Θεατρική κριτική: Ηλέκτρα του Σοφοκλή

του Ελισσαίου Βγενόπουλου, σκηνοθέτη-συγγραφέα

 

Να τοι που βγαίνουν, κόκκινα χέρια που αίματα

στάζουν και δεν μπορώ άδικο να τους ρίξω

 

Στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή η ηρωίδα είναι αποφασισμένη και το χέρι του Ορέστη σταθερό. Δεν υπάρχουν Ερινύες και ενοχές να διώξουν του μητροκτόνους. Τα παιδιά του αρχιστράτηγου των Αχαιών είναι οι Ερινύες, ο χορός τους έχει κιόλας απαλλάξει καθώς τους βλέπει λουσμένους στης μάνας τους το αίμα.

Ο Αγαμέμνων στο γνωστό μύθο μόλις επέστρεψε από το Ίλιον τροπαιοφόρος, δολοφονήθηκε μέσα στο παλάτι από τη γυναίκα του και τον εραστή της τον  Αίγισθο. Η Ηλέκτρα φυγάδευσε τον μικρό Ορέστη και απομένει μόνη και περιφρονημένη μέσα στα παλάτια να θρηνεί τον χαμό του πατέρα της, την εξορία του μικρού της αδερφού και τα δικά της κατάντια. Η νομιμότητα, η δικαιοσύνη και ευταξία έχουν καταβαραθρωθεί στο βασίλειο των Μυκηνών. Το μίσος της Ηλέκτρας για τους φονιάδες του πατέρα της θρέφει τις μέρες της και η εναγώνια προσμονή της επιστροφής του Ορέστη και η εκδικητική μανία εναντίον της μάνας της και του Αίγισθου δίνει νόημα στη ζωή της.

Ο πυρήνας της τραγωδίας είναι το ξέπλυμα της ντροπής, ο θάνατος των σφετεριστών της Μυκηναϊκής εξουσίας και η απελευθέρωση των Ατρειδών από τα δεσμά και τα δεινά του Αίγισθου και της Κλυταιμνήστρας.

Ο Ορέστης λίγο πριν σκοτώσει τον Αίγισθο του λέει:

 

Και θα ‘πρεπε με τέτοια πληρωμή να πάνε

όλοι που θέλουν να πατούν τον νόμο,

με θάνατο.

 

Από τον Πρόλογο ως το πρώτο επεισόδιο έχουν προδιαγραφεί οι χαρακτήρες και η εξέλιξη του μύθου έχει πάρει τη ροή του. Ο Παιδαγωγός οδηγεί τον Ορέστη και τον Πυλάδη μπροστά στα παλάτια των Μυκηνών. Ο Ορέστης θα εκδικηθεί κανείς και τίποτα δεν θα τον σταματήσει ούτε θεός ούτε άνθρωπος. 

Εισέρχεται η Ηλέκτρα θρηνώντας τον αδικοχαμένο της πατέρα και αδημονώντας για την επιστροφή του αδελφού- εκδικητή. Μπαίνει η Χρυσόθεμις σταλμένη από την Κλυταιμνήστρα να πάει χοές στον Αγαμέμνονα, αντιδικούν οι δυο τους για το τι πρέπει να κάνουν. Η είσοδος της Κλυταιμνήστρας  δημιουργεί ένταση και παροξυσμό. Η Ηλέκτρα ρίχνει βαριές κατηγόριες και η Κλυταιμνήστρα ανασύρει δικαιολογίες και καταλήγει με ευχές στου εφέστιους θεούς: να κυβερνώ των Ατρειδών τα σπίτια και το στέμμα.

Ο Παιδαγωγός εισέρχεται και ενημερώνει ότι ο Ορέστης σκοτώθηκε στους ιππικούς αγώνες. Ανατρέπονται οι ψυχολογικές καταστάσεις, η Κυταιμνήστρα ησυχάζει. Η Ηλέκτρα όμως φτάνει στην απόγνωση: 

ο θάνατος χαρά,

λύπη να ζω, δε τη διψάω τη ζωή.

Φτάνει πάλι η Χρυσόθεμις που είδε στον τάφο του Αγαμέμνονα σημάδια του Ορέστη και βγάζει το συμπέρασμα ότι ο νέος ζει. Νέα ανατροπή  των ψυχολογιών καταστάσεων. Η Χρυσόθεμις χαίρεται, η Ηλέκτρα την ελεεινολογεί για την πλάνη της και της προτείνει να πάρουν οι δυο τους εκδίκηση. Αλλά όποια και να είναι η στάση όλων η Ηλέκτρα έχει πάρει την απόφαση:

Μόνη μου, με τα χέρια μου, λοιπόν, πρέπει

να το τελειώσω δεν θα τ’ αφήσω απλήρωτο.

 

Στο τρίτο επεισόδιο μπαίνει ο Ορέστης και ακολουθεί η αναγνώριση και αμέσως συνεννοούνται για το σχέδιο. Οι τρεις άνδρες μπαίνουν στο παλάτι και ακολουθεί η Ηλέκτρα αγέρωχη και αποφασισμένη. Οι κραυγές και τα βογγητά της Κλυταιμνήστρας ακούγονται στο εσωτερικό του παλατιού. Βγαίνουν οι άνδρες με ματωμένα χέρια. Η εκδίκηση έλαβε σάρκα και οστά. Η τάξη, η νομιμότητα και η δικαιοσύνη πήραν τη θέση τους. Η Ηλέκτρα ελευθερώθηκε θα καταλαγιάσει, θα ησυχάσει γιατί ελευθερώθηκε.  

 

Η τραγωδία "Ηλέκτρα" του Σοφοκλή εμβαθύνει στην πολυπλοκότητα της εκδίκησης, της δικαιοσύνης και του ανθρώπινου ψυχισμού. Το έργο διαδραματίζεται στον απόηχο της δολοφονίας του Αγαμέμνονα και περιστρέφεται γύρω από τα δυο αδέλφια, την Ηλέκτρα και τον Ορέστη, καθώς αναζητούν εκδίκηση για τον θάνατο του πατέρα τους. Ωστόσο, αυτό που διαφοροποιεί το έργο αυτό είναι η συνειδητή επιλογή του Σοφοκλή να αφηγηθεί την ιστορία μέσα από την υποκειμενική οπτική γωνία της Ηλέκτρας, ενός χαρακτήρα που κατατρώγεται από πόνο και θλίψη.

Το βλέμμα της Ηλέκτρας χρησιμεύει ως φακός μέσα από τον οποίο το κοινό βλέπει τα γεγονότα του έργου. Η προοπτική της είναι βαθιά καταρρακωμένη από τα βάσανά της, γεγονός που επηρεάζει την αντίληψή της για τον κόσμο γύρω της. Αυτό το θρυμματισμένο βλέμμα δεν αντανακλά μόνο την εσωτερική αναταραχή της Ηλέκτρας, αλλά μεγεθύνει και διαστρεβλώνει την πραγματικότητα που βιώνει. Μέσω αυτής της προσέγγισης, ο Σοφοκλής αναδεικνύει την υποκειμενική φύση της αλήθειας και τον βαθμό στον οποίο τα προσωπικά συναισθήματα και οι προκαταλήψεις μπορούν να διαμορφώσουν την κατανόηση των γεγονότων.

Ένα από τα κεντρικά θέματα που διερευνά η "Ηλέκτρα" είναι η επιδίωξη της δικαιοσύνης μέσω με κάθε τρόπο. Οι πράξεις της Ηλέκτρας και του Ορέστη καθοδηγούνται από την επιθυμία να εκδικηθούν τη δολοφονία του πατέρα τους, τονίζοντας τη βαθιά ριζωμένη ανθρώπινη ανάγκη για εκδίκηση. Ωστόσο, καθώς το έργο εξελίσσεται, ο Σοφοκλής θέτει ερωτήματα σχετικά με την ηθική και τις συνέπειες τέτοιων πράξεων. Επιπλέον, η απεικόνιση της Ηλέκτρας ως πρωταγωνίστριας από τον Σοφοκλή προσφέρει μια μοναδική προοπτική για τη δυναμική της εξουσίας στην αρχαία ελληνική κοινωνία. Η Ηλέκτρα αμφισβητεί τους παραδοσιακούς ρόλους και τις προσδοκίες των φύλων συμμετέχοντας ενεργά στην αναζήτηση της δικαιοσύνης. Η ακλόνητη αποφασιστικότητά της και η άρνησή της να συμμορφωθεί με τα κοινωνικά πρότυπα αναδεικνύουν τη δράση και την ανθεκτικότητά της απέναντι στις αντιξοότητες. Μέσω του χαρακτήρα της Ηλέκτρας, ο Σοφοκλής αμφισβητεί τους περιορισμούς που επιβάλλονται στις γυναίκες σε μια πατριαρχική κοινωνία και αναδεικνύει τη δύναμη και τις δυνατότητες αντίστασης που υπάρχουν μέσα τους.

Επιπλέον, η "Ηλέκτρα" αποτελεί παράδειγμα των δραματικών τεχνικών που χρησιμοποιεί ο Σοφοκλής για να προκαλέσει συναισθηματικές αντιδράσεις στο κοινό. Το έργο είναι γεμάτο με έντονους διαλόγους, ισχυρούς μονολόγους και συγκλονιστικές σκηνές που αυξάνουν τη δραματική ένταση. Ο Σοφοκλής πλέκει αριστοτεχνικά τα θέματα της θλίψης, της εκδίκησης και της δικαιοσύνης για να δημιουργήσει μια συναρπαστική αφήγηση που προκαλεί ενσυναίσθηση και προβληματισμό στους θεατές.

Την τραγωδία του Σοφοκλή «Ηλέκτρα», το όψιμο αριστούργημα του μεγάλου τραγικού ποιητή, παρουσιάζουν το καλοκαίρι του 2023 η Εταιρεία Τέχνης Ars Aeterna σε συνεργασία με το Θέατρο του Νέου Κόσμου. Η παράσταση ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ και θα παρουσιαστεί σε πανελλαδική περιοδεία. Στο σημείωμα των δημιουργών υπογραμμίζεται: Το αινιγματικό και απροσδόκητο τέλος της τραγωδίας δεν προμηνύει κανένα ευτυχές τέλος, ούτε για την ηρωίδα ούτε για τα πάθη του οίκου της. Ο Σοφοκλής δεν παίρνει θέση για το θέμα της μητροκτονίας που απασχόλησε τόσο τον Αισχύλο, όσο και τον Ευριπίδη. Ως κινηματογραφιστής εστιάζει τον φακό του στο πρόσωπο της Ηλέκτρας, που μετά τους άγριους πανηγυρισμούς για την ευόδωση του σχεδίου της εκδίκησης, παραμένει παράξενα σιωπηλή, μια κούφια μάσκα, που νιώθει κανείς πως δεν θα ξαναμιλήσει ποτέ πια.

Παίζουν: Ηλέκτρα: Λένα Παπαληγούρα, Ορέστης: Στρατής Χατζησταματίου, Κλυταιμνήστρα: Ελισάβετ Μουτάφη, Παιδαγωγός: Ιωάννης Παπαζήσης, Χρυσόθεμις: Εριέττα Μανούρη, Αίγισθος: Δαυίδ Μαλτέζε, Πυλάδης: Πάρης Λεόντιος.

 

Η σκηνοθέτις σε συνέντευξη της σημειώνει: Έχει κάτι πολύ συγκινητικά αντιηρωικό η Ηλέκτρα. Κραυγάζει για εκδίκηση, ταυτόχρονα όμως γίνεται ηρωίδα μέσα από μια αντιηρωική συμπεριφορά. Δεν είναι η κλασική ηρωίδα. Είναι σε στιγμή αδυναμίας. Ξεκινάει το έργο και τη βλέπουμε ένα βήμα πριν την κατάρρευση. Μαζεύει τα τελευταία της κομμάτια. Κάνει μια τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια να φέρει εις πέρας την ιερή, κατά τη γνώμη της, αποστολή.

Στην ίδια συνέντευξη η Λένα Παπαληγούρα συμπληρώνει: Δεν είναι τυχαίο που τα έργα αυτά παίζονται συνέχεια. Είναι τα ερωτήματα που θέτουν που τα κάνουν διαχρονικά. Ενώ είναι ένα πρόσωπο η Ηλέκτρα που επιθυμεί εκδίκηση, να σκοτώσει τη μητέρα και τον Αίγισθο, περιμένει τον Ορέστη. Θέλει πολύ, αλλά μπορεί και να μην μπορεί. Θα πει η ίδια μέσα στο έργο: «Είσαι και εσύ άνθρωπος και έχεις και εσύ σκοτώσει. Μην μου πεις ότι έτσι πρέπει να αποδίδουν δικαιοσύνη οι άνθρωποι». Στη στιγμή διαύγειας είναι υπέρ της ειρήνης. Είναι σαν να βγαίνει από τον εαυτό της. Η ίδια της η αντίφαση είναι και αυτή που την καθιστά τόσο ανθρώπινη. Πάντα με ενδιαφέρει η ευθραυστότητα, η ρωγμή.

 

Η σκηνοθεσία της Λίλλυς Μελεμέ αξιοποιώντας τις ερμηνείες τον ηθοποιών, αβίαστα άφησε το λόγο του ποιητή να ακουστεί στην παράσταση, αξιοποίησε στο έπακρο το σκηνικό της Μικαέλα Λιακατα και χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα υλικά ενίσχυσε το συναισθηματικό τοπίο του έργου. Ο σχεδιασμός φωτισμού από την Μελίνα Μάσχα αναδεικνύει τις εναλλασσόμενες διαθέσεις και το περίπλοκο παιχνίδι μεταξύ σκοταδιού και φωτισμού, υπογραμμίζοντας τα ψυχολογικά βάθη των χαρακτήρων. Η πρωτότυπη μουσική σύνθεση την οποία υπογράφει ο Σταύρος Γασπαράτος, αγκαλιάζει τις σκηνές και τις συνοδεύει με τρυφερότητα μέχρι την ολοκλήρωσή τους.

Η Λένα Παπαληγούρα με βάθος και ένταση, ενσαρκώνει τη βασανισμένη Ηλέκτρα με κάθε κίνηση και λέξη της να πάλλεται από αγωνία και ανυποχώρητη αποφασιστικότητα, σφύζει από ωμό συναίσθημα και αμείλικτη ένταση και βυθίζεται  στη συνεχή και αγωνιώδη αναζήτηση της Ηλέκτρας για δικαιοσύνη και εκδίκηση.

Ο Στρατής Χατζησταματίου ως Ορέστης, ο χαμένος αδελφός της Ηλέκτρας φέρνει μια θετική ενέργεια στη σκηνή, απεικονίζοντας την εσωτερική σύγκρουση και το ηθικό δίλημμα του ήρωα. Η συνάντηση του Ορέστη με την Ηλέκτρα είναι μια από τις πιο δυνατές σκηνές της παράσταση και οι δυο ηθοποιοί ανέδειξαν με καθαρότητα τον πολύπλοκο αδελφικό τους δεσμό και την κοινή τους επιθυμία για εκδίκηση.

Η Εριέττα Μανούρη, ως Χρυσόθεμις, κινείται ανάμεσα στη λαχτάρα και την παραίτηση, ζωγραφίζοντας την οδυνηρή εικόνα μιας γυναίκας παγιδευμένης από τις κοινωνικές προσδοκίες, τις αδελφικές υποχρεώσεις και τις αφόρητες πιέσεις της Ηλέκτρας.

Η Ελισάβετ Μουτάφη, ως Κλυταιμνήστρα, δεν εκπέμπει την ανατριχιαστική αύρα της μητέρα που πρόδωσε τα πάντα γύρω της. Αν και σε κάποιες στιγμές ανέδυε μια νοσηρή γοητεία. 

Εν τέλει έχουμε μια παράσταση που δεν προδίδει σε καμιά περίπτωση τη διαχρονική εξερεύνηση της εκδίκησης, της δικαιοσύνης και των συνεπειών της ανεξέλεγκτης φιλοδοξίας. Μπορεί να υπάρχουν επιμέρους αδυναμίες τόσο στο ρυθμό όσο και στην ένταση και το σφρίγος του χορού, αλλά ο λόγος του ποιητή ακούγεται καθαρά και οι εύστοχα συνδεδεμένες μεταβάσεις μεταξύ των σκηνών οδήγησαν την παράσταση σε ένα ήσυχο, όχι εντυπωσιακό αλλά ενδιαφέρον αποτέλεσμα.

 

Διαβάστε επίσης