του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Δύσκολα θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς με τις θέσεις του κ. Μάριο Ντράγκι σχετικά με το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ερώτημα είναι από πού θα προκύψουν τα 800 δισ. ευρώ επενδύσεως που προτείνει για να ξαναγίνει η γηραιά ήπειρος εκ νέου ανταγωνιστική;
Και με την Ελλάδα τι γίνεται; όταν το δημόσιο χρέος της ξεπερνά το 160% του παραγόμενου εισοδήματος της το 2023.
Ο dr. Money, σε σχόλιό του, υποστηρίζει ότι δύο είναι τα πιθανά σενάρια στη σημερινή εγχώρια και διεθνή συγκυρία.
Αν όλα πάνε καλά, δηλαδή η Ελλάδα παράγει πρωτογενή πλεονάσματα άνω των 5 δισ. ευρώ ετησίως, που είναι οι εκτιμώμενοι τόκοι εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους τα επόμενα χρόνια, και ο ρυθμός ανάπτυξης του ονομαστικού ΑΕΠ ξεπερνά το μέσο επιτόκιο δανεισμού της χώρας και δεν υπάρξουν δυσάρεστες εκπλήξεις, το δημόσιο χρέος μπορεί να βρεθεί αρκετά κάτω από 130% του ΑΕΠ το 2028 από 160%+ το 2023.
Παρόμοια σενάριο θα είναι μια πολύ καλή εξέλιξη, καθώς η Ελλάδα μπορεί να χάσε. τα πρωτεία της πιο υπερχρεωμένης χώρας της ευρωζώνης από την Ιταλία. Όμως, το δημόσιο χρέος θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα ως προς το ΑΕΠ αν και το προφίλ του χρέους, αναμένεται να παραμείνει ελκυστικό μεσοπρόθεσμα.
Αυτό το σενάριο το υποθέτουν με κάποιες επιφυλάξεις και διεθνείς επενδυτικοί κύκλοι. Όμως, στην ελληνική περίπτωση υπάρχει και η ιστορία που λέει αλήθειες όχι πάντα ευχάριστες
Όπως έδειξαν η Carmen Reinhart του Harvard και του NBER και ο Christoph Trebesch του Πανεπιστημίου του Μονάχου στη μελέτη τους για την σύγχρονη ιστορία των ελληνικών χρεοκοπιών από το 1829 μέχρι σήμερα, η σύνθεση του χρέους παίζει σημαντικό ρόλο.
Στη μελέτη που έφερε τον τίτλο «Οι παγίδες της εξωτερικής εξάρτησης: Ελλάδα, 1829-2015», οι δυο καθηγητές ξεκινάνε με αναφορά σ' ένα Ελληνο-Καναδό ιστορικό, τον Σταυριανό, ο οποίος το 1952 σημείωνε «ότι ο ελληνικός λαός θα πρέπει να υπομείνει ένα συντριπτικό εξωτερικό χρέος που πρακτικά απομυζεί το αίμα του». Οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι υπάρχει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο το οποίο οδηγεί στη χρεοκοπία της σύγχρονης Ελλάδας κάθε 60 περίπου χρόνια.
«Τα τελευταία 200 χρόνια και πλέον, η κλίση προς τον εξωτερικό δανεισμό στην Ελλάδα (από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα) έχει καταλήξει σε επαναλαμβανόμενες κρίσεις και ξαφνικές αντιστροφές των κεφαλαιακών ροών (ξαφνικά στοπ)», έγραψαν. Οι συνέπειες δεν ήταν μόνο οικονομικές, αλλά και πολιτικές, ανέφεραν, προσθέτοντας ότι κατέληξαν σε μεγάλη ξένη ανάμειξη, η οποία κυρίως αποσκοπούσε στην αποπληρωμή των δανείων διάσωσης.
Αυτά δεν σημαίνουν ότι η πρόσβαση στις ξένες αγορές δεν έχει οφέλη, ιδίως για χώρες που δεν έχουν αρκετά εγχώρια αποταμιευτικά κεφάλαια. Τα εξωτερικά δάνεια για την χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων ή το χαμηλό επιτόκιο δανεισμού σε περιόδους πλεονάζουσας ρευστότητας διεθνώς είναι μερικά από τα πλεονεκτήματα.
Όμως, σε περιόδους οικονομικής κρίσης, τα πράγματα αλλάζουν. Το κόστος δανεισμού στις ξένες αγορές αυξάνει και μπορεί να μην είναι εύκολο για μια χώρα σε ανάγκη να βρει κεφάλαια όταν τα θέλει.
Το σχεδόν σταθερά ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας από την δεκαετία του 1920 συνοδεύθηκε από χαμηλή εγχώρια αποταμίευση. Η τελευταία εξηγείται εν μέρει από ένα μέρος του πλούτου αρκετών Ελλήνων είναι στο εξωτερικό. Ο συνδυασμός έχει συνέπεια την αυξημένη εξάρτηση της Ελλάδας από τον εξωτερικό δανεισμό για την χρηματοδότηση του ελλείμματος, καθιστώντας την πιο ευάλωτη σε εξωτερικά σοκ. Αυτό συνεχίζεται ακόμη και σήμερα παρά την δημοσιονομική πειθαρχία, αντικατοπτρίζοντας το προβληματικό οικονομικό υπόδειγμα ανάπτυξης της χώρας, το οποίο δεδομένα συμφέροντα, στο εσωτερικό κυρίως, δεν θέλουν να αλλάξει. Στην καλύτερη δε περίπτωση, οι όποιες αλλαγές θα πρέπει να γίνουν υπό τον έλεγχό τους. Τα συμφέροντα αυτά, την ιστορία την έχουν …. γραμμένη! Έως πότε όμως, είναι το ερώτημα.
Το άρθρο των Reihhart και Trebesch θεωρεί ότι οι μεγάλες καθαρές εισροές κεφαλαίων της τάξης του 5% του ΑΕΠ από το Σχέδιο Μάρσαλ την δεκαετία του 1950 και οι εξίσου μεγάλες ετήσιες εισροές από την EE από το 1981 μέχρι σήμερα, έχουν επίσης συνεισφέρει στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Όχι όμως και σε βαθειές διαρθρωτικές αλλαγές.
Το συμπέρασμα; «Δεν έχουμε την βάση να συμπεράνουμε ότι η μεγαλύτερη εξάρτηση από τις εγχώριες αποταμιεύσεις θα ήταν πανάκεια για οικονομική σταθερότητα, αλλά έχουμε την μαρτυρία 200 χρόνων για να υποστηρίξουμε την άποψη ότι η υπερβολική εξάρτηση από τον εξωτερικό δανεισμό έχει επανειλημμένα οδηγήσει σε ερείπια».
Τι μπορεί να συμβεί, λοιπόν, όταν μια κυβέρνηση χωρίς αντιπολίτευση δεν λύνει κομβικά θέματα, όπως αυτά της απονομής δικαιοσύνης για παράδειγμα;