Σαφή και υπαρκτό κίνδυνο για απροσδόκητες και επικίνδυνες επιπλοκές στην ομαλή ολοκλήρωση της ιδιωτικοποίησης του ΟΛΠ ΟΛΠ +4,81% συνιστά η επιμονή του υπουργού Ναυτιλίας Θ. Δρίτσα στη σκληρή γραμμή επιβολής εκτεταμένου δημοσίου ελέγχου στην επιχείρηση, εκτιμούν παράγοντες της αγοράς, σύμφωνα με την Καθημερινή.
Οπως αποκαλύπτεται σε νέο έγγραφο που έχει στη διάθεσή της η «Κ», λίγα μόλις 24ωρα πριν από την υπογραφή της συμφωνίας με την Cosco, νέο προσχέδιο νόμου του υπουργείου, που εστάλη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για σχόλια, προβλέπει και πάλι αμφιλεγόμενες αρμοδιότητες για τη Δημόσια Αρχή Λιμένα Πειραιά (ΔΑΛΠ).
Αρμοδιότητες που βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με το σχέδιο συμφωνίας που παρουσίασε προ εβδομάδος στην κυβέρνηση η τρόικα και το οποίο επίσης βρίσκεται στη διάθεση της Η «Καθημερινή».
Σε αυτό προβλέπεται η νομοθέτηση της πλήρους ανεξαρτησίας και λειτουργικότητας μόνον της υπάρχουσας ρυθμιστικής αρχής, της ΡΑΛ, και μάλιστα ως προαπαιτούμενο για την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης. Επίσης αναφέρει ρητά πως η ΡΑΛ και μόνον θα είναι αρμόδια για την επίβλεψη της εκτέλεσης της σύμβασης παραχώρησης του ΟΛΠ ΟΛΠ +4,81%. Ωστόσο, το υπουργείο στην αιτιολογική έκθεση του προσχέδιου νόμου αναφέρει ότι «η ίδρυση της ΡΑΛ αφενός δεν υπακούει στα ευρωπαϊκά πρότυπα, αφετέρου σε κάθε περίπτωση οι αρμοδιότητές της και η επιχειρησιακή της ικανότητα δεν μπορούσαν να εγγυηθούν την ουσιαστική άσκηση δημόσιας εξουσίας και επομένως δεν εξυπηρετούσαν το δημόσιο συμφέρον. Ανάλογο προηγούμενο Ρυθμιστικής Αρχής απαντάται μόνο στη Νότιο Αφρική».
Αυτό όμως που δεν λέει το υπουργείο, σχολιάζουν ορισμένες πλευρές, είναι πως εγείρονται ζητήματα αντισυνταγματικότητας του προτεινόμενου σχεδίου νόμου, καθώς διατάξεις του που αναφέρονται στη σύσταση και τη λειτουργία της ΡΑΛ και ειδικότερα εκείνες που αφορούν στις απονεμόμενες στον υπουργό Ναυτιλίας αρμοδιότητες, εκτιμάται ότι βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο 101 του Συντάγματος και τις διατάξεις του ν. 3051/2002.
Σε άλλο σημείο, το προσχέδιο του υπουργείου, που είναι το 5ο κατά σειρά, εξακολουθεί να προβλέπει πως «η ΔΑΛΠ λειτουργεί ως οιονεί καθολικός διάδοχος του OΛΠ Α.Ε. και υποκαθίσταται στο σύνολο των σχετικών εννόμων σχέσεων και των εκκρεμών δικών». Διατύπωση που δεν επιτρέπει πολλές παρερμηνείες για την πρόθεση των συντακτών του, αναφέρουν νομικοί κύκλοι στην «Κ», «να κρατικοποιήσουν τον ΟΛΠ».
Επιπλέον η ίδρυση της ΔΑΛΠ μετά την υποβολή της οικονομικής προσφοράς από την Cosco τον Δεκέμβριο, δεν εμπίπτει στο πλαίσιο των εγκεκριμένων νομοθετικών ρυθμίσεων του άρθρου 2§5 του σχεδίου σύμβασης παραχώρησης. Οπως λοιπόν πληροφορείται η «Κ» από νομικούς κύκλους, αυτό εκτιμάται πως «συνιστά, κατά το άρθρο 22 της σύμβασης παραχώρησης, μη επιτρεπτή μεταβολή της ισχύουσας, κατά τον χρόνο υποβολής της δεσμευτικής προσφοράς, νομοθεσίας. Η επιτρεπτή εντός του άρθρου 2§5 νομοθετική ρύθμιση είναι η έκδοση προεδρικού διατάγματος για την ολοκλήρωση του θεσμικού πλαισίου της ΡΑΛ ως εποπτικής Αρχής Λιμένων σε συμφωνία και με τη μνημονιακή πρόβλεψη».
Ακόμα πιο σκληρή κριτική στο σχέδιο Δρίτσα για τη ΔΑΛΠ ασκεί άλλη πηγή, εξόχως εξοικειωμένη με τη λιμενική βιομηχανία, αλλά και την ελληνική νομοθεσία: Συγκεκριμένα αναφέρει ότι «η ίδρυση της ΔΑΛΠ στερείται αδιαμφισβήτητης νόμιμης αιτιολόγησης, αντίκειται στους κανόνες της δημόσιας διοίκησης, αφού με τη δημιουργία της επικαλύπτονται αρμοδιότητες που ήδη ασκούνται από τα, κατά τον νόμο, καθ' ύλην αρμόδια όργανα, όπως είναι το υπουργείο Οικονομικών, το υπουργείο Ναυτιλίας, η Γενική Γραμματεία Λιμένων, η ΡΑΛ, η Ελληνική Ακτοφυλακή και το Λιμενικό, το υπουργείο Εργασίας, η Επιτροπή Ανταγωνισμού και οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Εργασίας».
Επιπλέον, εκτιμάται πως «παραβιάζεται η αρχή της ελευθερίας της επιχειρηματικής δραστηριότητας του OΛΠ, σύμφωνα με τους κανόνες της ελεύθερης οικονομίας και των Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων».
«Επί της ουσίας μοιάζει να επιδιώκεται είτε η ματαίωση της ιδιωτικοποίησης λόγω μεταβολής ουσιωδών όρων του διαγωνισμού είτε η φαλκίδευση της λειτουργίας του OΛΠ υπό τη νέα διοίκησή του», συμπληρώνει.