«Ο Πάπας μας έδωσε ξανά ζωή» -Συγκινημένοι οι πρόσφυγες που πήρε από την Ελλάδα

ΜΙΑ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ

Τη στιγμή που το αεροπλάνο που τους μετέφερε προσγειώθηκε στη Ρώμη, ξεκινούσε μία νέα σελίδα για τη ζωή τους, έπειτα από απίστευτες δυσκολίες και περιπέτειες.

Οι 12 πρόσφυγες που αναχώρησαν μαζί με τον Πάπα από την Ελλάδα, σε μία συμβολική κίνηση, εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους στο πρόσωπο του Ποντίφικα. «Ο Φραγκίσκος μας ξανάδωσε τη ζωή, είναι ο σωτήρας μας. Θα γίνουμε άξιοι αυτού του δώρου», δήλωσαν φτάνοντας στο Βατικανό, σύμφωνα με την La Stampa.

Φτάνοντας στη Ρώμη, ο Πάπας Φραγκίσκος βγήκε πρώτος από το αεροσκάφος, κατέβηκε την σκάλα και τους περίμενε εκεί, για να τους υποδεχθεί στην Ιταλία.

Οι τρεις οικογένειες, και οι τρεις μουσουλμανικού θρησκεύματος και με τακτοποιημένα τα χαρτιά τους, πέρασαν την πρώτη νύκτα τους στην Ιταλία, φιλοξενούμενες στη συνοικία Τραστέβερε της Ρώμης από την καθολική κοινότητα του Αγίου Αιγιδίου.

Μετά την άφιξή τους στη Ρώμη, οι Σύροι ευχαρίστησαν τον πάπα «για την ευκαιρία που τους προσφέρθηκε με τη χειρονομία ελπίδας που έκανε και η οποία τόσο τους συγκίνησε». Αν και αρχικά ήθελαν να πάνε στη Γερμανία ή τη βόρεια Ευρώπη, τώρα δηλώνουν ότι επαφίενται στον Φραγκίσκο: «Είμαστε προσκεκλημένοι του πάπα, ο οποίος μας έσωσε και μας ξανάδωσε τη ζωή», λένε.
 

«Είδαμε φίλους και συγγενείς να πεθαίνουν κάτω από τα ερείπια, διαφύγαμε επειδή στη Συρία δεν είχαμε πια καμιά ελπίδα», εξηγεί ο Χάσαν, ένας μηχανικός από τη Δαμασκό, που συνοδεύεται από τη γυναίκα του, την Νουρ, και τον δίχρονο γιο τους.

«Στη Λέσβο, είχαμε καταλάβει πως ήμασταν αποκλεισμένοι σ' ένα μέρος απ' όπου δεν θα μπορούσαμε να φύγουμε, σε μια παγίδα, μια φυλακή», προσθέτει, μέχρι την επίσκεψη του πάπα, «του σωτήρα μας», όπως τον χαρακτηρίζει.

«Ελπίζουμε πως η κοινή γνώμη (στην Ευρώπη) θα καταλάβει τους λόγους μας και πως η χειρονομία του πάπα θα έχει συνέπειες στην πολιτική έναντι των προσφύγων», λέει από την πλευρά της η Νουρ στη La Repubblica.
 

Η Ουάφα, στο πλευρό του συζύγου της, του Οσάμα, της οκτάχρονης κόρης τους, της Μάσα, και του εξάχρονου γιου τους, του Ομαρ, μιλάει για τους αδιάκοπους βομβαρδισμούς των τελευταίων μηνών πάνω από το σπίτι της. «Από τότε ο γιος μου μιλάει πολύ λίγο, καμιά λέξη δεν βγαίνει πια από το στόμα του, κλείνεται σε μια αδιαπέραστη σιωπή», λέει.

Ο Ράμι, ένας εκπαιδευτικός 51 ετών, αφηγείται πως διέφυγε από την Ντέιρ Εζόρ, μια επαρχία που ελέγχεται εν μέρει από το Ισλαμικό Κράτος, μαζί με τη σύζυγό του, την Σουχίλα, και τα τρία παιδιά τους, τον Ρασίντ και τον Αμπντελμαζίντ, 18 και 16 ετών, και την μικρή Αλ Κουντς, επτά ετών. Αυτό που τους έπεισε να φύγουν ήταν η καταστροφή του σπιτιού τους, λέει.

«Ευχαριστούμε τον πάπα, θα γίνουμε άξιοι αυτής της ευκαιρίας που μας προσφέρθηκε και του δώρου που μας έκανε», λέει στη la Stampa, διευκρινίζοντας ότι δεν ξέρει ακόμη αν πρέπει να ξαναρχίσουν τη ζωή τους στην Ευρώπη ή αν μια μέρα θα μπορέσουν να επιστρέψουν σε μια Συρία χωρίς πόλεμο ούτε βία.

Μ' αυτούς τους νέους φιλοξενουμένους, οι οποίοι βρίσκονται εκεί με ανθρωπιστική βίζα και θα πρέπει να καταθέσουν προσεχώς αίτημα ασύλου στις ιταλικές αρχές, το Βατικανό, το οποίο έχει λιγότερους από χίλιους κατοίκους, αριθμεί πλέον είκοσι πρόσφυγες. Το Γαλλικό Πρακτορείο σημειώνει πως, αν έκαναν το ίδιο οι 300 εκατομμύρια Ευρωπαίοι, θα υποδέχονταν 6 εκατομμύρια ανθρώπους.

Οι τρεις οικογένειες, και οι τρεις μουσουλμανικού θρησκεύματος και με τακτοποιημένα τα χαρτιά τους, πέρασαν την πρώτη νύκτα τους στην Ιταλία, φιλοξενούμενες στη συνοικία Τραστέβερε της Ρώμης από την καθολική κοινότητα του Αγίου Αιγιδίου.

Μετά την άφιξή τους στη Ρώμη, οι Σύροι ευχαρίστησαν τον πάπα «για την ευκαιρία που τους προσφέρθηκε με τη χειρονομία ελπίδας που έκανε και η οποία τόσο τους συγκίνησε». Αν και αρχικά ήθελαν να πάνε στη Γερμανία ή τη βόρεια Ευρώπη, τώρα δηλώνουν ότι επαφίενται στον Φραγκίσκο: «Είμαστε προσκεκλημένοι του πάπα, ο οποίος μας έσωσε και μας ξανάδωσε τη ζωή», λένε.

«Είδαμε φίλους και συγγενείς να πεθαίνουν κάτω από τα ερείπια, διαφύγαμε επειδή στη Συρία δεν είχαμε πια καμιά ελπίδα», εξηγεί ο Χάσαν, ένας μηχανικός από τη Δαμασκό, που συνοδεύεται από τη γυναίκα του, την Νουρ, και τον δίχρονο γιο τους.

«Στη Λέσβο, είχαμε καταλάβει πως ήμασταν αποκλεισμένοι σ' ένα μέρος απ' όπου δεν θα μπορούσαμε να φύγουμε, σε μια παγίδα, μια φυλακή», προσθέτει, μέχρι την επίσκεψη του πάπα, «του σωτήρα μας», όπως τον χαρακτηρίζει.

«Ελπίζουμε πως η κοινή γνώμη (στην Ευρώπη) θα καταλάβει τους λόγους μας και πως η χειρονομία του πάπα θα έχει συνέπειες στην πολιτική έναντι των προσφύγων», λέει από την πλευρά της η Νουρ στη La Repubblica.

Η Ουάφα, στο πλευρό του συζύγου της, του Οσάμα, της οκτάχρονης κόρης τους, της Μάσα, και του εξάχρονου γιου τους, του Ομαρ, μιλάει για τους αδιάκοπους βομβαρδισμούς των τελευταίων μηνών πάνω από το σπίτι της. «Από τότε ο γιος μου μιλάει πολύ λίγο, καμιά λέξη δεν βγαίνει πια από το στόμα του, κλείνεται σε μια αδιαπέραστη σιωπή», λέει.

Ο Ράμι, ένας εκπαιδευτικός 51 ετών, αφηγείται πως διέφυγε από την Ντέιρ Εζόρ, μια επαρχία που ελέγχεται εν μέρει από το Ισλαμικό Κράτος, μαζί με τη σύζυγό του, την Σουχίλα, και τα τρία παιδιά τους, τον Ρασίντ και τον Αμπντελμαζίντ, 18 και 16 ετών, και την μικρή Αλ Κουντς, επτά ετών. Αυτό που τους έπεισε να φύγουν ήταν η καταστροφή του σπιτιού τους, λέει.

«Ευχαριστούμε τον πάπα, θα γίνουμε άξιοι αυτής της ευκαιρίας που μας προσφέρθηκε και του δώρου που μας έκανε», λέει στη la Stampa, διευκρινίζοντας ότι δεν ξέρει ακόμη αν πρέπει να ξαναρχίσουν τη ζωή τους στην Ευρώπη ή αν μια μέρα θα μπορέσουν να επιστρέψουν σε μια Συρία χωρίς πόλεμο ούτε βία.

Μ' αυτούς τους νέους φιλοξενουμένους, οι οποίοι βρίσκονται εκεί με ανθρωπιστική βίζα και θα πρέπει να καταθέσουν προσεχώς αίτημα ασύλου στις ιταλικές αρχές, το Βατικανό, το οποίο έχει λιγότερους από χίλιους κατοίκους, αριθμεί πλέον είκοσι πρόσφυγες. Το Γαλλικό Πρακτορείο σημειώνει πως, αν έκαναν το ίδιο οι 300 εκατομμύρια Ευρωπαίοι, θα υποδέχονταν 6 εκατομμύρια ανθρώπους.