του Παντελή Καψή, δημοσιογράφου
Σε μια πρόσφατη συνέντευξη της στον Δημήτρη Δανίκα η Άννα Διαμαντοπούλου εξέφραζε την απογοήτευση της επειδή τα μέσα ενημέρωσης δεν προβάλουν τις προγραμματικές θέσεις του ΠΑΣΟΚ. Η υπόρρητη κριτική ήταν ότι φέρουν και αυτά ευθύνη για τη δυσκολία του κόμματος να περάσει τις θέσεις του και να ανακάμψει. Πράγματι στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχουν γίνει ενδιαφέρουσες επεξεργασίες. Το ΠΑΣΟΚ στη Βουλή προσπαθεί να μην μένει στην άρνηση, να μην καταψηφίζει απλώς τα νομοσχέδια της κυβέρνησης αλλά να προτείνει εναλλακτικές λύσεις. Είναι ωστόσο αυτό αρκετό; Πολύ περισσότερο μπορεί να θεωρηθεί αιτία της κακοδαιμονίας του το γεγονός ότι οι πολίτες δεν γνωρίζουν τις πολιτικές του θέσεις;
Η δημοσκοπική έκρηξη της Πλεύσης Ελευθερίας δείχνει το αντίθετο. Ένα κόμμα ουσιαστικά χωρίς πρόγραμμα έχει εκτιναχθεί στη δεύτερη θέση. Πρόκειται για ένα κόμμα το οποίο δεν έχει να επιδείξει το παραμικρό πέρα από τον τοξικό λεγκαλισμό της αρχηγού του. Ένα κόμμα με στελέχη προσωπικές επιλογές της κ. Κωνσταντοπούλου τα οποία επιβλήθηκαν δια του βιασμού της θέλησης των ψηφοφόρων και διακρίνονται για την βροντώδη άγνοια τους στα στοιχειώδη. Η πολιτική ανυπαρξία τους ωστόσο και η ανυπαρξία πολιτικών προτάσεων καθόλου δεν επηρεάζει τις δημοσκοπήσεις.
Για το ΠΑΣΟΚ αυτό θα έπρεπε να αποτελέσει αιτία προβληματισμού. Δείχνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο ότι δεν μπορεί να είναι απλώς καλοί μαθητές, να επεξεργάζονται προτάσεις σαν καλοί τεχνοκράτες και να περιμένουν να αναγνωρίσουν τον μόχθο τους οι πολίτες. Το κρίσιμο είναι να παρεμβαίνουν στη συγκυρία και να απαντούν με ξεκάθαρο τρόπο στα διλήμματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Κυρίως δηλαδή την ανάγκη για πολιτική και οικονομική σταθερότητα σε ένα διαρκώς και πιο απειλητικό διεθνές περιβάλλον. Όσο δεν το κάνουν, όσο το ΠΑΣΟΚ αφήνει αναπάντητα τα κεντρικά πολιτικά ερωτήματα και παρεμβαίνει στα επί μέρους, τόσο αφήνει χώρο στον κάθε δημαγωγό να εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που προσφέρει η επικαιρότητα. Τα Τέμπη στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Υποτίθεται ότι ανασταλτικός παράγοντας είναι ο διχασμός των οπαδών του. Οι μισοί περίπου βλέπουν προς τα δεξιά και οι άλλοι μισοί είναι υπέρ της συνεργασίας των προοδευτικών δυνάμεων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το ΠΑΣΟΚ να βρίσκεται διαρκώς σε μια κρίση ταυτότητας. Όπως πολύ χαρακτηριστικά έγραψε ο Μιχάλης Τσιντσίνης είναι συστημικό κόμμα χωρίς κυβερνητικό κύρος και κόμμα διαμαρτυρίας χωρίς αντισυστημικό σφρίγος.
Αλλά βέβαια δεν πρόκειται για ίσης τάξης επιλογές. Το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα διαμαρτυρίας δεν έχει την παραμικρή προοπτική. Έτσι κι αλλιώς δύσκολα μπορεί να επαναπατρίσει όσους αποχώρησαν για τον Σύριζα το 2012. Σίγουρα δεν μπορεί να απευθυνθεί στο ρεύμα των ψηφοφόρων που αποτέλεσαν τον πυρήνα του Μένουμε Ευρώπη. Αυτούς που έχουν δώσει στη Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη ένα σταθερό πλεονέκτημα έναντι όλων των υπολοίπων κομμάτων αντισταθμίζοντας και τις απώλειες στα δεξιά του. Αντιθέτως ένα ΠΑΣΟΚ το οποίο θα ανακτούσε την αξιοπιστία ως κόμμα εξουσίας θα μπορούσε να απευθυνθεί σε αυτούς τους ψηφοφόρους ενώ και οι νέο-αγανακτισμένοι θα ήταν πιθανό να το επέλεγαν έστω και μόνο ως εναλλακτική λύση στην κυβέρνηση της ΝΔ. Κυβερνητική αξιοπιστία ωστόσο δεν ανακτάται με το πρόγραμμα. Προϋποθέτει θαρραλέες πρωτοβουλίες και κινήσεις που εμπεριέχουν ρίσκο.
Πριν από λίγες ημέρες μια σημαντική οικονομική είδηση πέρασε στα «ψιλά» των μέσων ενημέρωσης. Πρόθεση της κυβέρνησης είναι να αξιοποιήσει το περίφημο μαξιλάρι αλλά και τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα για να εξοφλήσει 10 χρόνια νωρίτερα τα δάνεια που πήρε με την υπογραφή του πρώτου μνημονίου. Στόχος είναι να βελτιωθεί σημαντικά το προφίλ του χρέους της χώρας ακόμα και να πέσει ως ποσοστό του ΑΕΠ χαμηλότερα από το χρέος της Ιταλίας. Θα έχει ενδιαφέρον η στάση του ΠΑΣΟΚ σε αυτό το θέμα. Γιατί βέβαια μέχρι σήμερα παρά τις προγραμματικές επεξεργασίες για τις οποίες υπερηφανεύεται, έχει αποφύγει να τοποθετηθεί στο ζήτημα του χρέους και της δημοσιονομικής ισορροπίας. Έτσι αντί να εμφανιστεί ως δύναμη ευθύνης μοιράζει χρήματα και υποσχέσεις σε ανταγωνισμό με τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης. Πολύ πιο αποδοτικό για την εικόνα του κόμματος ωστόσο θα ήταν να είχε πάρει αυτό την πρωτοβουλία που παίρνει σήμερα ο κ. Πιερρακάκης. Θα το κατηγορούσαν ότι υποχωρεί στον νεοφιλελευθερισμό και δεν θα γινόταν εξαιρετικά δημοφιλές στους σχολιαστές των πρωινάδικων. Θα είχε περάσει ωστόσο ένα ισχυρό μήνυμα στους ψηφοφόρους, σε αυτούς τουλάχιστον που βλέπουν τα σύννεφα μπροστά μας. Σε όσους βάζουν σε πρώτη προτεραιότητα, τόσο για τη δημοκρατία όσο και για την κοινωνική συνοχή, να μην μπει η χώρα μια νέα οικονομική κρίση.
Ο ελέφαντας στο δωμάτιο φυσικά ήταν, είναι και θα εξακολουθήσει να είναι η πολιτική σταθερότητα. Εκεί το ΠΑΣΟΚ μοιάζει να παίζει το παιχνίδι της Νέας Δημοκρατίας. Το προφανές που θα έλεγε κάθε πολιτικός είναι ότι δεν θα αφήσει τη χώρα ακυβέρνητη. Το πώς έχει δευτερεύουσα σημασία. Αυτό που πρωτεύει είναι να δείξει ότι κατανοεί τη σοβαρότητα του προβλήματος. Αντ αυτού ο Ανδρουλάκης εμφανίζεται σαν να μην τον αφορά, απλώς επαναλαμβάνει ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί με τη ΝΔ. Καταφέρνει έτσι να μπει και πάλι στο ίδιο κάδρο με τον Φάμελο και την Κωνσταντοπούλου. Έτσι κι αλλιώς όμως λίγοι τον πιστεύουν ενώ ο ίδιος εμφανίζεται φοβικός και κατώτερος των περιστάσεων.
Οι εκλογές είναι ακόμα μακριά. Μπορεί οι σημερινές τάσεις να είναι παροδικές, το ΠΑΣΟΚ να σταματήσει να διολισθαίνει δημοσκοπικά. Χωρίς ένα γερό σοκ ωστόσο δύσκολα θα γίνει ανταγωνιστικό. Και το κακό είναι ότι μέχρι σήμερα δείχνει ότι κάνει το ακριβώς αντίθετο. Επιλέγει να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο, με τα ίδια πρόσωπα επιμένοντας ότι στραβός είναι ο γιαλός. Με μια έννοια θα έπρεπε να είναι απολύτως αναμενόμενο ότι θα επέστρεφε στην εσωστρέφεια και στις διαγραφές.