Την ώρα που η διήμερη παρουσία του Προέδρου Πούτιν στη χώρα μας βοήθησε σημαντικά στην συναινετική εμφάνιση των πολιτικών δυνάμεων, ήρθε η παραφωνία του νεοφώτιστου βουλευτή Γ. Κυρίτση να ταράξει με πολλά μποφόρ τα νερά της δημόσιας ζωής.
Η οικονομική στοχοποίηση των «μενουμευρώπη», πέρα από την διχαστική της διάσταση, που ήδη καταδικάστηκε, από σοβαρά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ όπως ο ευρωβουλευτής Κώστας Χρυσόγονος και ο υφυπουργός Εξωτερικών Δημήτρης Μάρδας, δείχνει παράλληλα μια κυβερνητική πλειοψηφία στην οποία ο καθένας παίζει το βιολί του.
Και ενώ το Μέγαρο Μαξίμου κάλυπτε με την ανοχή του τις διχαστικές δηλώσεις Κυρίτση, πριν λίγα εικοσιτετράωρα ανάμεσα στις εκατοντάδες τροπολογίες του νόμου της βαριάς φορολογικής επιβάρυνσης των πολιτών, πέρασε και μία προκλητική ρύθμιση, που ανατρέπει όλα τα δεδομένα καθώς επιτρέπει στο πολιτικό προσωπικό της χώρας να έχει offshore εταιρείες.
Πρόκειται για το άρθρο 178 του πολυνομοσχεδίου των 7.500 σελίδων που ψηφίστηκε την περασμένη Κυριακή και προβλέπει πως υπουργοί, βουλευτές και άλλοι αξιωματούχοι, μπορούν πλέον να μετέχουν σε εξωχώριες εταιρίες, αρκεί η έδρα τους να είναι σε «φορολογικά συνεργάσιμες» χώρες, ακόμα και αν οι χώρες αυτές χαρακτηρίζονται από το υπουργείο Οικονομικών ως «φορολογικοί παράδεισοι», όπως οι Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι, τα Νησιά Κέιμαν, Τζέρσεϊ, οι Βερμούδες κ.ά. όπου τα εισοδήματα φορολογούνται από 50% έως 100% χαμηλότερα σε σχέση με το αν θα φορολογούνταν στην χώρα μας.
Δίνει μάλιστα άφεση αμαρτιών σε κάποιους, που ενδεχομένως δεν ήταν έως τώρα «νόμιμοι» και κινδύνευαν να έχουν αυστηρές συνέπειες γι' αυτόν το λόγο, καθώς όπως υποστηρίζουν νομικοί κύκλοι, η διάταξη θα έχει, στην εφαρμογή της, αναδρομική ισχύ.
Αυτό σημαίνει στην πράξη δύο μέτρα και δύο σταθμά. Οι έντιμοι φορολογικά στοχοποιούνται, με βάση τις επανειλημμένες δηλώσεις Κυρίτση που επικρότησε η βουλευτής Εύη Καρακώστα, ενώ οι «έξυπνοι» πάσης φύσεως αξιωματούχοι της κυβέρνησης, που έστειλαν τα εκατομμυριάκια τους κάθε λογής φορολογικούς παραδείσους, απαλλάσσονται από κάθε ψόγο ή κατηγορία με την νομική κάλυψη των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Βεβαίως δεν είναι αυτή η μόνη παραφωνία των ημερών. Η ηθοποιός- βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Άννα Βαγενά αναφερόμενη στην εκχώρηση του συνόλου της περιουσίας του δημοσίου για 99 χρόνια στο νέο Υπερταμείο, που δημιουργήθηκε με το ν/σ που υπερψηφίστηκε την περασμένη Κυριακή δήλωσε το εξής αμίμητο: «Αντέξαμε 400 χρόνια τον τουρκικό ζυγό δεν θα αντέξουμε άλλα 99;». Για να προχωρήσει στην βαρύγδουπη διαπίστωση λέγοντας: «Είμαστε ανθεκτικός λαός».
Για να πούμε του στραβού το δίκιο, ελάχιστα ευθύνονται αυτοί που λένε τις κάθε λογής μπαρούφες ως «βαρύγδουπες» διαπιστώσεις. Την πραγματική ευθύνη έχουν όσοι ελαφρά τη καρδία τους ψήφισαν.
Εκτός αν κάποιοι νομίζουν ότι η ψήφος και το κυριότερο η σταυροδοσία, είναι μια υπόθεση πλάκας ή χαβαλέ, σε μια εποχή που η χώρα βρίσκεται στο μαύρο της το χάλι, με ευθύνη της συντριπτικής πλειοψηφίας του πολιτικού συστήματος.
Η χώρα δεν έχει δυστυχώς σήμερα μια κυβέρνηση κατώτερη των περιστάσεων, έχει και μια αντιπολίτευση που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, μια και η αξιωματική αντιπολίτευση βαρύνεται με το προπατορικό αμάρτημα της ευθύνης για την αφετηρία της οικονομικής κρίσης, ενώ ο τρικομματικός λεγόμενος ενδιάμεσος χώρος, αποτελείται από φίλαρχους που το ενδιαφέρον τους εστιάζεται στην προσωπική τους πολιτική επιβίωση.
Όσο για τα άκρα, μολονότι σε αυτά καταφεύγει κάθε πικραμένος, οι θέσεις της γενικής άρνησης, τους βγάζουν, εκ των πραγμάτων, εκτός της πολιτικής σκακιέρας.
Μπορεί στις κάθε μορφής δημοσκοπήσεις να καταγράφεται η δυσαρέσκεια που καταλαμβάνει συντριπτικά ποσοστά σε σχέση με αυτούς που βλέπουν φως στο τούνελ, παρατηρεί κανείς ότι τα κόμματα βλέπουν την πρόθεση ψήφου και όχι την δυστοκία των πολιτών για την ασκούμενη χθες και σήμερα πολιτική.
Όμως αν περιμένει κανείς από το επαγγελματικό προσωπικό των κομμάτων να δει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δημοσκοπήσεων είναι γελασμένος, έως βαθιά νυχτωμένος.
Το καλύτερο αύριο για το σύνολο της κοινωνίας πέρα από τις διχαστικές προσεγγίσεις του Γ. Κυρίτση περνάει μέσα από την ψήφο μας.
Όσο θα επιλέγουμε με βάση την αναγνωρισιμότητα από το θέατρο, την τηλεόραση, το ποδόσφαιρο, τόσο θα βουλιάζει η χώρα στο χάος. Θα σέρνεται είτε εντός είτε εκτός ευρώ, μια και κανείς δεν μας παίρνει στα σοβαρά. Η παρακμή θα είναι προϊούσα και μη αναστρέψιμη.