Ποιά είναι η άμεση ανάγκη σήμερα του Ρετζίπ Ταγίπ Ερντογάν; Μία και μόνον. Η αποσόβηση μιας δραματικής κατάρρευσης της τουρκικής οικονομίας, η οποία από μόνη της θα πυροδοτούσε μύρια όσα δεινά στον Τούρκο πρόεδρο. Και αυτά τα τελευταία, για ένα διάστημα θεώρησε ότι μπορούσε να τα "κουκουλώσει"κάτω από μια έξαρση του τουρκικού εθνικισμού και συνεχών προκλήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Συρία και την Κεντρική Ασία. Να όμως που ξέσπασε η πανδημία Covid-19, η οποία του χάλασε τη σούπα.
Από την άλλη πλευρά, αλλάζει ηγεσία η Αμερική και αποχωρεί σταδιακά από το ηγετικό προσκήνιο της Γερμανίας η Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ. Αυτά δεν είναι καλά νέα για τον Τούρκο πρόεδρο. Συμβαίνει δε κρίσεις υγειονομικές, κομματικές και παραγωγικές να μην αντιμετωπίζονται με προσευχές στην προκλητικά ισλαμοποιημένη Αγιά Σοφιά.
Κατά συνέπεια, ο Τούρκος πρόεδρος, προσώρας, θα αφήσει στο βεστιάριο τα ευρασιατικά του οράματα και θα είναι πολύ προσεκτικός με το ακραίο ισλάμ. Το τελευταίο αποτελεί πρόκληση για τη Γαλλία και ο κ. Ερντογάν γνωρίζει ότι ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν δεν τρέφει τα καλύτερα αισθήματα απέναντί του. Το 2021 έτσι δεν άνοιξε με τις καλύτερες προοπτικές για την τουρκική ηγεσία. Τον προσεχή Μάρτιο , η επιβολή κυρώσεων από την ΕΕ για τις τουρκικές προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν πρέπει να αποκλείονται,αν η τουρκική ηγεσία επανέλθει στις προκλήσεις..
Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν επώδυνη για την τουρκική οικονομία και βέβαια ούτε η Ρωσία, ούτε το Ιράν, ούτε το Κατάρ θα μπορούν να σηκώσουν το βάρος μιας στήριξής της.
Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα για την Τουρκία είναι η μετάλλαξη του κ. Ερντογάν και η αυτοπαγίδευσή του στα "οράματα"του. Από μετριοπαθής ισλαμοδημοκράτης πριν μια εικοσαετία περίπου, ο Τούρκος πρόεδρος σήμερα είναι ένας νεοοθωμανός ισλαμοεθνικιστής, ο οποίος ερμηνεύει το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες με τα δικά του κριτήρια.
Ταυτόχρονα επιδιώκει με αρκετή αλαζονεία να γίνει ισότιμος συνομιλητής των μεγάλων δυνάμεων, μονομαχώντας στο εσωτερικό της χώρας του με το φάντασμα του Κεμάλ Ατατούρκ.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως επισημαίνει ο βουλευτής Ροδόπης της ΝΔ και πρώην υπουργός κ. Ευριπίδης Στυλιανίδης, ο Τούρκος πρόεδρος, υπονοώντας ότι ο Μουσταφά Κεμάλ μετέτρεψε τη μεγάλη Οθωμανική Αυτοκρατορία του 1453 στη μικρή και συμβιβασμένη Τουρκία του 1923, επιλέγει εδώ και καιρό να αμφισβητήσει 4 εμβληματικά ζητήματα που δυστυχώς κάνουμε πως δεν τα καταλαβαίνουμε.
Επιδιώκει συστηματικά τη θραύση της πολυμερούς Συμφωνίας της Λοζάνης.
Μετατρέπει την Αγία Σοφία και άλλες Εκκλησίες σε Τζαμιά.
Αμφισβητεί de facto στην Κύπρο, στο Αιγαίο, στην Αν. Μεσόγειο και αλλού το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας.
Επιδιώκει στην πράξη την κατάλυση της Συνθήκης του Μοντρέ και άρα τη διεθνοποίηση των "τουρκικών στενών", όπως τα ονομάζουν, με την κατασκευή του Ινσταμπούλ Κανάλ στην Κωνσταντινούπολη.
Και για να δείξει ποιό είναι η στρατηγική σημασία της χώρας του, ο κ. Ερντογάν, προκλητικά δεν εφαρμόζει ούτε αυτός αποφάσεις του ΟΗΕ και του Συμβουλίου Ασφαλείας, σχετικές με την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων στην κατεχόμενη Κύπρο. Υπό αυτό το πρίσμα θεώρησης της κατάστασης, ο εξευτελισμός των αποφάσεων του ΟΗΕ, με τα προεδρικά πικ-νικ στα Βαρώσια της Κύπρου και η ωμή παρέμβαση του στις εκλογές των κατεχομένων για την προώθηση προσώπων που υποστηρίζουν τη διχοτόμηση της Μεγαλονήσου, αποδεικνύουν τον τουρκικό τορπιλισμό ενός διμερούς διαλόγου ή της από κοινού προσφυγής στο Δικαστήριο της Χάγης.
Επίσης η Τουρκία επικαλείται το δίκαιο της θάλασσας χωρίς να το έχει υπογράψει και κυρώσει παραβιάζοντας το στην πράξη.
Αρνείται την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλ. ενός Κράτους-Μέλους της ΕΕ που τελεί υπό παράνομη εισβολή και κατοχή, την ώρα που θα ήθελε να ενταχθεί και η ίδια, όπως ισχυρίζεται, σε αυτήν.
Μιλάει για Ειρήνη και συνεργασία την ώρα που η Εθνοσυνέλευση της επιμένει στην απειλή χρήσης βίας (casus belli) αν η Ελλάδα ασκήσει την εθνική της κυριαρχία επεκτείνοντας στα 12 μίλια τα χωρικά της ύδατα.
Από αυτά που προηγούνται γίνεται όλο και πιο αδρή η πραγματικότητα της τουρκικής συμμετοχής στο δυτικό πλέγμα θεσμών και αξιών, που δεν είναι άλλη από αυτήν της σταδιακής απομάκρυνσης της Τουρκίας από τη Δύση. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι αυτό του πόσους και ποιούς εκβιασμούς μπορούν να δεχθούν, οι ΗΠΑ, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ, για να "μην χάσουν μια χώρα που αύριο θα μπορούσε να αποτελέσει εκρηκτικό πρόβλημα για την ειρήνη στην περιοχή μας και όχι μόνον.