Η στήριξη της πραγματικής οικονομίας με χρηματοδοτήσεις προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ώστε να εξασφαλιστούν συνθήκες επαρκούς ρευστότητας σε όλο το φάσμα της αγοράς αποτελεί την ύψιστη προτεραιότητα της κυβερνητικής πολιτικής για τις τράπεζες.
Το μήνυμα αυτό στέλνει η κυβέρνηση στις διοικήσεις των τραπεζών, καθιστώντας σαφές ότι οι χρηματοδοτήσεις πρέπει να είναι αθρόες ώστε να προστατευτεί ο παραγωγικός ιστός της χώρας. Οι πιέσεις στις τράπεζες θα ενταθούν το επόμενο διάστημα γιατί η κυβέρνηση θέλει να αποτρέψει το ενδεχόμενο η χώρα τον Οκτώβριο να έχει κερδίσει την υγειονομική μάχη, αλλά να κλείνουν μαζικά οι επιχειρήσεις εξαιτίας των προβλημάτων που προκάλεσε η κρίση.
Στο υπουργείο Οικονομίας έχει δημιουργηθεί Task Force υπηρεσιακών στελεχών, η οποία λειτουργεί υπό τον υφυπουργό Οικονομικών, αρμόδιο για το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα, Γιώργο Ζαββό, και παρακολουθεί σε καθημερινή βάση τη διαχείριση της κρίσης του κορωνοϊού. Ο ρυθμός των νέων χρηματοδοτήσεων και η απλοποίηση των τραπεζικών πρακτικών θεωρούνται παράμετροι που θα έχουν καθοριστικό ρόλο στην ανάσχεση των επιπτώσεων της κρίσης. Στο υπουργείο Οικονομικών επισημαίνουν ότι μόνο από τη μείωση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας στις τράπεζες η συνολική ρευστότητα του συστήματος ενισχύθηκε με ποσό που υπερβαίνει τα 10 δισ. ευρώ. «Η ρευστότητα αυτή πρέπει τώρα να αξιοποιηθεί από τις τράπεζες για την αντιμετώπιση της κρίσης», λέει ο κ. Ζαββός, τονίζοντας ιδιαίτερα την ανάγκη στήριξης των μικρομεσαίων εταιρειών – και φυσικά των πληττόμενων κλάδων.
Η αγορά δεν έχει αποτιμήσει ακόμη στο σύνολό τους τις πρωτοβουλίες που εκδηλώθηκαν από την ΕΚΤ για την ενίσχυση της ρευστότητας, τις διευκολύνσεις στα ζητήματα κεφαλαίων, την κατηγοριοποίηση των NPLs κ.ά. που υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της κρίσης του κορωνοϊού. Σε καθεμία από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, ο βασικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας μειώθηκε κατά 3-4 μονάδες και υπολογίζεται ότι από τα προ κρίσης επίπεδα που ήταν 14%-15% σήμερα κυμαίνεται πέριξ του 11%. Παρά το κύμα αθέτησης των πληρωμών από δανειολήπτες προς τις τράπεζες και τους δικαιολογημένους φόβους για δημιουργία νέας γενιάς κόκκινων δανείων, οι συστημικές τράπεζες είναι εξασφαλισμένες και δεν πρόκειται να αντιμετωπίσουν προβλήματα – τουλάχιστον το 2020.
Ο βασικός λόγος είναι ότι τα προβλήματα στις τράπεζες ανακύπτουν είτε από έλλειψη ρευστότητας, είτε από ζητήματα κεφαλαιακής επάρκειας, δύο τομείς στους οποίους έγιναν σημαντικές και εκτεταμένες παρεμβάσεις από την ΕΚΤ ώστε να προστατευτούν οι συστημικές τράπεζες στην Ευρώπη.
Ταυτόχρονα, οι ελληνικές τράπεζες είχαν προχωρήσει τα τελευταία χρόνια σε σημαντικές κινήσεις αναδιάρθρωσης των ισολογισμών τους, με αποτέλεσμα διάφοροι κρίσιμοι δείκτες που βαρύνουν ιδιαίτερα σε δύσκολες περιόδους, όπως η σχέση δανείων προς καταθέσεις, να έχουν βελτιωθεί σε σημαντικό βαθμό. Καθοριστική σημασία είχε η απόφαση μετάθεσης των stress tests για το 2021, καθώς απομάκρυνε το ενδεχόμενο να ζητηθούν από τον επόπτη πρόσθετες κεφαλαιακές ενισχύσεις. Η έκταση και το βάθος της κρίσης που προκαλεί η πανδημία του κορωνοϊού θα δείξει τώρα κατά πόσο τα stress tests τελικά θα πραγματοποιηθούν το 2021, αν και με τις σημερινές συνθήκες η αναβολή τους για το 2022 δείχνει να συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες.
Το πρόβλημα που είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν φέτος οι τράπεζες είναι να παρουσιάσουν ζημίες. Με βάση τον σχετικό νόμο για την αναβαλλόμενη φορολογία, σε αυτή την περίπτωση θα υποχρεωθούν σε αυξήσεις κεφαλαίου, τις οποίες, αν δεν καταφέρουν να πραγματοποιήσουν, τότε θα τις καλύψει το Δημόσιο σε τιμή που να ανταποκρίνεται στον μέσο όρο της τιμής που είχε η μετοχή κατά τον τελευταίο μήνα. Ωστόσο, το ενδεχόμενο οι τράπεζες να παρουσιάσουν ζημίες στη φετινή χρήση, που θα οδηγήσουν σε έκδοση μετοχών υπέρ του Δημοσίου, δεν φαίνεται να αποτελεί απειλή για τους μετόχους. Και αυτό επειδή σε μια τέτοια περίπτωση η κυβέρνηση προτίθεται να παρέμβει προχωρώντας στις αναγκαίες ρυθμίσεις σε σχέση με το καθεστώς της αναβαλλόμενης φορολογίας. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά κυβερνητικός παράγοντας: «Είναι πολύ νωρίς ακόμη για να ασχοληθούμε με ένα τέτοιο σενάριο. Αν υπάρξουν τράπεζες που θα κλείσουν τη φετινή χρήση με ζημίες, θα το γνωρίζουμε τον Δεκέμβριο του 2020. Υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας, μεταξύ Δεκεμβρίου και Φεβρουαρίου προκειμένου να προχωρήσουμε στις αναγκαίες ρυθμίσεις, εφόσον χρειαστεί».