Ποιά ανάπτυξη, απο ποιό σχολείο;

του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Μαρξιστής και μέλος του ΚΚ Γαλλίας στην δεκαετία του 1940, ο ενενηντάχρονος σήμερα Εντγκάρ Μορέν, μέγας θεωρητικός της γνώσης και της πολυπλοκότητας, εγκατέλειψε τον πολιτικό χώρο στον οποίο ανήκε «για να μην γίνω εξόριστος της βλακείας». Πόσοι, ωστόσο, έχουν το σθένος να αποφύγουν αυτή την εξορία χρησιμοποιώντας σκέψη και γνώση; Λίγοι, φοβούμεθα. Πολύ λίγοι.

Κατά τα λοιπά, για ποιαν ανάπτυξη μιλάμε σε τούτη την χώρα; Συνέδρια, παρουσιάσεις βιβλίων, ανακοινώσεις, εκπομπές και άλλα τινα συνιστούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο πολύς λόγος γίνεται στην χώρα μας για ανάπτυξη, ανάκαμψη, μεγέθυνση και άλλα παρόμοια. Το κύριο δε ερώτημα που προβάλλει είναι κατά πόσον η ελληνική οικονομία μπορεί να βγει από την ύφεση.

Μία ύφεση σχεδόν οκταετή, η οποία έχει οδηγήσει έναν στους τρεις πολίτες στην ανεργία και τους άλλους δύο να είναι κακοπληρωμένοι ή απλήρωτοι. Ακόμα χειρότερα, η ύφεση πλήττει πλέον και την παραοικονομία, που και αυτή με την σειρά της είναι θύμα της γενικευμένης κρίσεως ρευστότητας που χαρακτηρίζει το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας. Έτσι, το υφεσιακό κλίμα μονιμοποιείται και, από κοινωνικής πλευράς, οι δικλείδες ασφαλείας είναι έτοιμες να καταρρεύσουν –με ό,τι αυτό συνεπάγεται και από πολιτικής πλευράς.

Υπογραμμίζουμε ότι, από 46 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου που αποσύρθηκαν το 2015 από τις τράπεζες για να αποθησαυριστούν, σήμερα τα μισά και πλέον δεν υπάρχουν. Έχουν χρησιμοποιηθεί για την πληρωμή φόρων και δανειακών υποχρεώσεων των νοικοκυριών, αλλά και για την συντήρησή τους. Εικάζεται δε από την Τράπεζα της Ελλάδος και άλλους φορείς, όπως τα Επιμελητήρια, ότι από αυτό το «λίπος» της οικονομίας είναι ζήτημα αν σε έναν χρόνο θα έχει απομείνει ένα ποσόν πάνω από 10 δισεκατομμύρια ευρώ. Άρα, περί τον Μάϊο 2017, θα υπάρχει μία εκρηκτική κατάσταση, για την δημιουργία της οποίας η ευθύνη της σημερινής κυβερνήσεως θα είναι τεράστια.

Όπως τεράστια είναι και η συμβολή της συμμαχίας Συριζανέλ στην δημιουργία αρνητικού επιχειρηματικού και αναπτυξιακού κλίματος που από μόνο του αποθαρρύνει επενδύσεις και ανάληψη δημιουργικών πρωτοβουλιών. Με άλλα λόγια, στο δεκαοκτάμηνο της διακυβερνήσεώς της από την σημερινή κυβέρνηση, η χώρα έχει υποστεί σημαντική ζημιά τόσο σε πολύτιμους παραγωγικούς πόρους όσο και στον τομέα του, κατά Αντόνιο Γκράμσι, ιδεολογικού εποικοδομήματος.

Όσο και αν κάποιοι «πραγματιστές» πολιτικοί χασκογελούν ειρωνικά όταν ακούν αντιλήψεις για την ιδεολογία, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Τον τελευταίο καιρό, η χώρα υφίσταται μία αντιαναπτυξιακή και αντιεπιχειρηματική «πλύση εγκεφάλου», η οποία θα έχει πολύ οδυνηρές συνέπειες για το αναπτυξιακό της μέλλον.

Για παράδειγμα, οι προτάσεις που ακούστηκαν για την Μέση Εκπαίδευση, την μείωση των ωρών διδασκαλίας, την κατάργηση της αριθμητικής βαθμολογίας και τον εξοβελισμό κάθε έννοιας αξιολογήσεως, κάθε άλλο παρά αθώες είναι. Στην ουσία, πίσω από την αστεία ρητορική για δήθεν μετάβαση σε μία αντιαυταρχική εκπαίδευση, υπάρχει ο πραγματικός στόχος, που είναι η καθιέρωση της ελάχιστης προσπάθειας και η κατάργηση της αριστείας. Πολύ σωστά έγραψε ο συγγραφέας κ. Σάκης Μουμτζής ότι τις πιο πάνω προτάσεις «δεν μπορούμε να τις δούμε ξεκομμένες από την κατάργηση της αριστείας, η οποία απαιτεί σκληρή δουλειά και οργανωμένη μελέτη, ώστε να ξεχωρίσουν μέσα από τον ανταγωνισμό οι άριστοι που θα αποτελέσουν το πρότυπο για τους υπόλοιπους».

Πίσω από την κενή περιεχομένου ρητορική περί «δίκαιης αναπτύξεως» υπάρχει μία συγκεκριμένη κοσμοαντίληψη, που μόνον σκοτεινές σκέψεις θα έπρεπε να προκαλεί. Η σημερινή κυβέρνηση δεν θέλει την ελληνική κοινωνία ούτε παραγωγική, ούτε ανταγωνιστική, ούτε με αρίστους. Μία τέτοια κοινωνία, πολύ απλά, δεν θα ανεχόταν να κυβερνάται από αυτούς που βρίσκονται σήμερα στην εξουσία. Κατά συνέπεια, η προς τα κάτω ισοπέδωση είναι εκ των ων ουκ άνευ για τον κυβερνητικό σχηματισμό.

«Ωστόσο, αν μία κοινωνία θέλει να αναπτυχθεί συνολικά και όχι απλώς να μεγεθυνθεί γενικά και αόριστα, το σχολείο παίζει καθοριστικό ρόλο. Το μοντέλο της ανταγωνιστικής κοινωνίας απαιτεί και ένα σχολείο που λειτουργεί σε συνθήκες ανταγωνισμού, που επιβραβεύει ή απορρίπτει. Που διδάσκει στον μαθητή ότι και η αποτυχία είναι μέσα στο παιχνίδι της ζωής και τον καλεί από μικρή ηλικία να μάθει να την διαχειρίζεται. Μέσα από το ανοικτό-ανταγωνιστικό σχολείο, εκατοντάδες χιλιάδες φτωχά ελληνόπουλα μπόρεσαν και διακρίθηκαν επιστημονικά και ανήλθαν κοινωνικά, δημιουργώντας το θαύμα της κοινωνικής διαπερατότητας. Της κοινωνικής κινητικότητας», προσθέτει ο Σ. Μουμτζής στο Liberal.gr και η στόχευσή του είναι καίρια.

Όταν, όμως, η πολιτική εξουσία, εκ της ιδεολογίας του φορέα της, δεν πιστεύει στον ανταγωνισμό, δεν επιζητεί την επιβράβευση και κυρίως δεν επιθυμεί την κοινωνική ανέλιξη των πολιτών, αλλά την κοινωνική στασιμότητα ή και την καθίζησή τους ακόμα, είναι λογικό αυτή την κοσμοαντίληψη να προσπαθήσει να την επιβάλλει και στην Εκπαίδευση. Άμεση συνέπεια είναι οι απόφοιτοι, με πλημμελή μόρφωση, να μην μπορούν να ανταπεξέλθουν στον παγκοσμιοποιημένο ανταγωνισμό, ο οποίος λειτουργεί βέβαια ανεξάρτητα από τις προθέσεις των εγχώριων κυβερνητών.

Έτσι, μοιραία, θα παρατηρηθεί το φαινόμενο της αποκοπής της χώρας μας από τα μεγάλα πανεπιστημιακά ιδρύματα του κόσμου, της απομόνωσής της από τις εξελίξεις στον τομέα της επιστημονικής έρευνας και συνακόλουθα στην δημιουργία ενός περίκλειστου εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος μέσα σε ένα σύστημα παγκοσμιοποιημένης Παιδείας. Μήπως, λοιπόν, περισσότερο από ανάπτυξη, οι κυβερνώντες επιδιώκουν να πλάσσουν μία κοινωνία ικανή μόνον να ακούει γελοιότητες; Για τους μαρξιστές συριζαϊκού τύπου, οι κοινωνίες πιθήκων αποτελούν «όραμα».

Διαβάστε επίσης