Στο πρόσφατο συνέδριο της ΟΝΝΕΔ ο Κ. Μητσοτάκης επέκρινε την κυβέρνηση για ρουσφετολογική πολιτική και διακήρυξε ότι θα την ξεριζώσει. Συναίνεσα πάραυτα παρότι θυμήθηκα τι τράβηξα για να διοριστώ όταν εκλέχτηκα λέκτορας, πριν από 20 χρόνια, και κάθε φορά που άλλαζα βαθμίδα.
Κάποιοι περιμέναμε στην ουρά, ενώ τα ΦΕΚ άλλων έβγαιναν τάχιστα. Θυμάμαι ακόμα πως στο ΔΙΚΑΤΣΑ, πρωτόκολλα νέων ανθρώπων που περίμεναν στην ουρά πήγαιναν σε «ημέτερους» και τελείωναν σύντομα.
Προφανώς τα παραπάνω δεν είναι τίποτα μπροστά στην αποικιοποίηση του κράτους τις τελευταίες δεκαετίες με τους χιλιάδες τακτοποιημένους φίλους που καλλιέργησαν την αίσθηση ότι για οτιδήποτε πρέπει να έχεις «μπάρμπα στην Κορώνη». Σήμερα, ευτυχώς, συνομολογούμε ότι με όλα αυτά φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, σε μια κατάσταση περιορισμένης κρατικής κυριαρχίας με την κοινωνία καθημαγμένη, σε απόγνωση. Ουδέν κακόν αμιγές καλού;
Δεν θα το ’λεγα. Οι δηλώσεις τέρμα το ένα, τέρμα το άλλο, μέχρι τώρα έχουν αποδειχτεί περισσότερο ρητορικές και φρούδες. Λειτουργούν περισσότερο ως δηλωτικές της ισχύος του ηγέτη να παίρνει αυτός και μόνο αυτός τις αποφάσεις, ακόμη κι αν υποτίθεται ότι αυτές δεν είναι αρεστές στα μέλη, και λιγότερο ως δηλωτικές της απόφασής του να δράσει ανάλογα. Αναντίρρητα, οι λέξεις έχουν το βάρος τους και, σ’ έναν βαθμό, δεσμεύουν.
Μόνο που αυτό δεν ισχύει και πολύ στα καθ’ ημάς. Τα πολιτικά κόμματα, ιδιαίτερα εκείνα που άσκησαν στο παρελθόν την εξουσία, άλλα λένε όταν βρίσκονται στην κυβέρνηση κι άλλα στην αντιπολίτευση και αντίστροφα. Αυτό συνδέεται με τον γενικόλογο, συχνά ασαφή, άρα μη δεσμευτικό, λόγο τους.
Ο Γ. Μοσχονάς έδειξε ότι η γενικόλογη ρητορική της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ σε οικονομικά θέματα είχε αποτέλεσμα σε ζητήματα φορολογίας και φοροδιαφυγής να πράξουν τα ακριβώς αντίθετα απ’ όσα ευαγγελίζονταν. Ακόμη όμως κι αν υποθέσουμε ότι δεν πάει άλλο με το ρουσφέτι, ότι τα κόμματα συνετίστηκαν και θα τηρήσουν αυτά που λένε, ορισμένα ζητήματα όπως το συγκεκριμένο δεν λύνονται με μιας και με τα λόγια.
Το ρουσφέτι είναι η συνισταμένη ενός τριγώνου: της πολιτικής εξουσίας, της διοικητικής μηχανής-γραφειοκρατίας και των διοικουμένων. Η πολιτική εξουσία εξ ορισμού τρέφεται από τη στήριξη των άλλων. Γι’ αυτό ποτέ δεν θα κλείσει την πόρτα στις πελατειακές πρακτικές και το ρουσφέτι.
Ωστόσο το εύρος των πρακτικών της ποικίλλει: από τη γενικευμένη χρήση του ρουσφετιού, όπως συνέβαινε μέχρι πρότινος εδώ, ώς πολύ πιο επιλεκτικές και «λεπτές» μορφές ευνοιοκρατίας που απαντούν στις περισσότερες «προηγμένες» δυτικές Δημοκρατίες.
Οι πρακτικές της πολιτικής εξουσίας συναρτώνται με τη διοίκηση και τους διοικουμένους, τρέφονται ή αποδυναμώνονται από αυτές. Ενας από τους λόγους περιορισμού της ευνοιοκρατίας στις «προηγμένες» δυτικές Δημοκρατίες εντοπίζεται στη σχετική αυτονομία της γραφειοκρατίας όσον αφορά τη λήψη και την εφαρμογή των αποφάσεων. Αυτό επιτρέπει στη διοικητική μηχανή να ενεργήσει απρόσωπα, με κανόνες που να προάγουν την ισονομία των πολιτών.
Στην Ελλάδα, η διοίκηση, χωρίς να είναι τελείως εξαρτημένη από την πολιτική εξουσία, ενεργούσε συχνά ως θεματοφύλακάς της, αγνοώντας θεσμούς και κανόνες.
Ηταν πιο πολιτικοποιημένη, πιο εκτεθειμένη σε προσωπικές πιέσεις, πιο ευεπίφορη σε επιλεκτικές πρακτικές. Αυτό ισχύει και σήμερα που η διοίκηση είναι περισσότερο αυτονομημένη από την πολιτική εξουσία και τα μέλη της έχουν μεγαλύτερα περιθώρια για προσωπικές πρακτικές.
Οι διοικούμενοι, τέλος, έχουν τον λόγο τους, αποδεχόμενοι τις ακολουθούμενες πρακτικές ή αντιδρώντας σε αυτές. Δεκαετίες πελατειακών σχέσεων εξέθρεψαν την αίσθηση του μπάρμπα στην Κορώνη.
Κατά συνέπεια, κινούμαστε με στόχο, αν όχι να ευνοηθούμε, τουλάχιστον να μην αδικηθούμε. Ετσι, μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας επενδύει χρόνο και ενέργεια σε αποφάσεις που θα έπρεπε να είναι αυτονόητες, με βάση τους ισχύοντες κανόνες. Με τον τρόπο αυτό, κυκλικά, αναδεικνύεται, χωρίς λόγο, η διοίκηση, πολιτική και γραφειοκρατία, σε επίκεντρο της καθημερινότητάς μας.
Αναντίρρητα τελευταία έγιναν βήματα και στο πεδίο αυτό. Με την κρίση τα περιθώρια υιοθέτησης ρουσφετολογικών πρακτικών μειώθηκαν. Σ’ αυτό συνέβαλαν και νέοι θεσμοί, όπως το ΑΣΕΠ και η Διαύγεια.
Ομως μένουν πολλά να γίνουν. Πέρα από τον απαραίτητο αέναο έλεγχο, χωρίς κραυγές και υπερβολές, της εξουσίας, είναι αναγκαία τόσο η βαθμιαία αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης όσο και η καλλιέργεια και εμπέδωση στους διοικουμένους της αίσθησης της ισονομίας και της καλοδιοίκησης.