5 Ιουνίου: Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος; Αναστοχασμοί για υπέρβαση της πολιτικής υποκρισίας και των ιδεοληψιών

του Σταύρου Χρ. Τσέτση, Πολεοδόμου

Το φυσικό περιβάλλον και ο δομημένος χώρος -ημιαστικός, αστικός, μητροπολιτικός- είναι έννοιες και αντικείμενα διακριτά, πλην σε οργανική ενότητα, ως αλληλοεπηρεαζόμενα υποσυστήματα, τεμνόμενα, συχνά σε αντιπαράθεση, ακόμη και σε σύγκρουση. ενίοτε σφοδρή.

Στη χώρα μας, η άλογη δόμηση και οι τάσεις αστικοποίησης, βίαιες στις περιόδους οικοδομικής διόγκωσης, συνιστούν ένα πρωτεύοντα παράγοντα δραματικής υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος, όχι μόνον του περιαστικού, αλλά και του χώρου της υπαίθρου, χωρίς να εξαιρεθούν το δασικό και ιστορικό περιβάλλον. και ασφαλώς του «intra muros», του αστικού δηλ. χώρου.
Η απάντηση, στερεοτυπικά, συνιστάται στο σχεδιασμό/ προγραμματισμό. Στη συγκρότηση μιας ολικής πολιτικής για το χώρο, δομημένο και φυσικό –σε συναρμογή με άλλες επιμέρους στρατηγικές: οικονομικές, κοινωνικές, τεχνολογικές, πολεοδομικές, περιβαλλοντικές με «επισπεύδοντα» τη χωροταξία- και φυσικά (και) στην εφαρμογή της.
Για να δοθεί ένα πλαίσιο στρατηγικής αναβάθμισης του ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος, είναι ίσως χρήσιμο, να επιχειρηθεί μία αναδρομή στο ιστορικό της ρύθμισης χώρου στην Ελλάδα.
Από το laisser faire, στον μετέωρο σχεδιασμό.
Οι αστικές παρεμβάσεις κλίμακας στη χώρα -αναβάθμιση υπαρχόντων πολεοδομικών κέντρων, προστασία ευαίσθητων ιστορικών ιστών, μνημείων και τόπων, οικιστικές και άλλες επεκτάσεις, δημιουργία νέων συγκροτημάτων ελεύθερου χρόνου/ αναψυχής ή παραγωγικών και εμπορικών κτιριακών δομών, διατήρηση/ βελτίωση του εξωαστικού χώρου- κινήθηκαν μεταξύ δύο πρακτικών ή τάσεων.
Ή ακριβέστερα στα δύο άκρα του εκκρεμούς: του σχεδιασμού και του μη συνολικά προγραμματισμού του χώρου, της δόμησης δηλαδή, σε ένα ασχεδίαστο κατά κανόνα οικιστικού πυρήνα, προσδιορισμένου από ένα γενικό όριο ή και με ορισμένα πολεοδομικά και ρυμοτομικά Σχέδια, ενδοαστικά κυρίως και περιμετρικά, σε κάποιες πόλεις. Και πρωτίστως βάσει της εκτός σχεδίου δόμησης και παρεκκλίσεων.
Η πρώτη, σχετίζεται με τις θεσμοθετημένες χωροταξικές ρυθμίσεις που διέπουν το καθεστώς της εδαφικής ενότητας ενός Δήμου, ολικά ή μερικά ή μιας ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής. και σε επίπεδο σχεδιαστικών κατευθύνσεων της Περιφέρειας και του συνόλου του χώρου της Επικράτειας, στις κύριες διοικητικές βαθμίδες: Εθνική, Περιφερειακή και Τοπική, οι οποίες καταλήγουν στα κρίσιμα εργαλεία του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (ΓΠΣ)/ Σχεδίου Χωρικής Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ) και με το νέο καθεστώς τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια- και όσον αφορά στην οργανωμένη δόμηση, σε επίπεδο εφαρμογής, στην Πολεοδόμηση/ Πράξης Εφαρμογής.

Η διαδεδομένη αυτή σχεδιαστική αντιμετώπιση της παρέμβασης, στο σύνολο της χωρικής ενότητας ενός Δήμου, ουσιαστικά εγκαινιάστηκε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Διευρύνθηκε δε σημαντικά, στα μέσα της, για να εφοδιαστεί με Θεσμικά Πλαίσια/ Σχέδια σε επίπεδο Επικράτειας, συνολικά και τομεακά. Οι προθέσεις εστιάζονται στην αντικατάσταση ενός πολεοδομικού laisser faire, που έδινε πεδίο σε μία «γκρίζα δόμηση», από μία «χωρική τάξη».

Το έδαφος ενός μέρους της Επικράτειας, καλύφτηκε, από εγκεκριμένα Χωροταξικά Σχέδια, ενώ η διαδικασία συνεχίζεται.
Δεν αντιμετωπίστηκε ωστόσο ουδόλως, το «νευραλγικό», όσο και ιδιαίτερα προβληματικό στάδιο της εφαρμογής, ειδικότερα στην Κτηματογράφηση/ Πολεοδόμηση/ Πράξη Εφαρμογής.
Οι εξαιρετικά σχοινοτενείς χρόνοι θεσμοθέτησής τους, από ενάρξεως ενός Σχεδίου, Γενικού απαραίτητα, έως την τελική έγκριση εφαρμογής, «έτοιμου για δόμηση», κατέστησαν τα εργαλεία των ΓΠΣ/ ΣΧΟΟΑΠ και των γενικότερων δεσμεύσεων προστασίας, μη άμεσα επιχειρησιακά, δυσχερή στην εφαρμογή, ακόμη και ατελέσφορα, στο αναπτυξιακό τους σκέλος. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις, έχουν αντιμετωπιστεί από τις τοπικές κοινωνίες, ως αντικίνητρο στην ανάπτυξη και στις εγχώριες προοπτικές.
Αντί να δικαιώσουν το στόχο τους –να καταστούν δηλαδή το κατ’ εξοχήν εργαλείο βιώσιμης ανάπτυξης, που εγγυάται, σε περίοδο οικονομικής ευφορίας ένα ορθολογικό υπόστρωμα της διόγκωσης των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, σε αρμονική σύζευξη με το φυσικό περιβάλλον. Σε δε χρόνους ζοφερούς, όπως αυτοί που διανύουμε, σαφείς χωρικούς κανόνες, για την αντιστροφή ενός αντιεπενδυτικού κλίματος, την αύξηση μιας τρωθείσης ανταγωνιστικότητας και της μη περαιτέρω επιδείνωσης. Που τροφοδοτούν ένα αβέβαιο και ουδόλως φιλικό περιβάλλον, για προσέλκυση επενδυτικών ροών.
Η θεραπεία της χωροταξικής παθογένειας, ασφαλώς προϋποθέτει διάγνωση.
Το τέλος των πλασματικών διλημμάτων ή η επάνοδος στην κανονιστικότητα.

Το θεωρητικό υπόβαθρο που διέπει τις χωροταξικές παρεμβάσεις στο χώρο, δεν ξέφυγε από μία ιδεολογικού χαρακτήρα αντιπαράθεση. η οποία σε ένα βαθμό, κατέληξε σε ιδεοληψία, στους κόλπους των εχόντων την ευθύνη της λήψεως αποφάσεων: αν όχι της πολιτικής έγκρισης και των στρατηγικών μέτρων –σίγουρα αυτών που την επηρέασαν αποφασιστικά.
Διοικητικά όσο και Προγραμματικά, αποδεκτές σχεδιαστικές αρχές στον ευρωπαϊκό χώρο -τόσο από χώρες με μεγάλη προγραμματική εμπειρία, όσο και από τις δεσμεύσεις της ΕΕ-, ερμηνεύτηκαν κατά το δοκούν, θέτοντας μία σειρά διλλημάτων:
 Ανάκτηση των υφισταμένων πολεοδομικών ιστών ή νέες επεκτάσεις; Πρακτική και θεωρία συνηγορούν στην αρχή των παράλληλων βελτιώσεων του υπάρχοντος δομημένου χώρου, με τη δημιουργία νέων οικιστικών συνόλων.
Ανάπτυξη ή περιβαλλοντική προστασία; Η αειφορία, βασική αρχή της ΕΕ, εναρμονίζει τους στόχους ανάπτυξης, με αυτούς της προστασίας του περιβάλλοντος.
Η «συμπαγής πόλη» ως ενιαία τυπολογία, για όλες τις περιπτώσεις χωρικής ανάπτυξης; Η αντιμετώπιση των περιαστικών/ περιμετρικών αστικών μορφωμάτων και οικιστικών κηλίδων –που δημιουργήθηκαν με την εκτός σχεδίου δόμηση και παρεκκλίσεων- δεν
5 Ιουνίου: Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος_Αναστοχασμοί για υπέρβαση… 3
μπορεί να περιοριστεί σε μία μόνον μορφή αστικής ανάπτυξης, αλλά και σε άλλες: ακτινική, ορθογώνια, γραμμική ή συνδυασμός τους, και με άλλους όρους εκτατική ή καθ’ ύψος, «γαλλακτική», για να αναφερθούν οι χαρακτηριστικότερες. Η απάντηση έγκειται, στη συνεκτικότητα των αστικών κέντρων που επιτρέπει ευελιξία, δίχως να αποκλείει τις άλλες κατισχύουσες στη διεθνή εμπειρία.
Πλήρης κατάργηση της εκτός σχεδίου πόλεως δόμησης, αντί της μείωσης, ή του δραστικού περιορισμού ακόμη και της απαγόρευσης σε ειδικές περιπτώσεις. Πάντα με την προϋπόθεση ότι υπάρχει θεσμοθετημένος σχεδιασμός, που επιτρέπει την οικιστική δυναμική -η οποία συνεχίζει σε ορισμένες τουριστικές περιοχές της χώρας- να διοχετευθεί σε οργανωμένους υποδοχείς. Διαφορετικά, οι αναπτυξιακές ροές εκτρέπονται ή καταλήγουν σε στρέβλωση, όπως η εξαιρετικά ευάλωτη αυθαιρεσία.
Στον πυρήνα των ανωτέρω, ενυπάρχει η -επεκφρασμένη ή μη- ιδεολογική πεποίθηση, εν είδει αφορισμού: «κτίζω άρα καταστρέφω-επαναχρησιμοποιώ (μόνον), άρα προστατεύω».
Αντί του «οικοδομώ εκεί που πρέπει, όταν πρέπει, εφόσον πρέπει, με τον τρόπο που πρέπει». Η πρακτική, διεθνής ή και εγχώρια, βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων «καλών πρακτικών».

Οι αντιφάσεις ενός ασταθούς συστήματος

Οι αντιφάσεις δεν έλειψαν, αντίθετα. Χαρακτηριστικά αναφέρονται:
Ο πολιτικός κόσμος, εκφράζει στο ρητορικό του λόγο, το ενδιαφέρον για την αναβάθμιση του χώρου της επικράτειας. και έχουν γίνει αδιαμφισβήτητα προσπάθειες. Η χωροταξία, ωστόσο -η πεμπτουσία της αναπτυξιακής διαδικασίας, η άλλη όψη του Αναπτυξιακού Προγραμματισμού- συστηματικά διαβαθμίζεται και σε άλλες περιπτώσεις αγνοείται. Χωρίς την απαραίτητη αυτοτέλεια, διαγκωνίζεται μεταξύ άλλων Υπουργείων, ενίοτε με αντιθετικές και δυνάμει συγκρουόμενες πολιτικές στοχεύσεις: Δημόσια Έργα ή Ενέργεια. Ενώ «υποφέρει», από ασυνέχεια -πολιτική, διοικητική, κατευθύνσεων. Η δε επικείμενη ανάπτυξη με θύλακες, στην εποχή των μνημονίων, παρακάμπτει το όποιο σύστημα. Πέραν της ηθικής διάστασης, ελλοχεύει ο κίνδυνος αναπτυξιακής επικέντρωσης, σε ορισμένους μόνον πόλους και άξονες και μιας άλλης, «αναπτυξιακής ερήμου».
 Η κατάργηση του Φορέα Ενοποίησης Ιστορικών και Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας, ο οποίος δημιούργησε τη μεγαλύτερη πολεοδομική παρέμβαση στην Πρωτεύουσα, υποδειγματικά, αφήνει ημιτελές ένα έργο πνοής για την Αθήνα. Αφήνει δε σε ραγδαία υποβάθμιση και εγκατάλειψη, τον αρχαιολογικό χώρο της Ακαδημίας του Πλάτωνα. Και καθυστερεί την υλοποίηση της εξυγίανσης του περιμετρικού του δομημένου χώρου και τη σύνδεση με το Λύκειο του Αριστοτέλη (Σταύρος Τσέτσης, 2012,2014).
Μία σύλληψη - φόρος τιμής στην Ιστορία, στον Πολιτισμό, στην ανθρωπότητα- παραμένει μετέωρη, σε πείσμα της αδιαμφισβήτητης ανάγκης (επαν)εκκίνησης του Σχεδίου.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας –το Ε’ τμήμα του οποίου διαδραμάτισε αναντίρρητα ρόλο ισχυρού αναχώματος στις τάσεις στρεβλώσεις και υποβάθμισης του περιβάλλοντος, φυσικού και δομημένου- αποφαίνεται ότι η «νομιμοποίηση» των αυθαιρέτων, ή η οποία λεκτική παραλλαγή, συνάδει με τις διατάξεις περιβαλλοντικής προστασίας του Συντάγματος.

Η εδραία σύμμαχος και μαχητής στους στόχους της αειφορίας και του πολιτισμού, κοινότητα των αρχαιολόγων, δείχνει αμήχανη, από την κήρυξη ως αρχαιολογικού χώρου, του συνόλου του παραλιακού μετώπου της περιοχής Αφάντου Ρόδου, από τους επιφορτισμένους με την προστασία/ συντήρηση/ ανάδειξή του. Ένας χαρακτηρισμός, εντυπωσιακά διευρυμένος, σε σχέση με προγενέστερες αποφάσεις, ιδίων φορέων για τον εγκεκριμένο, πλέον, χωροταξικό σχεδιασμό του (τ) Δήμου Αφάντου.
 Οι «πράσινες μετακινήσεις» στις πόλεις, η άλλη όψη του αστικού σχεδιασμού, δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται ως ξένο σώμα στην προστασία του περιβάλλοντος, ούτε ως ακαδημαϊκές ζυμώσεις ή θεωρητικές αναζητήσεις, από τους αρμόδιους προγραμματικούς φορείς, συμπεριλαμβανομένων των εποπτικών οργάνων. Αλλά ως επιταγή, που απορρέει από τις κείμενες θεμελιώδεις διατάξεις της ΕΕ, για το περιβάλλον, την κλιματική αλλαγή, την αειφορία και την εξοικονόμηση ενεργειακών πόρων.
Οι αντιφάσεις απορρέουν σαφώς και από ένα αδιαυγές, διαρκώς μεταβαλλόμενο, ασύνδετο, ως δαιδαλώδες και εν πολλοίς ατελέσφορο, πλαίσιο χωροταξίας. Που παραπέμπει στο μυθικό Σίσυφο: Εθνική νομοθεσία -με ιδιότυπες ερμηνείες εκείνης της ΕΕ, ακόμη και σε αμφίβολη συμβατότητα, με αυτήν- φορείς άσκησης και πολιτική ατολμία, να λυθεί ο Γόρδιος δεσμός των γενεσιουργών αιτίων, μιας μοναδικής για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, αλλά όχι μόνον, παθολογίας: την πελατοκρατεία, τον συντεχνιασμό, το δραματικό έλλειμμα οραματικών στόχων και την εμμονή στην απραξία.
Οι ιδεοληψίες γεννούν αυθαίρετα, η πολιτική υποκρισία χωρικά memoranda.

Ασφαλώς δεν είναι μόνον οι ιδεοληψίες που εξέθρεψαν πλασματικά διλήμματα και αντιφάσεις, που κυριάρχησαν στις περιόδους της καλπάζουσας οικονομικής δραστηριότητας των δύο προηγούμενων δεκαετιών, κυρίως ως τεχνητός τρόπος συγκράτησης μιας πολεοδομικής διόγκωσης. δημιουργώντας κατά βάση, στρεβλώσεις και αδιέξοδα.
Για να επικρατήσει η λογική των αναπτυξιακών θυλάκων -τουλάχιστον ως θεσμική πρόθεση- ή και της παράκαμψης του εθνικού ρυθμιστικού πλαισίου από τα Memoranda, ήδη από το πρώτο, γενικευμένο πλέον μετά τις 22/5, στη δημόσια ακίνητη περιουσία. Για να κατισχύσει, η «τακτοποίηση», «διατήρηση», «μη κατεδάφηση» -τα λεκτικά δηλαδή ευρήματα- της νομιμοποίησης των αυθαιρέτων και των καταπατήσεων, ακόμη και στους πλέον ευαίσθητους χώρους και τοπία της χώρας.
Η αντίληψη -αυταπάτη, παραπλάνηση ή ιδεοληψία- ότι κάθε περαιτέρω οικοδόμηση συνιστά απειλή για το περιβάλλον, έδωσε τη θέση του στο «κτίζω όπου θέλω, όπως θέλω, όποτε θέλω- στο μέτρο που γνωρίζω πώς να το κάνω, και «νομιμοποιώ».
Η Θεσμική αυτή εκτροπή, το περιβαλλοντικό πραξικόπημα με αμφισβητούμενο, νομότυπο μανδύα και προθάλαμος μιας γενικευμένης αυθαιρεσίας, συνοδεύτηκε από μία εκκωφαντική σιωπή ή τα ψελλίσματα των περιβαλλοντικών οργανώσεων και των επιφορτισμένων θεσμικά φορέων, για την κατοχύρωση της περιβαλλοντικής προστασίας -οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα- και ένα σπάνιο πολιτικό concensus.
Φαινόμενα τα οποία δεν είναι παρά το έκτυπο μιας χρόνιας πολιτικής παθογένειας, βασισμένης σε ένα στρεβλό πελατειακό σύστημα –μήτρα των δεινών που βιώνει η χώρα.

Το πέρασμα απ’ τον «φαύλο» στον «ενάρετο» κύκλο. Ο σχεδιασμός ως προϋπόθεση και πολιτική αναγκαιότητα.
Το 2004, η πρωτεύουσα απέδειξε -παρ’ όλες τις αμφισβητήσεις, αδυναμίες, παραλείψεις και ενδεχόμενες ή υπαρκτές υπερβολές-, ότι η Ελληνική πόλη μπορεί να αναβαθμιστεί, να αναδειχθεί με αξιώσεις στο παγκόσμιο πλέγμα των μητροπολιτικών κέντρων. Κοινή στόχευση, εδραία πολιτική στήριξη, αναδεικνύει συνέργεια φορέων, «αδιαπέραστο» θεσμικό πλαίσιο, ενθουσιώδης συμμετοχή, ανέδειξαν μία μοναδική δημιουργικότητα. Αντλήθηκαν κοινά οφέλη.
Ασφαλώς η οικονομική κατάρρευση αλλάζει τους όρους, τις προϋποθέσεις και αναδεικνύοντας την ανάγκη μιας πιο λελογισμένης αξιοποίησης των δεσμευμένων πόρων της Ευρωπαϊκής Διαρθρωτικής Δέσμης, 2014-2020.
Η δραματική κρίση, εξ’ άλλου, θα ξεπεραστεί με ανάπτυξη. Η δε χωροταξία, η πολεοδομία, το φυσικό περιβάλλον, δεν μπορεί να μην είναι στο επίκεντρο κάθε υγιούς αναπτυξιακού εγχειρήματος, ως κύριου πλέον εργαλείου του.
Ανακύπτει η αδήριτη ανάγκη αναθεμελίωσης ενός καταρρέοντος σχεδιαστικού συστήματος. και ενός modus vivendi, με ένα νέο, παράλληλο –με «δυσδιάκριτους» πολιτικά υπευθύνους, όπως προβλέπεται από τα Memoranda- που φαίνεται ότι θα επικρατήσει. Ερήμην…
Ο δε φαύλος κύκλος της πολιτικής υποκρισίας –που έχει φτάσει στα όρια της πλέον, είναι φανερό- και των αγόνων ιδεοληψιών, θα πρέπει να διαρραγεί. και να δώσει τη θέση του σε έναν «ενάρετο» (κύκλο): σχεδιασμό σε αειφόρο βάση, διαυγείς διοικητικές διαδικασίες που οδηγούν σε συνέργειες, πολιτική τόλμη και με αναγκαίες ρήξεις (και) σε παθογενείς πρακτικές του παρελθόντος. Η κοινωνία θα επικροτήσει, οι παραγωγικές δυνάμεις θα βρουν πεδίο δημιουργικής δράσης, το περιβάλλον, φυσικό και ανθρωπογενές, θα αναβαθμιστεί.
Η πολιτεία θα επανέλθει στο ρόλο της, αυτόν που διαπλάσει «επ’ αγαθώ» συνειδήσεις, όχι αυτόν που εκμαυλίζει, που επιβραβεύει το έκνομο.
Για το ρόλο του πολίτη –ο οποίος δεν μπορεί να μένει αμέτοχος στην τύχη του περιβάλλοντος χώρου του- την απάντηση δίνει ο Ιππόδαμος, ο πατέρας της πολεοδομίας, στο «περί ευδαιμονίας», ποίημά του: «ο άνθρωπος είναι μέρος της κοινωνίας και σύμφωνα με το λόγο αυτό ολοκληρώνεται. όχι μόνον με την απλή συμμετοχή στην κοινωνία, αλλά με την καλή συμμετοχή σ’ αυτήν».

Διαβάστε επίσης