Μιλώντας στην ειδική ημερίδα του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ), ο πρόεδρός του κ. Νίκος Καλογιάννης ανέφερε δύο λέξεις που πριν λίγα χρόνια δεν άκουγε κανείς πολύ συχνά στα επιχειρηματικά γήπεδα της χώρας μας. Αναφέρθηκε στην εξωστρέφεια και στο branding, ήτοι στην τεχνική δημιουργίας επώνυμης ζήτησης.
Ακούγοντάς τον σκέφτηκα, πρώτον, μήπως είναι αργά για κάτι τέτοιο και, δεύτερον, υπό ποιους όρους μπορούν να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί. Στα δύο αυτά ερωτήματα, οι απαντήσεις μπορούν να είναι θετικές, αλλά υπό μία βασική προϋπόθεση: Ο κλάδος χρειάζεται ριζική αναδιάρθρωση και πρέπει να ξεφύγει από τον κυριολεκτικώς θανάσιμο φορολογικό εναγκαλισμό. Ο τελευταίος δημιουργεί απίθανες στρεβλώσεις, με πρώτη και καλύτερη την λαθραία παραγωγή και διακίνηση αλκοολούχων ποτών.
Με πιο απλά λόγια, ο κλάδος είναι μέγας τροφοδότης της παραοικονομίας –κάτι που στην ημερίδα του ΣΕΑΟΠ αναγνώρισε ξεκάθαρα και επισήμως ο κ. Εμμανουήλ Πλουμής, υποστράτηγος και διευθυντής της Οικονομικής Αστυνομίας στην χώρα μας. Κάνοντας λόγο για λαθραίες αποστάξεις ρακί και τσικουδιάς, κυρίως στην Κρήτη, ο κ. Εμμ. Πλουμής τόνισε τις ζημιές που μπορούν να προκληθούν στην υγεία και στα δημόσια έσοδα και επεσήμανε ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται στην αταξία που επικρατεί στον κλάδο.
Και πώς να μην επικρατεί αταξία σε έναν κλάδο με μεγάλη διασπορά παραγωγικών μονάδων, αρκετές από τις οποίες μόνον μέσω της παραοικονομίας μπορούν να επιβιώσουν;
Παράλληλα, όμως, οι υγιείς μονάδες, που θα μπορούσαν να αναλάβουν το έργο της αναβάθμισης της ελληνικής ποτοποΐας, πλήττονται καίρια από την φορολογία και ειδικά από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης Οινοπνευματωδών Ποτών (ΕΦΚΟΠ). «Ο φόρος αυτός υπολογίζεται επί 10 λίτρων αιθυλικής αλκοόλης του προϊόντος και είναι 2.250 ευρώ για ποτά όπως το ουΐσκυ, η βότκα, το τζιν, τα λικέρ. Στο ούζο και στο τσίπουρο ο ΕΦΚΟΠ υπολογίζεται στο ήμισυ, δηλαδή στα 1.275 ευρώ, ενώ το χύμα τσίπουρο και τσικουδιά (διημέρων) φορολογούνται με εφ’ άπαξ και κατ’ αποκοπή φόρο ύψους 0,59 ευρώ ανά κιλό, δηλαδή 140 ευρώ τα 100 λίτρα αιθυλικής αλκοόλης», τονίζει ο κ. Χάρης Ντουράκης, μέλος ΔΣ του ΣΕΑΟΠ.
«Στο πλαίσιο αυτό», τόνισε στην ημερίδα ο αντιπρόεδρος ΔΣ του ΣΕΑΟΠ κ. Λάμπρος Πάσχος, «στα 8 ευρώ ούζο, τα 5,1 ευρώ είναι φόροι, γεγονός που αφ’ εαυτό γεννά τάσεις παραβατικότητας. Με την τελευταία να αντιπροσωπεύει το 30% της συνολικής δραστηριότητας».
Όπως επεσήμαναν και άλλοι ομιλητές, παρατηρείται την ίδια ώρα γενική ατιμωρησία, με τις διαφημίσεις για πώληση χύμα και αμφιβόλου προέλευσης και ποιότητας τσίπουρου, που σε κάποιες ιστοσελίδες προβάλλεται και ως «αγνό». Υπενθυμίζουμε ότι το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και με κάποια «βαρελίσια» κρασιά, κάκιστης ποιότητας, που σε ορισμένες ταβέρνες παρουσιάζονται ως «μοναδικά στον κόσμο».
Υπογραμμίζουμε επίσης ότι η ελληνική φορολογία στα οινοπνευματώδη είναι τρεις φορές υψηλότερη από την αντίστοιχη στην Βουλγαρία, γεγονός που αποτελεί μέλι στην φρυγανιά των κυκλωμάτων λαθρεμπορίου –τα οποία είναι καλά οργανωμένα και δικτυωμένα.
Πάντως, παρά την υπερφορολόγηση, τα έσοδα του κράτους από τον ΕΦΚΟΠ το 2015 σημείωσαν νέα μείωση κατά 3,5% σε σύγκριση με το 2014, υποχωρώντας για δεύτερη συνεχή χρονιά κάτω από τα επίπεδα του 2009, όταν ο ΕΦΚΟΠ ήταν χαμηλότερος κατά 46%. Κατά τον κ. Κώστα Τσιλιλή, μέλος ΔΣ του Συνδέσμου, η απώλεια αυτή οφείλεται λιγότερο στην μείωση αυτή καθαυτή της ζήτησης ως αποτέλεσμα της κρίσης, και περισσότερο στην στροφή των καταναλωτών σε χύμα, αφορολόγητα προϊόντα.
«Το φαινόμενο των ποτών που διακινούνται χύμα και λαθραία –και ήταν κυρίαρχο ειδικά στο τσίπουρο, στην τσικουδιά και στο ούζο– επεκτείνεται πλέον και στο κρασί, με τους οινοποιούς να αποδίδουν την δυσμενή αυτή εξέλιξη στην επιβολή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και σε αυτό το προϊόν από την 1η Ιανουαρίου 2016», είπε στην εκδήλωση ο κ. Σπύρος Λαφαζάνης, οινοποιός, μέλος ΔΣ της Ένωσης Αποσταλαγματοποιών Αμπελοοινικών Προϊόντων. Όσο για τα έσοδα από τον ΕΦΚΟΠ, διαμορφώθηκα σε 272 εκατ. ευρώ το 2015 έναντι 282 εκατ. ευρώ το 2014, καταγράφοντας όπως προαναφέρθηκε μείωση 3,5%. Αξίζει να σημειωθεί ότι, από το 2010, οπότε ο ΕΦΚΟΠ αυξήθηκε από τα 1/362 ευρώ ανά εκατόλιτρο αιθυλικής αλκοόλης σε 2.550 ευρώ ανά εκατόλιτρο αιθυλικής αλκοόλης, τα έσοδα εξακολουθούν σταθερά φθίνουσα πορεία –η οποία μάλλον δεν φαίνεται να ενδιαφέρει την γραφειοκρατία μας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, οι νόμιμες πωλήσεις αλκοολούχων ποτών έχουν υποχωρήσει κατά 50% την περίοδο 2008-2015. Το 2015 διαμορφώθηκαν σε 111.000 εκατόλιτρα, έναντι 115.000 εκατολίτρων το 2014 (μείωση 3,48%), ενώ το 2008 οι πωλήσεις ήταν 236.000 εκατόλιτρα. Κατά τον πρόεδρο του ΣΕΑΟΠ κ. Νίκο Καλογιάννη, η πραγματική κατανάλωση έχει υποχωρήσει κατά 20% περίπου, το δε υπόλοιπο 30% απλώς έχει καταληφθεί από λαθραία, αφορολόγητα ποτά.
«Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική διοίκηση δεν κατάφερε να κάνει ορθολογική φορολόγηση. Ονομαστικά μάζευε έσοδα, αλλά στην πράξη έχει χάσει έσοδα», παραδέχθηκε ο γενικός γραμματέας Καταπολέμησης της Διαφθοράς κ. Γ. Βασιλειάδης, προσθέτοντας ότι το λαθρεμπόριο γιγαντώθηκε εξ αιτίας της εσφαλμένης φορολογικής πολιτικής. Ανήγγειλε ρύθμιση πριν από το τέλος του έτους για το ζήτημα της διακίνησης των τσίπουρων διημέρων, τονίζοντας ότι «έχει έρθει η ώρα για την λήψη θαρραλέων αποφάσεων».
Υπενθυμίζεται ότι το εν λόγω ζήτημα, αφ’ ενός, έχει προκαλέσει την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία έχει ζητήσει από την ελληνική κυβέρνηση κατάργηση των εξαιρέσεων που υπάρχουν στον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στα αλκοολούχα ποτά, και, αφ’ ετέρου, περιλαμβάνεται στην δεύτερη εργαλειοθήκη ανταγωνισμού του ΟΟΣΑ. Αν και η νομοθεσία παρείχε αρχικά στους αμπελουργούς την δυνατότητα να αποστάζουν στέμφυλα για παραγωγή τσίπουρου και τσικουδιάς, με στόχο την αυτοκατανάλωση, στην συνέχεια έγινε κατάχρηση της νομοθεσίας. Έτσι, ενώ κάθε χρόνο δηλώνονται 5-7 εκατομμύρια λίτρα χύμα τσίπουρου και τσικουδιάς διημέρων, η πραγματική παραγωγή εκτιμάται σε 24 εκατομμύρια λίτρα ετησίως. Συνεπώς, η παρανομία οργιάζει και το συνολικό της κόστος για το Δημόσιο υπολογίζεται στα 300 εκατ. ευρώ.
Το πώς, υπό παρόμοιες συνθήκες, η ελληνική ποτοποΐα θα γίνει εξωστρεφής και θα επενδύσει σε δράσεις branding, είναι ένα σημαντικό ζητούμενο που σίγουρα εναπόκειται να αντιμετωπισθεί με τον ηρωισμό κάποιων Ελλήνων επιχειρηματιών του κλάδου. Αυτών που καταλαβαίνουν ότι, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι συνθήκες παραγωγής και διάθεσης προϊόντων υπακούουν σε άλλους κανόνες από αυτούς της εσωστρέφειας.