Στην ανατολική πλευρά του λόφου των Σπαλιαρέικων, απέναντι από τον οικισμό των Λουσικών και λίγο δυτικότερα, εντοπίστηκε το 1989 και ερευνήθηκε από τον αρχαιολόγο Μιχάλη Πετρόπουλο ένα πλούσιο μυκηναϊκό νεκροταφείο λαξευτών τάφων, που προσέφερε μοναδικές πληροφορίες για τις μυκηναϊκές εγκαταστάσεις στην πεδινή και παραλιακή ζώνη της Δύμης.
Σε κοντινή απόσταση από το προϊστορικό νεκροταφείο ρέει η Σερδινή, πιθανότατα η αρχαία Καύκων, ένα από τα ελάχιστα αρχαία ποτάμια που φέρουν θηλυκό όνομα. Εκβάλλει στον ποταμό Πείρο, τον οποίο ενισχύει με τα νερά του κοντά στο χωριό Καμενίτσα.
Ο Πείρος είναι το μεγαλύτερο ποτάμι της Αχαΐας και καλούνταν στην αρχαιότητα και Αχελώος, φέροντας το ομόρριζο της ευρύτερης περιοχής (Αχαΐα), δηλαδή το άχρηστο πλέον «αχα» (λατινικά aqua), που σημαίνει ύδωρ. Ο ποταμός αποτελούσε πιθανότατα το φυσικό όριο ανάμεσα στη Χώρα των Πατρέων και στη Δυμαία Χώρα, επιλογή που αποσκοπούσε στη δίκαιη διαμοίραση της εύφορης γης που σχηματίζεται στην πορεία του.
Η εύφορη πεδιάδα στα ανατολικά του νεκροταφείου, την οποία διασχίζει η Σερδινή, ήταν το βασικό κριτήριο για την επιλογή της θέσης και οπωσδήποτε αποτελούσε το ζωτικό χώρο της μυκηναϊκής εγκατάστασης, η οποία δεν έχει ακόμα εντοπιστεί. Όσο σημαντικά, όμως, ήταν τα νερά της Σερδινής στη ζωή των κατοίκων, τόσο φαίνεται πως ήταν και στο θάνατο. Η κοντινή πορεία του από το νεκροταφείο και η πλεύση του προς τη δύση θα μπορούσαν να συσχετιστούν με τις εσχατολογικές δοξασίες και τη μεταφορά των ψυχών με το ρου του στην Οικία του Άδη, τον Κάτω Κόσμο.
Το νεκροταφείο απλώνεται στην πλαγιά του λόφου και οι τάφοι του είναι λαξευμένοι στο μαλακό πέτρωμα. Οι εννέα τάφοι που έχουν ερευνηθεί, διατάσσονται σε δύο επάλληλες σειρές, λίγο ψηλότερα από τον επαρχιακό δρόμο Φώσταινας - Λουσικών.
Ένας ακόμα βρέθηκε σε απόσταση περίπου 150μ. νοτίως της ερευνημένης συστάδας και ήταν συλημένος από παλιά. Η θέση του αποτελεί ένδειξη για τη μεγάλη έκταση που καταλαμβάνει το νεκροταφείο, το οποίο περιλαμβάνει περισσότερες σειρές τάφων από τις δύο που έχουν αποκαλυφθεί.
Οι τάφοι έχουν κοντούς και ήπια κατηφορικούς δρόμους, χαμηλές εισόδους και οι θάλαμοι είναι μικρών διαστάσεων, τετράπλευροι, κυκλικοί ή πεταλόσχημοι. Οι νεκροί τοποθετούνταν είτε απευθείας επάνω στο δάπεδο των θαλάμων είτε σε νεκρικά φορεία ή κλίνες, ενώ ορισμένοι τάφοι περιείχαν πλακοσκεπείς λάκκους για την υποδοχή των νεκρών ή για τον παραμερισμό των οστών των παλαιότερων ταφών των θαλάμων, αφού αυτού του είδους οι τάφοι ήταν οικογενειακοί και χρησιμοποιούνταν για αιώνες.
Πλουσιότεροι όλων ήταν δύο τετράπλευροι τάφοι (2 και 5). Ο πρώτος περιείχε εκτεταμένη ανακομιδή οστών, στην οποία μεταξύ των άλλων είχαν παραμεριστεί ένας σπάνιος χάλκινος κάλαθος και ένας μικρός αμφορέας πολυτελούς κατασκευής, εισηγμένος από την περιοχή της Ολυμπίας και κατασκευασμένος εκεί σε τοπικό εργαστήριο από νέο-εγκατεστημένους Κρήτες κεραμείς της ανατολικής Κρήτης. Όλα χρονολογούνται στα μέσα του 12ου αι. π.Χ. Οι πλέον σημαντικές ταφές έπονταν χρονικά και ανήκαν σε πολεμιστές. Η πρώτη βρέθηκε στο πίσω τμήμα του δαπέδου και συνοδευόταν από ένα εισηγμένο από την Ιταλία χάλκινο μακρύ ξίφος κοπής ιταλικής τυπολογίας μαζί με κατάλοιπα της θήκης του, χάλκινο μαχαίρι, άλλο μικρότερο μαχαίρι καλλωπισμού, δύο χάλκινες λόγχες μυκηναϊκού τύπου και κεραμική του τέλους του 12ου αι. π.Χ. Η δεύτερη ταφή πολεμιστή βρέθηκε σε πλακοσκεπή λάκκο στο δάπεδο του θαλάμου. Σε αυτή ανήκαν ένα επίσης εισηγμένο από την Ιταλία μακρύ ξίφος κοπής, χάλκινο επίσημα κυκλικής ασπίδας, μαχαίρι και μακριά λόγχη μυκηναϊκού τύπου, σαυρωτήρας (χάλκινο ουραίο άκρο ακοντίου) και κεραμική των αρχών του 11ου αι. π.Χ.
Στον τάφο 5, εκτός από την κεραμική και την πλούσια μικροτεχνία, βρέθηκαν κεραμικό φυσιοκρατικό γυναικείο ειδώλιο καθήμενης γυναικείας μορφής και ένα πολυτελές και εξαιρετικά σπάνιο γυάλινο μυροδοχείο του 14ου αι. π.Χ., εισηγμένο από την περιοχή της βόρειας Μεσοποταμίας (Ασσυρία). Της ίδιας εποχής και προέλευσης είναι και ένας σφραγιδοκύλινδρος από τον τάφο 4.
Η μελέτη του ανθρωπολογικού υλικού του νεκροταφείου έδειξε ότι το προσδοκώμενο όριο ζωής του πληθυσμού ήταν κατά τη γέννηση 30,3 χρόνια, ο μέσος όρος ενηλίκου ζωής τα 35,7 χρόνια και ότι ο μέσος όρος ύψους ολόκληρου του πληθυσμού ήταν 1,57μ. Ήπιες παθολογικές αλλοιώσεις στα οστά υπέδειξαν αναιμία διατροφικής προέλευσης, δηλαδή διατροφή με έλλειψη σιδήρου (σιδηροπενία). Και πράγματι, η διατροφική ανάλυση φανέρωσε διατροφή πλούσια σε όσπρια, δημητριακά και γαλακτοκομικά προϊόντα, αλλά ιδιαίτερα φτωχή σε κρέας, τα δε θαλασσινά απουσίαζαν από το διαιτολόγιο. Διαπιστώθηκε, επίσης, καταπόνηση του μυοσκελετικού συστήματος λόγω αυξημένης δραστηριότητας και έντονης κινητικότητας, χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε αγροτικό πληθυσμό.
Στην ευρύτερη περιοχή έχουν εντοπιστεί ή ερευνηθεί τρία ακόμα μυκηναϊκά νεκροταφεία θαλαμωτών τάφων. Το πλέον γειτονικό απέχει μόλις 500μ. Σε κοντινή σχετικά απόσταση βρίσκεται το νεκροταφείο του Καλαμακίου και σε μεγαλύτερη το νεκροταφείο των Αγιοβλασιτίκων.
Πολύ κοντά βρίσκονται και τα ανεξερεύνητα νεκροταφεία στις περιοχές της Καμενίτσας και του Θερειανού. Όλα αυτά ανήκαν σε μία «κωμηδόν» εγκατεστημένη πληθυσμιακή ενότητα, που νεμόταν την πλούσια περιοχή πολύ κοντά στις ακτές.
Η περιοχή αυτή, όπως και ολόκληρη η δυτική Αχαΐα, γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της μετά από την πτώση των μυκηναϊκών ανακτόρων (τέλη 13ου / αρχές 12ου αι. π.Χ.), εποχή που διήρκεσε όλο το 12ο και έως τα μέσα του 11ου π.Χ. αι. Τότε, υπήρξε αύξηση του πληθυσμού, εμφανίστηκαν νέες κοινωνικές και πολιτικές δομές με επικεφαλής τους πολεμιστές και ξεκίνησε μία νέα εποχή στις εμπορικές σχέσεις και ανταλλαγές, προκειμένου να ικανοποιηθεί η ζήτηση για εξωτικά είδη, που άλλοτε αποτέλεσαν αντικείμενα επίδειξης και κύρους και άλλοτε ενσωματώθηκαν χρηστικά στην καθημερινότητα και διευκόλυναν τη ζωή των κατόχων τους.
Το μυκηναϊκό νεκροταφείο στα Σπαλιαρέικα αποτελεί οργανωμένο και επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο υπό την εποπτεία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αχαΐας. Πολλά από τα ευρήματα της ανασκαφής εκτίθενται στις προθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Πατρών.