονται πως ξεπερνούν τα 300 δισ. ευρώ.

Τα περισσότερα από τα πολλές εκατοντάδες δισεκατομμύρια, βρίσκονται σε φορολογικούς παραδείσους και σε διάφορες Ευρωπαϊκές και Αμερικάνικες τράπεζες παραμένοντας αφορολόγητα μέχρι σήμερα.

Οφείλει η Κυβέρνηση και ο υπουργός Οικονομικών να ζητήσει κατεπειγόντως την παράδοση από την Τράπεζα της Ελλάδος του συνόλου του ηλεκτρονικού της αρχείου, με όλες τις αποστολές κεφαλαίων (εμβασμάτων) άνω των 100.000 ευρώ στο εξωτερικό, από το 2002 και μετά που τηρεί ηλεκτρονικά όλα τα αυτά τα δεδομένα.

Πρόκειται για δεκάδες χιλιάδες μεγαλοκαταθέτες εξωτερικού, που τα κεφάλαια τους διοχετεύθηκαν εκτός Ελλάδας, χωρίς πριν να έχουν ελεγχθεί αν είναι φορολογημένα ή όχι.
Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον τα μισά από αυτά τα διαφυγόντα κεφάλαια, είναι αφορολόγητα εν όλω ή εν μέρει.

Άμεσα δε, να διασταυρωθεί αυτό το αρχείο με το ηλεκτρονικό αρχείο που τηρεί η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, με online διασύνδεση των δύο συστημάτων και άμεση πρόσβαση σε αυτά των πιστοποιημένων υπαλλήλων.

Σε περίπτωση ελλείψεως προσωπικού να αξιοποιηθούν στον προέλεγχο πιστοποιημένα λογιστικά γραφεία Α' τάξης.

Η κυβέρνηση έχει επίσης την ηθική και πολιτική υποχρέωση να ακυρώσει τον νόμο 4174/26-07-2013 που έβαλε πλάτη στην φοροδιαφυγή, παραγράφοντας για εννιά ολόκληρα χρόνια ελέγχους για όλους όσους έβγαλαν στο εξωτερικό, με εμβάσματα, πιθανά αφορολόγητα ποσά.

Ο συμβολισμός και η ουσία της νομοθέτησης εκ νέου των ελέγχων αυτών από το 2000 και μετά θα αποτελέσει ένα πραγματικό μήνυμα ελπίδας και δικαιοσύνης και για όλους όσους δοκιμάστηκαν από την κρίση αλλά και για τους πραγματικούς και έντιμους δημιουργικούς παραγωγούς της οικονομίας.

Η Επιτροπή του Άρθρου 70Α για υποθέσεις με διαφορές σε πρόστιμα και φόρους άνω των 300.000 ευρώ, καταργήθηκε, τη ίδια στιγμή που επιβάλλονται επιπλέον φόροι στα ίδια φορολογικά υποζύγια.

Το αποτέλεσμα είναι να μπουν στο απυρόβλητο υποθέσεις για απόδοση φόρων ύψους 2,5 δισ. ευρώ.

Είναι ανάγκη να επισημανθεί αυτή η ιδιότυπη φορολογική αμνηστία και να αποφασιστεί η ανασύσταση Περιφερειακών Επιτροπών με πρόεδρο δικαστικό, ανάλογα με την εισροή υποθέσεων.
 

Να ολοκληρωθούν οι έλεγχοι για τα 500.000 πλαστά και εικονικά τιμολόγια αξίας 4,5 δισ. ευρώ, που μόνο από τον ΦΠΑ θα αποδώσουν 1 δισ. επιπλέον φόρους.

 

Να υπάρξει αποτελεσματικός έλεγχος χιλιάδων φορτίων σε φορτηγάπου εισέρχονται από τις πύλες εισόδου του Έβρου, με υψηλής δασμολογικής κλάσης εμπορεύματα, τα οποία εκτελωνίζονται σε δασμολογικές κλίμακες χαμηλότερες, όπως προκύπτει από ελέγχους του ΣΔΟΕ.

 
Το αρμόδιο υπουργείο πρέπει να σταματήσει αυτή τη πρακτική που κοστίζει έσοδα πολλών εκατομμυρίων στο ελληνικό κράτος;

Να υπάρξει ολοκλήρωση της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων που έμειναν ανολοκλήρωτες ή ανεφάρμοστες μετά την ανατροπή Παπανδρέου το 2011. Αυτές θα οδηγήσουν, μέσα από την πολιτική βούληση εφαρμογής τους, στην αναχαίτιση της υποκλοπής ή της υπονόμευσης του δημοσίου πλούτου. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η εφαρμογή του νόμου για το λαθρεμπόριο των καπνικών προϊόντων, το λαθρεμπόριο καυσίμων, ο νόμος για τις τριγωνικές συναλλαγές κλπ 

 

Απαιτείται ρευστότητα στην αγορά από τις ανακεφαλαιοποιημένες τράπεζες και ειδικά από εκείνες που το Δημόσιο έχει κυρίαρχο ρόλο,αφού τα χρήματα προέρχονται από τα δάνεια που πληρώνουν οι Έλληνες φορολογούμενοι και, κυρίως, οι εύκολοι στόχοι της κρίσης.

 

Είναι ανάγκη να υπενθυμιστεί ότι οι τράπεζες ενώ έλαβαν δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ, αρνήθηκαν σε μεγάλο βαθμό τον δημόσιο έλεγχό τους μέσω των κοινών μετοχών και δεν διοχετεύτηκε ρευστότητα στην πραγματική οικονομία.

Oι τράπεζες που ανακεφαλαιοποιήθηκαν με χρήματα των Ελλήνων φορολογούμενων πρέπει να πουν πόσα χρήματα εξ αυτών έχουν διαθέσει στην πραγματική οικονομία και πόσα προγραμματίζουν να διατεθούν το επόμενο διάστημα εφόσον υπάρξει και υλοποιηθεί μια νέα συμφωνία και με δεδομένο την ποσοτική χαλάρωση από τη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα .

Το τραπεζικό σύστημα λειτούργησε και λειτουργεί με διαδικασίες απομόχλευσης.

Το ζήτημα της ρευστότητας καθίσταται κορυφαίο για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας και τη δημιουργία ελπίδας στην ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα τους νέους. 

Το πιθανότερο είναι το τραπεζικό σύστημα να επιμείνει σε στρατηγική απομόχλευσης.
Καθίσταται, λοιπόν, αναγκαίο και εθνικά επιτακτικό να διασφαλιστεί η διοχέτευση στην αγορά νέας χρηματοδότησης με τη δημιουργία νέων χρηματοδοτικών φορέων.

Όχι ασφαλώς με τη δημιουργία νέων τραπεζών αλλά νέων ευέλικτων χρηματοδοτικών φορέων, σε εθνική και περιφερειακή εμβέλεια, οι οποίοι θα πρέπει να διοχετεύσουν στην αγορά, σε παραγωγικές και εξαγωγικές δραστηριότητες επαρκή κεφάλαια για την επόμενη τριετία, με στόχο τη δημιουργία 150.000 μικρών και μεσαίων νέων επιχειρήσεων, που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τουλάχιστον 500.000 θέσεις εργασίας.
 
Επομένως, η κυβέρνηση πρέπει, κατά απόλυτη προτεραιότητα, να εξασφαλίσει μετά τη συμφωνία και την υλοποίηση του πακέτου Γιούνκερ πρόσθετα κεφάλαια για το σκοπό αυτό.

ΤΟ ΝΕΟ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΤΟΧΕΥΕΙ :

1. Να κατευθυνθούν, κατά προτεραιότητα σε παραγωγικές δραστηριότητες και ιδιαίτερα σε εκείνες που αξιοποιούν εγχώριους πόρους και ελληνικές πρώτες ύλες, οι χρηματοδοτικοί πόροι που σήμερα διαθέτει η χώρα μας ( Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, ευρωπαϊκές συμμετοχές, τραπεζικός δανεισμός κλπ).

2. Να αποτελούν, κυρίως, πλέον, κριτήρια ενίσχυσης των επενδύσεων η εγχώρια προστιθέμενη αξία και ο εξωστρεφής χαρακτήρας των επιχειρήσεων, ώστε

 Nα σταματήσει επιτέλους η κατασπατάληση δημόσιου χρήματος σε παρασιτικές δραστηριότητες και υπηρεσίες χαμηλής ποιότητας.
 Nα πούμε «όχι» σε κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες, που καταλήστεψαν το δημόσιο χρήμα και άφησαν πίσω τους μηδενικό ή ελάχιστο έργο.

3. Να συμβάλουμε ουσιαστικά στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, όχι μόνο με θεσμικές αλλαγές - που μένουν συνήθως στα χαρτιά - αλλά με ουσιαστικό έργο όπως

 Η προώθηση των περιφερειακών χωροταξικών σχεδίων
 Η οργάνωση της επιχειρηματικής υποδομής και
 Η επανεξέταση των ενεργειακών βαρών ιδιαίτερα για την αγροτική παραγωγή και τις ενεργοβόρες παραγωγικές δραστηριότητες

4. Να ενισχύσουμε την εξωστρέφεια των επιχειρήσεων και την παρουσία ελληνικών προϊόντων στο εξωτερικό με ένα εθνικό σχέδιο δράσης εξαγωγών.
 

 Σε αυτή την κατεύθυνση, η οικονομική διπλωματία μας οφείλει να μπει μπροστά και να παύσει να αποτελεί ένα γραφειοκρατικό μηχανισμό της χώρας μας στο εξωτερικό.

Οφείλει να ανοίξει δρόμους και να ενισχύσει την ελληνική παρουσία στις ξένες αγορές, κυρίως για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και τις παραγωγικές ενώσεις, που δεν διαθέτουν την υποδομή και τη γνώση να διεισδύσουν σε νέες αγορές.
 

ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΑΜΕΣΗΣ ΣΤΕΛΕΧΩΣΗΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΩΝ 

Στην οικονομία, στην αγορά, στην εργασία, στην υγεία, στα τρόφιμα κλπ.
 
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανυπαρξία ελέγχων σε πολλούς τομείς της οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας, εξαιτίας της κατάρρευσης των ελεγκτικών μηχανισμών από την έλλειψη προσωπικού, οδήγησε στην υπονόμευση και στην απώλεια δημοσίου πλούτου,

η ανορθολογική κατανομή προσωπικού, στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, θα πρέπει να ανακατανεμηθεί και να διοχετευθεί μετά από μια ταχύρυθμη επιμόρφωση στους ελεγκτικούς μηχανισμούς, οι οποίοι και θα κληθούν να συμβάλουν στη διεύρυνση του δημόσιου πλούτου στην χώρα.

ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΡΑΣΗΣ ΑΠΕΜΠΛΟΚΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΩΝ:

Είναι ανάγκη, στην κρίση που διέρχεται η χώρα, να υπάρξουν πολιτικές αποφάσεις, που θα προκαλέσουν ένα αναπτυξιακό σοκ, απεμπλέκοντας από γραφειοκρατικές διαδικασίες, επενδυτικές πρωτοβουλίες, που παρεμποδίζονται από χρόνιες διοικητικές αγκυλώσεις και την κωλυσιεργία της δικαιοσύνης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, οι καθυστερήσεις σε υπηρεσίες περιβάλλοντος, δασικές υπηρεσίες, αρχαιολογίες κλπ. Οι κρίσεις σε αυτές τις περιπτώσεις δεν νοείται να καταστούν πιο ελαστικές αλλά πιο αποτελεσματικές στην ταχύτητα απόδοσης της κρίσης. 

ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ :

1. Ένα νέο πολιτικό πλαίσιο για τη διαφάνεια, την αντιπροσωπευτικότερη εκπροσώπηση πολιτών με μεγαλύτερη αναλογία, μικρές περιφέρειες κλπ.

2. Μόνιμη Δημόσια Ανάρτηση στο Διαδίκτυο του Πόθεν Έσχες Πολιτικών, Δικαστών, Δημόσιων Λειτουργών, Στελεχών Αυτοδιοίκησης, Μελών Διοικητικών Συμβουλίων Οργανισμών και Φορέων Δημοσίου, Συνδικαλιστών, Δημοσιογράφων και Ιδιοκτητών Μέσων Ενημέρωσης.

Η δημόσια ανάρτηση είναι ο μόνος τρόπος να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στους ασκούντες εξουσία οποιασδήποτε μορφής.

Δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως μομφή εναντίον τους, αλλά ως διαδικασία που ενισχύει τη διαφάνεια και περιφρουρεί τους πολλούς έντιμους εξ αυτών.

ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ:
 
Πρωτοβουλίες για την ταχύτερη εκδίκαση των εκατοντάδων χιλιάδων υποθέσεων (οικονομικών, φορολογικών, απαλλοτριώσεων δημοσίων έργων, αναπτυξιακών - επενδυτικών) που αφορούν μεγάλα ποσά και που εκκρεμούν στα δικαστήρια, κατά αποκλειστική προτεραιότητα.

Η ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΩΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Σε αναπτυξιακή τροχιά, με εργαλείο την ουσιαστική αναμόρφωση του νομοθετικού και δικονομικού συστήματος διεκπεραίωσης των διοικητικών υποθέσεων στην ελληνική έννομη τάξη.

* Ο Μιχάλης Καρχιμάκης είναι πρώην υφυπουργός και στέλεχος Κινήματος Δημοκρατών  Σοσιαλιστών

Πηγή: amna.gr

Διαβάστε επίσης