Πρόσφατα τα όργανα της ΕΣΗΕΑ, στην προκειμένη περίπτωση το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, τιμώρησε κάποιους συναδέλφους μας με την ποινή της διαγραφής.
Κι επειδή ισχύει ότι και οι κρίνοντες κρίνονται, έχω να παρατηρήσω τα εξής απαντώντας στο ερώτημα κατά πόσον σε ένα κρίσιμο θέμα όπως το δημοψήφισμα, του περασμένου Ιουλίου ο δημοσιογράφος έχει ή όχι το δικαίωμα να πάρει δημόσια θέση υπέρ ή κατά.
Για το μεγάλο αυτό θέμα που εμφανίστηκε από την κυβέρνηση, ως ή ταν ή επί τας, είχα με ημερομηνία 1/7/2015 δημοσιοποιήσει τις απόψεις μου, με άρθρο που αναρτήθηκε σε εφημερίδες και πολλά sites.
Για του λόγου το αληθές αναδημοσιεύω εδώ το άρθρο μου αυτούσιο :
ΝΑΙ στη σωτηρία της Ελλάδας
Για πρώτη φορά γράφω σε προσωπικό επίπεδο. Αυτό το άρθρο όμως δεν αφορά εμένα, αφορά όλους μας και κυρίως τα παιδιά μας και τις επόμενες γενιές, που με την συμπεριφορά μας, τους έχουμε αδικήσει. Ποτέ μέχρι τώρα από την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα δεν τάχθηκα υπέρ του Α ή του Β κόμματος.
Συγγενικά μου πρόσωπα και φίλοι μου με ρωτούσαν κατά καιρούς τι ψηφίζουμε, η απάντησή μου ήταν σαφής, διαυγής και καθαρή. Όποιον νομίζεις ότι μπορεί να είναι επωφελής για την χώρα μας. Το ίδιο έπραξα και στις τηλεοπτικές εκπομπές ή τα σχόλια μου στον Τύπο την Τηλεόραση και το Ραδιόφωνο.
Φρόντισα πάντα να σχολιάζω τις πράξεις και τις παραλήψεις τόσο της εκάστοτε κυβέρνησης, όσο και της αντιπολίτευσης. Χωρίς διάθεση αντιπολιτευτική και πάντα προασπίζοντας τα συμφέροντα του απλού πολίτη. Αφουγκράστηκα τις αγωνίες των συμπολιτών μου από τη λαϊκή αγορά μέχρι τους ακαδημαϊκούς χώρους.
Δεν είχα καμιά προσωπική σχέση με κόμματα και πολιτικά πρόσωπα. Δεν ζήτησα κανένα προσωπικό ρουσφέτι από πολιτικούς ή κόμματα. Δεν συνδέθηκα με καμιά οργάνωση και δεν συμμετείχα ποτέ σε κανένα συλλογικό σχήμα οικονομικού ή άλλου φορέα.
Δούλεψα σκληρά για τέσσερεις και πλέον δεκαετίες στο χώρο της έντυπης και ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας και υπήρξα ιδρυτικός διευθυντής σε πετυχημένα έντυπα ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς.
Μια μόνο φορά πήρα έως τώρα θέση και αυτή ήταν στο δημοψήφισμα του 1974 υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, ενώ υπηρετούσα την θητεία μου στο ναυτικό και απειλήθηκα γι αυτή μου τη στάση μου, από κάποιους αξιωματικούς βασιλόφρονες.
Το 2010 εναντιώθηκα στο μνημόνιο του Γ. Παπανδρέου και ύψωσα την φωνή μου με του αγανακτισμένους στην πλατεία Συντάγματος. Μίλησα με τους συμπολίτες μου και ανταλλάξαμε σκέψεις και εμπειρίες εκφράζοντας τους κοινούς μας προβληματισμούς.
Πήρα μέρος σε όλες τις συναντήσεις των ομάδων που προέκυψαν από τους αγανακτισμένους σε μια προσπάθεια να συγκροτήσουμε ένα ενιαίο μέτωπο σε απάντηση στο διεφθαρμένο και εν πολλοίς χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα.
Απογοητεύθηκα όταν είδα ότι όλοι διεκδικούσαν για τον εαυτό τους την αρχηγία του μετώπου. Οι συναντήσεις αυτές ουδέν απέδωσαν. Η δεύτερη απογοήτευσή μου ήρθε όταν από τους αγανακτισμένους γεννήθηκαν κόμματα των ψεκασμένων του Καμμένου και των εθνικιστών του Μιχαλολιάκου.
Αρνήθηκα προτάσεις για να κατέβω υποψήφιος, που μου έγιναν από πολλά κόμματα και τότε αλλά και παλιότερα. Προτίμησα να μείνω πιστός στο δημοσιογραφικό μου λειτούργημα αδέσμευτος από κάθε κομματική εξάρτηση.
Τώρα μετά από σαράντα χρόνια για δεύτερη φορά νιώθω την υποχρέωση να πάρω θέση, μια και η πατρίδα μας βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη καταστροφή.
Κι αυτό γιατί πάμε σε ένα δημοψήφισμα, που όπως επεσήμανα από το περασμένο Σάββατο σε σχόλιο μου είναι απολύτως διχαστικό και δεν συνάδει με τις αρχές που διέπουν μιαν ευνομούμενη δημοκρατική χώρα.
Με ένα ασαφές ερώτημα που αναφέρεται στις προτάσεις των δανειστών μας, με αγγλικούς τίτλους στο ψηφοδέλτιο, καλούν εντός πέντε ημερών τους πολίτες να αποφασίσουν για το αύριο τους.
Πιστεύει άραγε κανείς, ότι ο απλός πολίτης μπορεί να καταλάβει και να ερμηνεύσει το περιεχόμενο των προτάσεων των δανειστών και να σταθμίσει το ΝΑΙ ή το ΟΧΙ του;
Είναι καθαρό ένα δημοψήφισμα που χρησιμοποιεί για το ΝΑΙ και το ΟΧΙ ένα ψηφοδέλτιο και όχι δύο διαφορετικά;
Είναι ο περιορισμένος χρόνος ικανός για να κατανοήσει κάποιος πολίτης αυτό το περίπλοκο περιεχόμενο των προτάσεων των δανειστών για το οποίο μας καλούν να απαντήσουμε με ένα ΝΑΙ ή ΟΧΙ;
Τι είδους ερώτημα είναι αυτό, όταν η πρόταση των δανειστών, για την οποία καλούμεθα να αποφανθούμε, έχει ήδη αποσυρθεί και η κυβέρνηση κατόπιν εορτής την αποδέχθηκε σε μεγάλο βαθμό, ζητώντας μικρές υποχωρήσεις από την πλευρά των δανειστών;
Την ίδια ώρα οι δανειστές καλώς ή κακώς μας λένε σε όλους τους τόνους ότι το ΟΧΙ για εκείνους σημαίνει όχι στην Ευρώπη. Εμείς κάνουμε ότι δεν το ακούμε και λέμε ότι το ΟΧΙ σημαίνει ενδυνάμωση της διαπραγματευτικής δυνατότητας. Παράλληλα δεν προβληματίζει κανέναν ότι και οι 18 υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης είναι απέναντι μας;
Το γεγονός ότι υπέρ του όχι της ελληνικής κυβέρνησης, τάχθηκαν οι Μαρί Λεπέν της γαλλικής ακροδεξιάς, οι Μαδούρο της Βολιβίας, ο Πέπε Γκρίλο της Ιταλίας και εμμέσως πλην σαφώς ο Β. Σόιμπλε, δεν προβληματίζει κανέναν;
Και γιατί κατόπιν εορτής ήρθε η πρόταση του δημοψηφίσματος και δεν ήρθε πριν από ένα ή δύο μήνες και πάντως πριν λήξει η ομπρέλα του ELA;
Γιατί η ελληνική πλευρά κατέθεσε τις προτάσεις της μόλις στις 8 Ιουνίου και δεν το έκανε λίγες εβδομάδες μετά τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου;
Αρκετοί ισχυρίζονται ότι μια νέα συμφωνία σημαίνει υποδούλωση. Είναι όμως ανάγκη να απαντήσουν στο ερώτημα αν μπορούν να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση της νοσούσης οικονομίας μας από άλλες πηγές όπως τις χρηματαγορές, τη Ρωσία, την Κίνα και λοιπές τρίτες χώρες ή είναι μονόδρομος μια συμφωνία με τους δανειστές;
Μπορεί η ελληνική συνταγή να είναι κακή, όμως μπορούν να μας πουν γιατί οι αντίστοιχες συνταγές που δόθηκαν στα μνημόνια Ιρλανδίας και Πορτογαλίας τις έβγαλαν από την περιδίνηση της τρόικα και τώρα δανείζονται από τις αγορές με ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια;
Την περασμένη εβδομάδα βρέθηκαν όλοι πλην Χρυσής Αυγής και ΚΚΕ στις Βρυξέλες στη διάρκεια της συνόδου κορυφής. Και δεν συναντήθηκαν να ανταλλάξουν δύο κουβέντες. Αυτό είναι αδιανόητο. Δεν το χωράει ο νους κάθε εχέφρονος ανθρώπου.
Αντίθετα στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία κυβέρνηση και αντιπολίτευση συμφώνησαν να συνυπέγραψαν τα μέτρα με αποτέλεσμα γρήγορα και χωρίς αμφισβητήσεις να υλοποιηθούν. Έτσι έβγαλαν τις χώρες τους από τα μνημόνια.
Το αντίθετο συνέβη στην Ελλάδα. Οι μεν κατηγορούσαν τους δε για υποτέλεια από τη μια και για αντιευρωπαϊσμό από την άλλη. Αποτέλεσμα από εγγενείς αδυναμίες και υπό την πίεση της αντιπολίτευσης η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου υποχώρησαν στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων με αποτέλεσμα το ελληνικό πρόβλημα να μεγεθύνεται καθημερινά όλο και περισσότερο.
Στην παρατεταμένη προεκλογική περίοδο η τότε αξιωματική αντιπολίτευση πλειοδοτούσε σε εξαγγελίες.
Τι έγιναν άραγε όλα αυτά που μας υποσχόταν με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης ο Α. Τσίπρας;
Τι έγιναν οι διαβεβαιώσεις για κούρεμα του χρέους και την κατάργηση των μνημονίων με ένα νόμο;
Το δημοψήφισμα της Κυριακής έχει από τη μια πλευρά ένα ερώτημα που απαντάται με το ΟΧΙ και αμφισβητείται το περιεχόμενό του και από την άλλη ένα δεύτερο εξ ίσου ,παραπλανητικό αυτό του ΝΑΙ σε ένα πρόγραμμα στην παρούσα φάση δεν ισχύει, με το ψευτοδίλημμα της αποδοχής των νέων φόρων και περικοπών συντάξεων.
Χωρίς να δίνει κανείς άφεση αμαρτιών σε αυτούς που άσκησαν την εξουσία στο παρελθόν, οι πολίτες οφείλουν να πουν ένα καθαρό ΝΑΙ στην Ευρώπη την Κυριακή.
Να αποδοκιμάσουν όσους τους έταξαν λαγούς με πετραχήλια και να απαιτήσουν να δημιουργηθεί μια νέα διαπραγματευτική ομάδα από αξιόπιστα πρόσωπα, ικανή να φέρει σε πέρας μια συμφωνία, που θα επαναφέρει την ομαλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και θα ανατροφοδοτήσει την οικονομία με την πολυπόθητη ρευστότητα.
Για να επιτευχθεί αυτό είναι ανάγκη να σχηματισθεί την επομένη του δημοψηφίσματος μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας στην οποία θα ηγηθεί ένα πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και σε αυτήν να μην συμμετάσχουν στελέχη των κομμάτων του παρελθόντος και βεβαίως ούτε από τους σημερινούς που απέτυχαν να κρατήσουν τη χώρα όρθια.
Οι εκλογές να γίνουν όταν η χώρα θα βρεθεί σε ένα πρώτο ασφαλές λιμάνι και αφού έχουν προχωρήσουν οι βασικές μεταρρυθμίσεις, που δεν θα έχουν σχέση με μειώσεις μισθών και συντάξεων, αλλά στοχεύουν στην ανάπτυξη, που είναι και το ζητούμενο για την μείωση της ανεργίας.
Να καταργηθούν Γραμματείς και Φαρισαίοι των υπουργείων και να ασκήσουν τα καθήκοντα αυτά οι πιο άξιοι διευθυντές. Οι θέσεις για νοσοκομεία, Οργανισμούς και ΔΕΚΟ να προκηρυχθούν και να δοθούν στους άξιους και όχι στα κρατικοδίαιτα κομματικά στελέχη.
Να υπάρξει μια πραγματικά νέα αρχή για τη χώρα. Αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη προσφορά των πολιτικών δυνάμεων προκειμένου η Ελλάδα να κρατηθεί από ένα κλαδί, σε αυτή την βίαιη πτώση στον γκρεμό, πριν τσακιστεί στα βράχια.
Αυτά έγραψα τότε. Βεβαίως στη συνέχεια ο Α. Τσίπρας πήρε το ΟΧΙ, που βγήκε από τις κάλπες και το μετέτρεψε σε ΝΑΙ, ως προς το πολιτικό δέον γενέσθαι , αλλά αυτό είναι μια άλλη πικρή ιστορία, που αφορά ιστορικούς ως προς το πολιτικό σκέλος και ψυχολόγους ως προς το σκέλος των ψηφοφόρων.
Με τους συναδέλφους που καταδίκασε το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ με συνδέει μόνο πολύχρονη επαγγελματική γνωριμία και πέραν τούτου ουδέν.
Παρατηρώ όμως ότι το Πειθαρχικό μας δεν ενοχλείται όταν στα παράθυρα των καναλιών εμφανίζονται και αντιπαρατίθενται κατά κόρον δημοσιογράφοι, που εκφράζουν απροκάλυπτα τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ ή της ΝΔ, κάτι που δημιουργεί σύγχυση στον τηλεθεατή, μια και δεν μπορεί να ξεχωρίσει αν ο ομιλών είναι μεταφορέας μιας είδησης, ή προπαγανδιστής μια κομματικής θέσης, ούτε όταν δημοσιογράφοι στο ραδιόφωνο, κατά παράβαση του κώδικα δεοντολογίας, διαφημίζουν κάθε λογής συμπληρώματα διατροφής, εκφωνώντας με προσωπικό στιλ ένα διαφημιστικό, λέγοντας παράλληλα ότι χρησιμοποιούν το εν λόγο προϊόν με άριστα αποτελέσματα.
Όλα αυτά οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι αυτή η απόφαση αποτελεί όνειδος για την ελευθεροτυπία, όνειδος για την ελευθερία του λόγου, όνειδος για την δημοκρατία.
Όταν μια τέτοια απόφαση την παίρνει η εξουσία, μπορεί κανείς να την καταγγείλει για αυθαιρεσία, όταν την παίρνει το συνδικαλιστικό σου όργανο, για το οποίο το πάλαι ποτέ λέγαμε με υπερηφάνεια ότι είναι ένα πνευματικό σωματείο, τότε μπορεί κανείς να κατανοήσει για το πώς οδηγήθηκε η χώρα σε αυτή την κατάντια.
Γιατί εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι όλοι έχουμε βάλει το λιθαράκι μας στην δραματική εξέλιξη της ζωής μας και το χειρότερο στο διαγραφόμενο ζοφερό αύριο μας.
Κατά την εκτίμηση μου, υπάρχει διαφορά και μάλιστα μεγάλη, ανάμεσα στην ιδεολογία που μπορεί κανείς ελεύθερα να εκφράζει ως άποψη, και την ταύτιση με ένα κάποιο κόμμα, που οφείλει κάθε συνεπής με το ρόλο του δημοσιογράφος να αποφεύγει.
Αυτά τα φαινόμενα που ζούμε στις μέρες μας θυμίζουν Μακαρθισμό από την ανάποδη, και είναι επικίνδυνα δια την ίδια την δημοκρατία.