Ο Γουΐλιαμ Μπρίτζες δεν είναι ένας τυχαίος σύμβουλος επιχειρήσεων. Οφείλει την διεθνή φήμη του σε δύο βιβλία του, που αφορούσαν την φύση της εργασίας σήμερα σε συνάρτηση με τους μετασχηματισμούς που σημειώνονται στην παραγωγή αγαθών και στην παροχή υπηρεσιών σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη μας. Επιμένει δε να τονίζει προς κάθε κατεύθυνση ότι στην εποχή μας η εργασία είναι περισσότερο τρόπος εκτέλεσης (μαστοριά, θα λέγαμε στα ελληνικά), παρά ο,τιδήποτε άλλο.
Υπό αυτή την έννοια, πολύς λόγος γίνεται για την αποκαλούμενη οικονομία των δεξιοτήτων, η οποία όλο και περισσότερο ευνοεί την εύκαμπτη ιδιωτική εκπαίδευση, σε αντιδιαστολή με μία άκαμπτη δημόσια.
«Ζούμε σε μία εποχή όπου μεταβάλλονται σχετικά γρήγορα οι απαιτήσεις της πραγματικότητας. Έτσι, πολλές δεξιότητες απαξιώνονται γρήγορα και κατά συνέπεια ενισχύονται θεσμοί όπως η δια βίου μάθηση. Αναδύεται μία νέα τάξη πραγμάτων, όπου ταλέντο έχουν όλοι αυτοί που μπορούν να εγκαταλείψουν το παρελθόν προς όφελος μίας ταχείας προσαρμογής στο καινούργιο. Με άλλα λόγια, ένα εγώ με βραχυπρόθεσμο προσανατολισμό, εστιασμένο στην δυνητική ικανότητα, διατεθειμένο να εγκαταλείψει την εμπειρία του παρελθόντος, είναι το ταλέντο». Αυτά υπογραμμίζει ένας γκουρού του μάνατζμεντ, όπως ο Τομ Πήτερς, φέρνοντας στο προσκήνιο ένα τεράστιο θέμα –αυτό της σχέσης της απασχόλησης με την εκπαίδευση.
«Η ιδιωτική εκπαίδευση», τονίζει ο Γάλλος νομικός και σύμβουλος επιχειρήσεων Λωράν Κοέν Τανούγκι, «είναι πολύ πιο ευέλικτη από την αντίστοιχη δημόσια. Πιάνει καλύτερα τον σφυγμό της αγοράς και, κυρίως, πάσχει λιγότερο από οπισθοδρομικές ιδεοληψίες. Έτσι, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ο ρόλος και η σημασία της ενισχύονται».
Εξάλλου, όπως επισημαίνει σε ειδικό αφιέρωμά του και το περιοδικό The Economist, τα ιδιωτικά ιδρύματα προσφέρουν και συγκεκριμένα προγράμματα μαθημάτων που κινούνται ξεκάθαρα προς μία καρριέρα. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις στρέφονται συχνά προς τα ιδιωτικά πανεπιστημιακά ιδρύματα, τα οποία βρίσκουν έτσι περαιτέρω ώθηση στην ανάπτυξή τους.
Για παράδειγμα, στην λουτρόπολη Μπαντ Χόνεφ της Γερμανίας, το Διεθνές Πανεπιστήμιο Εφαρμοσμένων Επιστημών (IUBH) προσφέρει ένα «διπλής όψης» ξενοδοχειακό πτυχίο, πληρωμένο από ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, στο οποίο οι φοιτητές καλούνται να δουλεύουν εναλλάξ τις εβδομάδες: μία στον χώρο του πανεπιστημίου και μία στα ξενοδοχεία. Ακόμα και το βασικό πτυχίο εκεί προϋποθέτει 22 εβδομάδες πρακτική άσκηση. Άλλα ιδιωτικά ιδρύματα προσφέρουν ειδικά επεξεργασμένα μεταπτυχιακά προγράμματα στην Διοίκηση Επιχειρήσεων για κλάδους όπως η οινοποιΐα. Τα προγράμματα αυτά βοηθούν στο να ξεχωρίζουν τα εν λόγω ιδρύματα από τους πιο παραδοσιακούς ανταγωνιστές τους. «Δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε το Χάρβαρντ, αλλά μπορούμε να πάμε καλύτερα από τα Εμπορικά Επιμελητήρια», ισχυρίζεται ο Bertrand Pivin, εταίρος του επενδυτικού ομίλου Apax, ιδιοκτησία του οποίου είναι ο γαλλικός όμιλος επιχειρηματικών σχολών INSEEC.
Φοιτητές οι οποίοι επιλέγουν να σπουδάσουν στο εξωτερικό επίσης συγκεντρώνονται σε μεγάλους αριθμούς σε ιδιωτικά ιδρύματα. Οι αριθμοί αυτών σε παγκόσμιο επίπεδο φθάνουν τα 4,5 εκατομμύρια φοιτητές, με προγνώσεις για αύξηση σε 7-8 εκατομμύρια μέχρι το 2017. Το υπουργείο Εξωτερικών της Αμερικής θέλει να αυξήσει τους Αμερικανούς φοιτητές στο εξωτερικό, από 300.000 σε 600.000, μέχρι το 2020. Οι ευρωπαϊκές χώρες αποτελούν δημοφιλείς προορισμούς τόσο για φοιτητές χωρών εντός Ευρώπης όσο και για φοιτητές χωρών εκτός αυτής.
Από την άποψη αυτή, λοιπόν, αν η Ελλάδα ήθελε να ενισχύσει την έξοδό της από την κρίση, καθώς και την μελλοντική της εξωστρεφή ανάπτυξη, η ιδιωτική εκπαίδευση θα μπορούσε να αποτελέσει καλή πηγή παραγωγής εθνικού εισοδήματος. Άλλες, γειτονικές μας, χώρες το έχουν καταλάβει αυτό και ήδη κινούνται προς την σωστή κατεύθυνση.
Εξωστρέφεια και εκπαίδευση
Κατά το περιοδικό The Economist, η σχολή μόδας Istituto Marangoni του Μιλάνου, η οποία με τον μοντερνιστικό τρόπο επίπλωσής της είναι τόσο σικ όσο οποιαδήποτε από τις μπουτίκ που βρίσκονται κοντά στους χώρους της, ανοίγει φέτος παρακλάδια στην Φλωρεντία και στην Σεντζέν, πέρα από αυτά που ήδη έχει στο Παρίσι, το Λονδίνο και την Σαγκάη. Στο Μιλάνο, το 70% των φοιτητών είναι φοιτητές εξωτερικού, με τους Κινέζους να αποτελούν την πολυπληθέστερη ομάδα. Πολλοί είναι εύποροι: τα δίδακτρα ξεκινούν από τις 13.600 ευρώ ετησίως για την απόκτηση πτυχίου, με την δυνατότητα να αυξηθούν στις 32.000 ευρώ για ένα πρόγραμμα που αφορά στην «ελίτ του χώρου της μόδας».
Κάποιες από τις χώρες της Ευρώπης έχουν αρχίζει να αναγνωρίζουν τα ιδιωτικά ιδρύματα. Η Ιταλία μάλλον έχει αρχίσει να αναγνωρίζει τα πτυχία της σχολής Marangoni. Στην Μεγάλη Βρεταννία, η κυβέρνηση πρόκειται να ανακοινώσει τον τρόπο με τον οποίο θα διασφαλίσει την προκοπή των καλών ιδιωτικών ιδρυμάτων και, κατ’ επέκταση, τον θάνατο όσων είναι αμφίβολης ποιότητας. Στην Γερμανία, μετά από την λήξη πειράματος οκτώ ετών για επιβολή διδάκτρων στα δημόσια πανεπιστήμια το 2014, η κυβέρνηση είναι πιο δεκτική στην ιδέα τού να προχωρήσουν στον χώρο της εκπαίδευσης ιδιώτες επιχειρηματίες, σύμφωνα με τον Patrick Geus, ο οποίος διδάσκει στο IUBH.
Ωστόσο, το βρεταννικό περιοδικό επισημαίνει –πολύ σωστά– ότι οι εξελίξεις που προαναφέρονται θα πρέπει να υπάγονται και στον σχετικό δημόσιο έλεγχο, ώστε να αποφεύγονται παρατράγουδα που αμαυρώνουν την έννοια της εκπαίδευσης. Τα ιδιωτικά ιδρύματα θα πρέπει να λειτουργούν με καθεστώς διαφάνειας σε ό,τι αφορά τις εγγραφές και τα δεδομένα των υπαλλήλων τους, ενώ όσα από αυτά δεν κατορθώνουν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά θα πρέπει να κλείνουν. Πάντως, συμπεραίνει το The Economist, «ανά την Ευρώπη, την ώρα που οι φοιτητές ψάχνουν για επιλογές πέρα από τις παραδοσιακές προκειμένου να αποφασίσουν για το μέλλον τους, οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να είναι εξίσου ανοιχτόμυαλες».