Η επίτευξη μιας ισχυρής και διατηρήσιμης ανάπτυξης είναι ο μόνος τρόπος για να υπερβεί οριστικά την κρίση η Ελλάδα… Είναι γνωστό ότι η ανάπτυξη ούτε παραγγέλλεται, ούτε διατάσσεται…
Αυτά είναι τα βασικά μηνύματα που έστειλε μέσω της ομιλίας του στην παρουσίαση του βιβλίου των Αντώνη Ζαΐρη και Γιώργου Σταμάτη «Ποια ανάπτυξη;» ο πρώην διοικητής της ΤτΕ, Γιώργος Προβόπουλος.
Μεταξύ άλλων ο ίδιος είπε πως η ανάπτυξη είναι ένα προϊόν ενός θετικού περιβάλλοντος, που ευνοεί την αποταμίευση, την επένδυση και την επιχειρηματικότητα. Συνεπώς για να σκιαγραφήσουμε τις προϋποθέσεις της ανάπτυξης στην Ελλάδα σήμερα, πιστεύω ότι πρέπει να προσεγγίσουμε ορισμένες κρίσιμες όψεις του προβλήματος
Πρώτον, τις δυνατότητες που έχει σήμερα η εγχώρια ζήτηση να στηρίξει ταχείς ρυθμούς ανόδου του ΑΕΠ. Υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι λάθος να θεωρούμε ότι μπορεί να πετύχουμε ανάπτυξη αυξάνοντας τις δαπάνες ενός υπερχρεωμένου και αναποτελεσματικού Δημοσίου. Δεν είναι εξάλλου και εφικτό, όταν έχουμε συμφωνήσει στην επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Επιπρόσθετα, η ιδιωτική κατανάλωση ως ποσοστό του ΑΕΠ κινείται σε υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με τον μέσο Ευρωπαϊκό όρο, άρα δεν μπορεί αυτή να παίξει ρόλο μοχλού. Κατά συνέπεια, η οικονομία πρέπει να στραφεί στην προσέλκυση επενδύσεων και στις εξαγωγές, πρόσθεσε ο κ. Προβόπουλος.
Δεύτερον, η σημερινή διάρθρωση της οικονομίας δεν ευνοεί αυτήν την, επιτακτικά αναγκαία, εξωστρέφεια. Αυτή είναι μια βασική αδυναμία που πρέπει να υπερβούμε. Ο εσωστρεφής χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας είναι αποτέλεσμα ενός στρεβλού μοντέλου ανάπτυξης που οδήγησε στην υπερτροφική ανάπτυξη του τομέα των μη διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών. Γι’ αυτό και συναντώνται μεγάλες δυσκολίες στην ταχεία επέκταση των εξαγωγών, που θα μπορούσε να περιορίσει την ύφεση.
Βασικό συμπέρασμα από τις σύντομες αυτές παρατηρήσεις είναι ότι ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει, αν δεν πραγματοποιηθούν εκτεταμένες αναδιαρθρώσεις και μεταρρυθμίσεις, που θα ενθαρρύνουν την κατεύθυνση επενδυτικών πόρων στον τομέα της οικονομίας που παράγει με ανταγωνιστικό τρόπο διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.
Ο μετασχηματισμός αυτός δεν είναι ούτε απλός ούτε εύκολος, καθώς συνεπάγεται μεγάλες αλλαγές σε νοοτροπίες, θεσμούς και πολιτικές. Πιστεύω όμως ότι είναι απολύτως αναγκαίος και βεβαίως εφικτός. Ο αναπροσανατολισμός αυτός παρεμποδίστηκε μέχρι σήμερα κυρίως από την απουσία πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας, τις μειωμένες δυνατότητες χρηματοδότησης, λόγω των δυσχερειών που αντιμετώπισε ο τραπεζικός τομέας, και τις αλλεπάλληλες μεταβολές του φορολογικού πλαισίου, που σταθερά οδηγεί σε υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Ο κίνδυνος Grexit, αν και έχει υποχωρήσει, δεν έχει εξαλειφθεί. Όλα αυτά οδηγούν σε ένα ρευστό και μη προβλέψιμο περιβάλλον υπονομεύοντας καίρια την προοπτική ανάπτυξης.
Είναι αναγκαίο ο αναπροσανατολισμός της πολιτικής να τεθεί ως κύριος στόχος, προσθέτει ο κ. Προβόπουλος, ώστε να ξέρουμε όλοι ως κοινωνία πού πάμε και πώς. Να συνειδητοποιήσουμε δηλαδή ότι η μόνη οδός προς την ανάπτυξη συνεπάγεται ριζικές αλλαγές του υποδείγματος που ακολουθήσαμε ως τώρα. Το υπόδειγμα αυτό στηρίχθηκε στην διόγκωση της ζήτησης, κυρίως της καταναλωτικής, με δανεικά. Σήμερα η ανάπτυξη είναι εφικτή, αν ενισχύσουμε πρωτίστως την παραγωγή που θα κατευθύνεται στις αγορές του εξωτερικού ή θα υποκαθιστά εισαγωγές. Και για να το επιτύχουμε χρειαζόμαστε ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο που θα ορίζει με σαφήνεια τους ενδιάμεσους στόχους και τα μέσα που απαιτούνται, εντοπίζοντας και κινητοποιώντας παράλληλα τους μηχανισμούς που θα κληθούν να το εφαρμόσουν. Παρόμοια πρόταση είχα υποβάλλει ως Διοικητής της ΤτΕ το 2010 και είχα επαναλάβει το 2013.
Όπως τόνισε χαρακτηριστικά «Η κρίση των τελευταίων ετών μας έχει διδάξει ένα πολύτιμο μάθημα: Ο μόνος τρόπος να την υπερβούμε οριστικά είναι η επίτευξη μιας ισχυρής και διατηρήσιμης ανάπτυξης, που είναι εφικτή μόνο αν ενισχυθεί η ικανότητα της οικονομίας να παράγει με ανταγωνιστικό τρόπο αγαθά και υπηρεσίες. Αν δεν συμβεί αυτό, τα εισοδήματα θα συνεχίσουν να μειώνονται και θα γίνεται δυσκολότερη η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων».
Πηγή: enikonomia.gr