Οι εχθροί επιχειρήσεων και επενδύσεων

Του Νίκου Καραγεωργίου - Πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανιών επωνύμων Προϊόντων

Δεν χρειάζεται να έχει τελειώσει κανείς ανώτατο οικονομικό εκπαιδευτικό ίδρυμα για να γνωρίζει ότι ένα χρέος, προκειμένου να αποπληρωθεί, είτε αυτό είναι κρατικό είτε ιδιωτικό, χρειάζονται και κάποια έσοδα. Με πιο απλά λόγια, για μια χώρα, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι το δημόσιο χρέος της διαιωνίζεται, η τακτική αποπληρωμή του σε τοκοχρεωλυτικό επίπεδο απαιτεί έσοδα τα οποία δεν μπορούν να προέλθουν παρά μόνο από την πραγματοποίηση επενδύσεων και από την ανάπτυξη που οι τελευταίες μπορούν να προσφέρουν στην επιχειρηματική δραστηριότητα.

 

Στην υπερχρεωμένη χώρα μας όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Τα έξι τελευταία χρόνια η Ελλάδα δέχεται συνεχείς δανειακές ενέσεις, έχει επίσης επωφεληθεί από ένα σημαντικό κούρεμα δημοσίου χρέους, αλλά παρόλα αυτά η οικονομία της τελεί υπό ύφεση, αποεπένδυση και υψηλή ανεργία, ενώ τίποτα δεν δείχνει ότι η κατάσταση αυτή μπορεί να αλλάξει. Ακόμα χειρότερα, τον τελευταίο καιρό, το φορολογικό περιβάλλον γίνεται όλο και πιο εχθρικό για τις επιχειρήσεις, οι οποίες εγκαταλείπουν τη χώρα στο μέτρο που αυτό τους επιτρέπεται από τις δυνατότητες που τους προσφέρει η ελεύθερη εγκατάσταση. Και πώς να μην συμβαίνει αυτό όταν η συνολική φορολογική επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις φτάνει σχεδόν στο 52% των εσόδων τους, όταν το αντίστοιχο ποσοστό σε γειτονικές ανταγωνίστριες χώρες της Ε.Ε., όπως η Βουλγαρία και η Κύπρος, δεν ξεπερνά το 27%.

Παράλληλα, φυγή των επιχειρήσεων σημαίνει μείωση των επενδύσεων και άρα άνοδο της ανεργίας, της υποαπασχόλησης και της λαθρεργασίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η χώρα μονιμοποιείται σε φάση αποεπένδυσης, που σημαίνει ότι υποθηκεύεται το παραγωγικό της μέλλον, με ότι αυτή η κατάσταση προοιωνίζει για την ευημερία των σημερινών και αυριανών γενεών.

Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση για άγνωστο λόγο, στο επίπεδο των διαπραγματεύσεών της για την αξιολόγηση επί ενός μνημονίου που η ίδια έχει υπογράψει, επέλεξε την τακτική της καθυστέρησης, για να φτάσουμε σήμερα σε ένα σημείο που θυμίζει την περσυνή περίοδο, με την αβεβαιότητα για το αύριο να σκιάζει τα πάντα. Για να γίνουμε περισσότερο σαφείς, η πρώτη αξιολόγηση που έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί πριν πέντε μήνες, βρίσκεται κυριολεκτικά στον αέρα, με τους εταίρους να διαπιστώνουν ότι απαιτείται περαιτέρω δουλειά. Από την άλλη πλευρά, ενώ υπάρχει συμφωνία με τους εταίρους δανειστές για  μέτρα 5,4 δις ευρώ, που προβλέπει το 3ο μνημόνιο, η έλλειψη εμπιστοσύνης και το αντιεπιχειρηματικό περιβάλλον, υποχρεώνουν το ΔΝΤ να θέτει και ζήτημα νέων προληπτικών μέτρων, εκτιμώντας πως δεν θα επιτευχθεί ο στόχος του προγράμματος για πλεόνασμα του 3,5 % του ΑΕΠ για το 2018.

Είναι προφανές από αυτά που προηγούνται ότι οι εχθροί των επενδύσεων και των επιχειρήσεων δεν συνειδητοποιούν ότι ουσιαστικά με τα μέτρα που θέλουν να εφαρμόσουν πριονίζουν το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται και οδηγούν εκ των πραγμάτων την χώρα σε πτώχευση εντός Ευρωζώνης. Διότι, επαναλαμβάνουμε, χωρίς ανάπτυξη και έσοδα εξ αυτής, ακόμη και αν χαριστεί στην Ελλάδα το σύνολο του χρέους της, η σημερινή κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει. Η χώρα πριν από όλα έχει ανάγκη από ολική απελευθέρωση της οικονομίας της ώστε τα όποια παραγωγικά γρανάζια δεν έχουν ακόμα πληγεί, να μπορέσουν να μπουν σε κίνηση, δημιουργώντας και τις απαραίτητες αναπτυξιακές συνθήκες.

 

 

Διαβάστε επίσης