Καθώς μεγαλώνετε, μπορεί να έχετε παρατηρήσει κάποια αραίωση ή ότι το χρώμα των μαλλιών σας σταδιακά χάνεται και αρχίζει να γκριζάρει. Μπορεί επίσης να δείτε κάποιες αλλαγές στα νύχια σας, κάτι που είναι απολύτως φυσιολογικό.
Όπως εξηγεί η δερματολόγος δρ Μισέλ Τάρμποξ, «τα νύχια είναι σε πολλές περιπτώσεις παρόμοια με τα μαλλιά μας». Και τα δύο είναι γεμάτα πρωτεΐνη κερατίνης και αναπτύσσονται με παρόμοιο τρόπο. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη εάν, όπως τα μαλλιά σας, τα νύχια σας αρχίσουν να φαίνονται διαφορετικά.
Γνωρίζοντας ποιες αλλαγές είναι φυσιολογικές μπορείτε να προετοιμαστείτε καλύτερα για την μετάβαση, δίχως την περιττή ανησυχία ή το άγχος ότι κάτι δεν πάει καλά.
Πώς αλλάζουν τα νύχια σας καθώς μεγαλώνετε
Μερικές φυσιολογικές αλλαγές που θα παρατηρήσετε, περιλαμβάνουν:
1. Χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να μεγαλώσουν
Η ανάπτυξη των νυχιών επιβραδύνεται καθώς μεγαλώνετε. «Τόσο τα μαλλιά όσο και τα νύχια μας έχουν την τάση να μεγαλώνουν αρκετά γρήγορα όταν είμαστε νεότεροι» εξηγεί η δρ Μισέλ Τάρμποξ. Ωστόσο, καθώς «ανεβαίνουμε» δεκαετίες οι ρυθμοί που αναπτύσσονται μειώνονται.
2. Γίνονται πιο εύθραυστα
«Ακριβώς όπως το δέρμα μπορεί να γίνει πιο λεπτό με την πάροδο του χρόνου, τα νύχια μας περνούν από παρόμοιες διαδικασίες ατροφίας, με αποτέλεσμα να γίνονται πιο λεπτά και ως εκ τούτου πιο εύθραυστα» αναφέρει η δρ Μισέλ Τάρμποξ.
Όταν είναι λιγότερο πυκνά μπορεί να γίνουν πιο επιρρεπή στο σπάσιμο. Επιπλέον η υφή των νυχιών σας μπορεί να αλλάξει από λεία και γυαλιστερή σε πιο τραχιά και θαμπή. Μπορεί επίσης να σχηματίσουν κάθετες γραμμές ή ραβδώσεις που μοιάζουν με «ρυτίδες».
3. Τα νύχια των ποδιών σας σκληραίνουν
Τα δεδομένα μπορεί να αντιστραφούν στην περίπτωση των νυχιών στα πόδια σας. «Μπορεί στα χέρια να είναι λεπτά, στα πόδια όμως έχουν την τάση να γίνονται πιο σκληρά και τραχιά» αναφέρει η δρ Μισέλ Τάρμποξ.
Κάθε φορά που το νύχι των ποδιών σας «χτυπά» στο μπροστινό μέρος του παπουτσιού σας, προκαλείται ένα μικροτραύμα. «Αυτό τα κάνει να μεγαλώνουν με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πιο σκληρά και πυκνά» καταλήγει η δρ Μισέλ Τάρμποξ.