Στο βιβλίο του Λυκόφως των Ειδώλων του, ο Νίτσε έγραφε «ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό». Ίσως να είχε δίκιο. Το σώμα του, όμως, ήταν σίγουρα αδυνατισμένο από τις διάφορες ασθένειες που ταλαιπωρούσαν τον Γερμανό φιλόσοφο σε όλη του την ζωή. Μήπως κάτι παρόμοιο ισχύει και για την ευρωζώνη; Αυτό είναι το ερώτημα που –πολύ σωστά– θέτει το βρεταννικό περιοδικό The Economist και η απάντηση σε αυτό δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Τα τελευταία δέκα χρόνια δεν ήταν καλά για την ευρωζώνη και όχι λίγες φορές τα πείραμα έφθασε στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Φέτος, η κατάσταση αλλάζει. Κατά τον ΟΟΣΑ, την χρονιά που πέρασε η ευρωζώνη γνώρισε ταχύτερη ανάπτυξη από τις ΗΠΑ και όλα δείχνουν ότι η τάση αυτή συνεχίζεται.
Όμως, επισημαίνουν κύκλοι που θεωρούν απαραίτητη για το μέλλον της Ευρώπης την σημερινή νομισματική ένωση, μολονότι η προσπάθεια άντεξε στην κρίση, ατυχώς κάποιες αδυναμίες της παραμένουν. Κατά συνέπεια το ερώτημα είναι αν θα μπορέσει να επιβιώσει σε μία επόμενη ύφεση. Από την άποψη αυτή, τρεις είναι οι σημαντικότερες αδυναμίες της ευρωζώνης, όπως τις καταγράφει το βρεταννικό περιοδικό.
Πρώτον, η ευρωζώνη απέκτησε μηχανισμό ενιαίας δημιουργίας χρήματος, όμως άφησε στις εθνικές κυβερνήσεις την ευθύνη για την δημοσιονομική τους φερεγγυότητα. Συνεπώς, οι αγορές κατέληξαν στην συνειδητοποίηση ότι οι κυβερνήσεις δεν μπορούσαν πλέον να διασώζονται τυπώνοντας χρήμα, ώστε να εξοφλούν τους πιστωτές τους. Ο κίνδυνος χρεοκοπίας έκανε τις αγορές να πανικοβάλλονται οσάκις προέκυπταν κακά νέα, ανεβάζοντας το κόστος δανεισμού και επιτείνοντας τις εντάσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Το 2012 μπήκε στην μέση η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αναγγέλλοντας ότι, προκειμένου να διατηρήσει τον έλεγχο της νομισματικής της πολιτικής, ήταν διατεθειμένη να αγοράζει κρατικά ομόλογα. Ο πανικός τότε υποχώρησε, οι αποδόσεις των ομολόγων επίσης υποχώρησαν και η οξύτερη φάση της κρίσης έσβησε.
Όμως, η οικονομία της ευρωζώνης συνέχισε να κινείται με άτονους ρυθμούς σε όλη την διάρκεια τού 2014 –και τούτο λόγω της δεύτερης αδυναμίας. Όταν οι οικονομίες περιέρχονται σε αισθητή ύφεση, οι κεντρικές τράπεζες μειώνουν κατά κανόνα τα επιτόκια ώστε να ενθαρρύνουν τον δανεισμό και την ανάληψη επενδυτικής δραστηριότητας, ενώ οι κυβερνήσεις δραστηριοποιούνται με μεγαλύτερα ελλείμματα στους προϋπολογισμούς τους ώστε να αντισταθμίζουν την υποχώρηση της δαπάνης των ιδιωτών. Όταν πρωτοεμφανίσθηκε η χρηματοπιστωτική κρίση, η ΕΚΤ μείωσε (όπως και οι άλλες κεντρικές τράπεζες πλουσίων χωρών) τα επιτόκιά της πλησιάζοντας το μηδέν, ενώ οι κυβερνήσεις προχώρησαν σε μειώσεις φόρων και σε αύξηση δαπανών. Η ευρωζώνη όμως βρέθηκε αντιμέτωπη με ιδιαίτερες δυσκολίες. Την ΕΚΤ περιόριζε η ίδια η αποστολή της –οροφή πληθωρισμού στο 2%, αντί του στόχου 2% που συναντά κανείς αλλού–, καθώς και η επιρροή της γερμανικής Bundesbank με την απέχθεια που αυτή τρέφει προς τον πληθωρισμό. Μόνον όταν διαγράφηκε στον ορίζοντα απειλή αποπληθωρισμού η ΕΚΤ άρχισε να προβαίνει σε τονωτική αγορά στοιχείων ενεργητικού, πολύ αργότερα απ’ ό,τι οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες.
Οι κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν να λάβουν μέτρα αντιστάθμισης αυτής της αδράνειας στην νομισματική πολιτική. Η υπόσχεση της ΕΚΤ να αρχίσει να αγοράζει κρατικά ομόλογα θεωρήθηκε απειλή διαφυγής των οικονομιών της ευρωζώνης από την πειθαρχία των αγορών. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, ιδίως δε η Γερμανία, επεδίωξαν να εφαρμοστεί λιτότητα με άλλους τρόπους. Τα προγράμματα δανεισμού έκτακτης ανάγκης που αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τις πιο τραυματισμένες οικονομίες απαίτησαν ως αντίτιμο μεγάλες περικοπές στους προϋπολογισμούς. Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο που είχε υπογραφεί το 2012 βρέθηκε να δεσμεύει όλα τα κράτη μέλη. Η συμμόρφωσή τους υπήρξε ατελής, όμως η βραχυπρόθεσμη επίπτωση ήταν ότι ο δημόσιος δανεισμός στην ευρωζώνη υποχώρησε έντονα μεταξύ 2012 και 2016, πράγμα που επέτεινε την ένταση της κρίσης.
Παρόλα αυτά, το συνολικό χρέος στην ΕΕ παραμένει υψηλό, γεγονός που τροφοδοτεί αντιπαραθέσεις εντός και εκτός ΟΝΕ. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι μεγάλοι της ευρωζώνης στηρίζουν την κυβέρνηση Συριζανέλ στην Ελλάδα. Πιστεύουν ότι ο Αλέξης Τσίπρας και ο υπουργός του Ευκλείδης Τσακαλώτος μπορούν να φέρουν θετικά δημοσιονομικά αποτελέσματα χωρίς τέταρτο μνημόνιο.
Από την πλευρά του, ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν, που στηρίζει την ελληνική κυβέρνηση, είναι υπέρ μεταρρυθμίσεων που θα επέτρεπαν να υπάρξει ένας αρκετά μεγάλος προϋπολογισμός της ευρωζώνης ώστε να προστατεύει τις οικονομίες από ενδεχόμενες σοκ, με κοινό υπουργό Οικονομικών για να τον εποπτεύει. Ρεαλιστικά, όμως, τέτοιου είδους μηχανισμοί θα χρειαστούν χρόνια για να συμφωνηθούν –πολύ δε περισσότερο για να εφαρμοσθούν.
Ευτυχώς, πάντως, μέσα σε αυτό το κλίμα η ανάκαμψη της ΕΕ δεν περίμενε παρόμοιες μεταρρυθμίσεις. Αυτό, ωστόσο, δεν κάνει λιγότερο επείγουσα την προώθησή τους. Για αρκετά χρόνια, η ανάπτυξη της ευρωζώνης στηρίχθηκε στις εξαγωγές. Αυτές βοήθησαν πολλές χώρες μέλη να ξεπεράσουν τα εσωτερικά τους προβλήματα. Κάτι τέτοιο γίνεται και σήμερα: η παγκοσμιοποίηση και η ανάπτυξη χωρών της Ασίας είναι κάτι παραπάνω από σανίδα σωτηρίας για την Ευρώπη. Για την ώρα, λοιπόν, η ανάπτυξη κάνει θαύματα. Και στο μέτρο που οι χαμηλές τιμές της ενέργειας και η ισχυρή παγκόσμια ανάπτυξη συνεχίζονται, η οικονομική υγεία της Ευρώπης δεν θα πάψει να βελτιώνεται.
Δυστυχώς, όμως, παρόμοιος ούριος άνεμος δεν γίνεται να πνέει για πάντα. Για την ευρωζώνη υπάρχει πάντα μία σοβαρή –την οποία εκμεταλλεύονται πλέον κατά κόρον οι εχθροί της, ιδιαίτερα οι αγγλοσαξονικής προέλευσης και κουλτούρας. Πρόκειται για την ασυμβατότητα μεταξύ πολιτικών και οικονομικών θεσμών της ΕΕ.
Όπως γράφει το περιοδικό The Economist, κανένα ευρωπαϊκό θεσμικό όργανο δεν διαθέτει την δημοκρατική νομιμοποίηση των εθνικών κυβερνήσεων. Η κρίση λειτούργησε θετικά για την προώθηση θεσμικών μεταρρυθμίσεων σε τομείς όπως της τραπεζικής εποπτείας, όμως οδήγησε ταυτοχρόνως και στην συγκέντρωση ισχύος σε μη εκλεγόμενους θεσμούς όπως η ΕΚΤ –αν και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο το διαπραγματεύθηκαν οι αρχηγοί κυβερνήσεων. Χωρίς να υπάρξουν νέοι πολιτικοί θεσμοί (παρόλο που, για να είμαστε δίκαιοι, προτείνεται η δημιουργία Κοινοβουλίου της Ευρωζώνης), ο προϋπολογισμός της ευρωζώνης και ο υπουργός Οικονομικών των προτάσεων Μακρόν δεν θα αλλάξουν πολλά.
Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, την λύση του οποίου οι εχθροί της Ευρώπης θα υπονομεύσουν με κάθε μέσον. Ιδιαίτερα δε σε μία εποχή όπου η διαδικτυακή ψευδολογία-μπαρουφολογία δίνει ρέστα. Όμως, αν δεν συμφωνηθούν νέα θεσμικά και με πολιτικό χρώμα μέτρα, τότε η επόμενη φάση ύφεσης θα είναι βαρειά υπόθεση, η οποία επίσης θα ενισχύσει την θέση των εθνικιστών.
Μία δεκαετία πόνου έκανε την Ευρώπη να χάσει την δυνατότητα να πουλάει την ενοποίηση ως δύναμη ευημερίας. Αν τώρα δεν αξιοποιήσει την καλή της τύχη για να μεταρρυθμιστεί, τότε το διάλειμμα αυτό δεν θα είναι στιγμή θριάμβου αλλά μία τελευταία –χαμένη– ευκαιρία να δημιουργηθεί μία βιώσιμη ευρωζώνη, ικανή να αντιπαρατεθεί σε γίγαντες όπως η Κίνα, η Ινδία και οι ασιατικοί δορυφόροι τους.