Ως γνωστόν, οι κ.κ. Τσίπρας και Καμμένος –που σήμερα κάθε άλλο παρά αφύσικη ιδεολογικά κυβέρνηση είναι– από το 2010 και μετά, για να εδραιωθούν πολιτικά και να ανέλθουν στην εξουσία, χρησιμοποίησαν όλα τα εργαλεία που τούς προσέφεραν η χυδαία προπαγάνδα και ο εκμαυλιστικός λαϊκισμός. Και καλά έκαναν. Αμφότεροι αισθάνονται βαθύτατη περιφρόνηση για τον άνθρωπο, απεχθάνονται κάθε ηθικό πρόταγμα και, μπροστά στην επίτευξη του στόχου, δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό.
Εξάλλου, ο εθνικολαϊκισμός που τούς ενώνει, και που είναι το κατ’ εξοχήν πολιτικό τους εργαλείο, υπήρξε η μήτρα όλης της πολιτικής βαρβαρότητας που γνώρισε η ανθρωπότητα τον 20ο αιώνα. Κομμουνισμός και εθνικοσοσιαλισμός είναι ιδεολογίες και πρακτικές που μόνον μέσω απάτης και εγκλημάτων μπόρεσαν να κυριαρχήσουν. Όχι βέβαια χωρίς να στοιχίσουν στην Ευρώπη περί τα 180 εκατομμύρια θύματα…
Αυτός ο εθνικολαϊκισμός, λοιπόν, χωρίς την εγκληματική του διάσταση, είναι κυρίαρχος στην σημερινή Ελλάδα και συνιστά σε υπερθετικό βαθμό την κύρια απειλή για το μέλλον της χώρας. Και τούτο διότι, όπως έγραψε στο Βήμα της Κυριακής ο αναπληρωτής καθηγητής πολιτικής επιστήμης, κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, τα γνωστά σε όλους εθνικολαϊκιστικά μοτίβα της μαζικής, κινηματικής κοινωνικής διαμαρτυρίας της τελευταίας μνημονιακής πενταετίας και η πολιτική τους πλαισίωση από ριζοσπάστες και ακραίους Δεξιάς και Αριστεράς, δεν αποτέλεσαν «απλώς» εναντίωση στον «νεοφιλελευθερισμό». Πολύ συχνά, πίσω από την δημαγωγική επίκληση ενός τέτοιου φαντάσματος, κρύφτηκε η ανοχή, αν όχι και η ανοιχτή εξύμνηση μία προνεωτερικής κουλτούρας και πρακτικής, ενός κρατικιστικού και πελατειακού κοινωνικού μοντέλου.
Με πιο απλά λόγια, πίσω από την αντιμνημονιακή ρητορική κρύβεται η κινητήρια δύναμη της κοινωνικής ακινησίας και της πνευματικής εξαχρείωσης. Αυτό είναι σήμερα το κολοσσιαίο πρόβλημα της χώρας, το οποίο, υπό το φως της ψυχρής ανάλυσης, προβάλλεται ως γόρδιος δεσμός. Αυτόν τον τελευταίο μπορεί να τον διαρρήξει η ευρωπαϊκή αντιπολίτευση;
Η Νέα Δημοκρατία, που ηγείται των Ελλήνων της Ευρώπης και του Ναι, έχει την δυνατότητα να κάνει γιγαντιαίες υπερβάσεις; Η νέα ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης μπορεί να υπερβεί τον ορίζοντα των κομματικών τακτικισμών και των μάταιων αρχηγισμών και να θέσει το σοβαρό πρόβλημα της κομματικής φυσιογνωμίας, της κομματικής ταυτότητας και του απορρέοντος από αυτήν προγραμματικού λόγου; Θέλει και μπορεί ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης να μιλήσει ευθέως για το «ελληνικό πρόβλημα» και να εξηγήσει γιατί η χώρα αποτελεί «ειδική περίπτωση» στην ευρωπαϊκή οντότητα;
Για να απαντήσει θετικά η αξιωματική αντιπολίτευση στα παραπάνω καυτά ερωτήματα, που απασχολούν πλέον τέσσερις Έλληνες στους δέκα, θα πρέπει να αφήσει πίσω της πολλά κουσούρια. Κυρίως, όμως, στην παρούσα ιστορική φάση για την χώρα και το μέλλον της, η Νέα Δημοκρατία πρέπει να «ξεχάσει» τον Συριζα και τον αρχηγό του (χωρίς αυτό να σημαίνει υποστολή της αντιπολιτευτικής διάστασης της πολιτικής της) και να δουλέψει προς δύο κατευθύνσεις ταυτοχρόνως: Να αποδραματοποιήσει προβλήματα που αφορούν την εθνική ταυτότητα (προνομιακό πεδίο των ακροδεξιών ανταγωνιστών της), υιοθετώντας έναν «έξυπνο συντηρητισμό». Και να συμφιλιώσει το εν δυνάμει λαϊκό της κυρίως ακροατήριο με έναν δημοκρατικό, πολιτικό και οικονομικό φιλελευθερισμό (προνομιακό πεδίο της αντίθεσης του «δεξιού λαϊκισμού», αλλά και της οικειοποίησής του από έναν ορισμένο «νεοφιλελευθερισμό»).
«Οι εναλλακτικές ηθικοπλαστικές επικλήσεις, ρητές ή λανθάνουσες, του μεσαίου χώρου, της πραγματικής λαϊκής Δεξιάς, της ταυτότητας, του νεοφιλελευθερισμού, επισκιάζουν και μεταμφιέζουν το πρόβλημα. Το επισκιάζουν και το μεταμφιέζουν διότι, αφ’ ενός, μοιάζουν να είναι συρραφή θέσεων, αφ’ ετέρου, γιατί είναι μερικευτικές, αιωρούμενες μεταξύ συντεχνιασμού, δημαγωγίας και ιδεολογικοποίησης –παρά το αναντίρρητο γεγονός ότι συνολικά η ΝΔ είναι ένας δημοκρατικός σχηματισμός. Οι διαζευκτικές αφηγήσεις περί μετριοπάθειας (μεσαίος χώρος), πόλωσης (πραγματική λαϊκή Δεξιά), μονόδρομου (νεοφιλελευθερισμός), δεν συνιστούν μία συνολική απάντηση σε ένα πολύπλοκο πρόβλημα. Απαντούν ενδεχομένως σε όψεις του, αλλά δημιουργούν ελλείμματα», τονίζει ο κ. Αν. Πανταζόπουλος.
Θέτει έτσι ένα καίριο πρόβλημα για την χώρα: αυτό της απαλλαγής ενός κόμματος που διεκδικεί την εξουσία από τα δεσμά του κρατισμού και της παρακμιακής νοοτροπίας. Αν αυτό δεν συμβεί, τότε θα πρέπει να δεχθούμε (με αφάνταστη πικρία) ότι ο Νεοέλληνας είναι ιστορικά ανίκανος να ακολουθήσει τα παραδείγματα ιστορικής αναγέννησης που προσφέρει σήμερα ο κόσμος.
Η οικονομική κρίση που βιώνουμε προσφέρει προϋποθέσεις εθνικής περισυλλογής –με την τελευταία να μπορεί να παραγάγει ωριμότητα. Είδος εν ανεπαρκεία σήμερα, αλλά όχι δυσεύρετο για όσους έχουν την δυνατότητα να κατανοούν την πραγματικότητα, πέρα από τις λογιστικές εγγραφές της καθημερινότητας.