Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Προκόπιος Παυλόπουλος, στην παράδοσή του προς τους Σπουδαστές του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών του Τομέα Δημόσιου Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, με θέμα «η εδραίωση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως εγγύησης της Ελευθερίας», επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
«Το «ιδεολογικό» υπόβαθρο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, και ιδίως εκείνο που αφορά τους άρρηκτους δεσμούς της με την Ελευθερία, είχε διαμορφωθεί αρκετά χρόνια πριν ξεκινήσουν οι διεργασίες -κατά κανόνα «επαναστατικές», τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Ηπειρωτική Ευρώπη-ολοκληρωμένης θεσμικής και πολιτικής εδραίωσής της. Επίσης, είχε προηγηθεί η εν σπέρματι εμφάνιση και ενός θεμελιώδους χαρακτηριστικού της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ήτοι εκείνου της Αντιπροσώπευσης. Το οποίο αφορά την εσωτερική της δομή, ως διαδικασίας μετάβασης από τον «κυρίαρχο Λαό» στα εκλεγμένα από αυτόν όργανα άσκησης της, κατ’ αυτόν τον τρόπο δημοκρατικώς νομιμοποιημένης, κρατικής εξουσίας.
Α. Έχει δημιουργηθεί, τουλάχιστον σ’ έναν όχι αμελητέο κύκλο μελετητών, η εντύπωση ότι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία «γεννήθηκε» μέσ’ από κλασικές επαναστατικές διαδικασίες, συνδυάζοντας, με μεγάλη δόση αυθαιρεσίας ως προς την ιστορική και πολιτική ακρίβεια εν προκειμένω, τις τρεις Επαναστάσεις, την «Ένδοξη Επανάσταση» της Αγγλίας, το 1688, την Αμερικανική Επανάσταση, το 1776 και την Γαλλική Επανάσταση, το 1789. Η αλήθεια είναι όμως ότι υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ των ως άνω τριών επαναστατικών διαδικασιών:
1. Τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα αποδεικνύουν ότι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία στην Αγγλία, με «μήτρα» την «Ένδοξη Επανάσταση» το 1688, για τον περιορισμό της απόλυτης μοναρχίας δεν προέκυψε μέσ’ από γνησίως επαναστατική διαδικασία, ιδίως αν θεωρηθεί -και πρέπει, βεβαίως, να θεωρηθεί, από θεσμική και πολιτική άποψη- ως τέτοια εκείνη της Γαλλικής Επανάστασης του 1789.
2. Επίσης, η ιδιοσυστασία της Αμερικανικής Επανάστασης, το 1776, ως οιονεί «εμφυλίου» μεταξύ αποίκων και της «πρώτης Πατρίδας», εξηγεί το γιατί η πορεία εγκαθίδρυσης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας στις ΗΠΑ εμφανίζει περισσότερα κοινά στοιχεία μ’ εκείνα που προέκυψαν από την «Ένδοξη Επανάσταση» στην Αγγλία, παρά μ’ εκείνα που προέκυψαν π.χ. από την Γαλλική Επανάσταση του 1789.
3. Σε αντίθεση προς την «Ένδοξη Επανάσταση» του 1688 στην Αγγλία και προς την Αμερικανική Επανάσταση του 1776, η Γαλλική Επανάσταση του 1789, όπως τεκμηριώνουν τα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα που προκάλεσαν την «έκρηξή» της και η εντεύθεν εδραίωση ενός νέου καθεστώτος δημοκρατικής διακυβέρνησης, συνιστά ιστορικώς μια γνησίως επαναστατική διαδικασία. Διαδικασία, η οποία κατέληξε στην εμπέδωση θεσμών Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, με τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα που την χαρακτηρίζουν ως σήμερα.
Β. Εκ φύσεως και εκ καταγωγής, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με την Λαϊκή Κυριαρχία, στο μέτρο που οι πολιτειακές λειτουργίες έχουν ως στόχο την υπό δημοκρατικές διαδικασίες πραγμάτωση των επιλογών της Λαϊκής Κυριαρχίας, υφ’ όλες της τις εκφάνσεις, πρωτίστως δε εκείνες που αφορούν την υπεράσπιση της Ελευθερίας.
1. Τούτο εξηγεί ευχερώς και το γιατί η αποτελεσματική δημοκρατική πολιτειακή οργάνωση, στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, προϋποθέτει την θέσπιση και εφαρμογή τυπικού Συντάγματος, ως θεμελιώδους «Καταστατικού Χάρτη» άσκησης της κρατικής εξουσίας και εξίσου θεμελιώδους θεσμικής εγγύησης των κάθε είδους δικαιωμάτων.
2. Το Σύνταγμα, υπό καθεστώς Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, προσδιορίζει, ιδίως, αφενός τους όρους εκλογής, με βάση τους οποίους η Λαϊκή Κυριαρχία μεταβιβάζεται στους εκπροσώπους του Λαού, που συγκροτούν τα οικεία Αντιπροσωπευτικά Σώματα. Και, αφετέρου, τα «θεσμικά αντίβαρα», τα οποία εγγυώνται τόσο την ομαλή εφαρμογή της Διάκρισης των Εξουσιών όσο και την υπεράσπιση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από τις αυθαίρετες επεμβάσεις κυρίως της κρατικής εξουσίας.
Γ. Στην διαδρομή προς την εμπέδωσή της, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία βρήκε έναν, prima facie «απροσδόκητο», σύμμαχο:
1. Την Χριστιανική Διδασκαλία, μέσω θεμελιωδών αρχών και αξιών της, κατ’ εξοχήν δε μέσω της Ελευθερίας, έστω και αν αυτή, στο συγκεκριμένο θρησκευτικό πεδίο, ξεκινά από διαφορετική αφετηρία. Δηλαδή αφετηρία που απέχει ουσιωδώς από την θεσμική και πολιτική σύλληψη της Ελευθερίας, την οποία υπηρετεί η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία.
2. Πέραν τούτου, η Χριστιανική Διδασκαλία είναι εκ φύσεως εξοικειωμένη και με την έννοια της Αντιπροσώπευσης, η οποία συνιστά, κατά τα προλεχθέντα, θεμελιώδη αντηρίδα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Υπό τα ως άνω λοιπόν δεδομένα, και αν ακόμη γίνει δεκτό -και πρέπει, για λόγους ιστορικούς και θεσμικούς, να γίνει δεκτό- ότι οι ευθείες θρησκευτικές προεκτάσεις της πορείας εμπέδωσης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας είναι από ασθενείς έως ανύπαρκτες, θα ήταν μάλλον αυθαίρετο, πάλι από ιστορική και πολιτική έποψη, να υποβαθμισθεί -και, πολύ περισσότερο, ν’ αγνοηθεί- η σημασία της αγαστής «συμπόρευσης» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας με τις αρχές της Χριστιανικής Διδασκαλίας.
Δ. Η κατά τ’ ανωτέρω ευθεία σύνδεση της Χριστιανικής Διδασκαλίας με την Ελευθερία, υπό τις επιμέρους εκφάνσεις της, φέρνει στο φως και την μεγάλη διαφορά της Χριστιανικής Θρησκείας με άλλες μονοθεϊστικές Θρησκείες, κατ’ εξοχήν δε μ’ εκείνη του Ισλάμ -με μεγαλύτερες ή μικρότερες διακυμάνσεις, ανάλογα με τις επιμέρους εκδοχές του- όπου κυριαρχεί ο άμεσος ή ο έμμεσος καταναγκασμός υποταγής στα κελεύσματά του. Σε αυτό το θρησκευτικό πεδίο η ελευθερία επιλογής θρησκευτικού προσανατολισμού απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό και, μεταξύ άλλων συνεπειών, η αναζήτηση της αλήθειας αντικαθίσταται, εν πολλοίς, από την άνευ όρων υποταγή στα κελεύσματα -κυρίως μέσω της διδασκαλίας των «προφητών»- του ενός και μοναδικού θεού.
1. Όπως προεκτέθηκε και για την έννοια της Ελευθερίας, ουδεμία άλλη, πέραν της Χριστιανικής, μονοθεϊστική θρησκεία γνωρίζει, στο πλαίσιο της δογματικής της θεμελίωσης, την έννοια της Αντιπροσώπευσης. Σε όλες, ανεξαιρέτως, «ο ένας και μοναδικός θεός» εκφράζεται είτε eo ipso -υπό την εκδοχή ενός είδους «θρησκευτικού σολιψισμού»- είτε μέσω θρησκευτικών αξιωματούχων, οι οποίοι όμως δεν εκλαμβάνονται ως εκπρόσωποι του θεού, αλλ’ απλώς ως «πεφωτισμένοι» επί Γης λειτουργοί του. Η ιστορική και θρησκευτική αυτή πραγματικότητα ισχύει πολύ περισσότερο για το Ισλάμ, ανεξαρτήτως των εντός αυτού διαφοροποιήσεων.
2. Είναι, επομένως, φανερό ότι η «άνωθεν μεταφύτευση» και επιβολή των θεσμών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας στα Κράτη ισλαμικού θρησκευτικού προσανατολισμού αποβαίνει και αλυσιτελής αλλά και εξαιρετικά επικίνδυνη. Η τραγωδία, κυριολεκτικώς, της «Αραβικής Άνοιξης» το αποδεικνύει, με τρόπο ώστε κάθε συνέχιση αυτής της επιχείρησης «μπολιάσματος» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας σε Κράτη, όπου το κοινωνικό «έδαφος» είναι «απρόσφορο», και για λόγους θρησκευτικούς, να την αποδεχθεί, ν’ αποβαίνει εις βάρος της ίδιας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
Μόνον ένας ειλικρινής και ισότιμος Διάλογος, μεταξύ διαφορετικών Πολιτισμών, μπορεί αφενός να γεφυρώσει το επικίνδυνο χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, το οποίο βιώνουμε στις μέρες μας, ιδίως στην Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο, με «γνήσιο εκφραστή» την Τουρκία. Η οποία εξελίσσεται σε διεθνή ταραξία, λόγω της προκλητικής περιφρόνησης του Διεθνούς Δικαίου και των θεμελιωδών αρχών του Παγκόσμιου Πολιτισμού. Και, αφετέρου, να πείσει και τα ισλαμικού θρησκευτικού προσανατολισμού Κράτη ότι είναι σε θέση ν’ αφομοιώσουν, σταδιακώς, τις αρχές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Και ως προς τις μεθόδους πολιτειακής οργάνωσης και ως προς τους μηχανισμούς εγγύησης της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Δίχως αμφιβολία, πρόκειται για μια μακρά και επίπονη διαδικασία, η οποία προϋποθέτει την οξυδέρκεια ανίχνευσης και κατανόησης των θεμελιωδών αρχών και αξιών κάθε διαφορετικού Πολιτισμού.»