Χήρα μητέρα προσπάθησε με κάθε τρόπο να αποξενώσει τα δίδυμα παιδιά της από τον παππού και τη γιαγιά, τους γονείς του αποβιώσαντος συζύγου της, παρότι υπήρχε δικαστική απόφαση που την υποχρέωνε να τα πηγαίνει στο σπίτι τους.
Ο παππούς και η γιαγιά μετά τον θάνατο του γιου τους προσέφυγαν στα δικαστήρια, με αποτέλεσμα η μητέρα να καταδικαστεί για παραβίαση δικαστικής απόφασης κατ’ εξακολούθηση και ο Αρειος Πάγος να επικυρώσει την ποινή φυλάκισης που της επιβλήθηκε.
Πράγματι, από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (ασφαλιστικά μέτρα) ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του παππού και της γιαγιάς με τα ανήλικα 8χρονα εγγόνια τους σε μηνιαία βάση, κατά τις γιορτές και το καλοκαίρι. Επιπλέον, ορίστηκε ότι τα παιδιά θα παραδίδονται κάθε φορά από τη μητέρα τους στην κατοικία των πεθερικών της και θα παραλαμβάνονται από την ίδια από την κατοικία τους, ενώ η μητέρα τους, εφόσον το επιθυμούσε, είχε το δικαίωμα να είναι παρούσα κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας αυτής.
Παρ’ όλα αυτά, η μητέρα δεν αποδέχτηκε τη δικαστική απόφαση και δεν πήγαινε τα παιδιά στους γονείς του άνδρα της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο παππούς και η γιαγιά να καταφεύγουν στο Αστυνομικό Τμήμα κάθε φορά που περίμεναν τα εγγόνια τους και δεν πήγαιναν και έτσι η άρνηση της νύφης τους για το δικαίωμα επικοινωνίας που είχαν με τα ανήλικα να καταγράφεται στο βιβλίο των συμβάντων.
Ομως, έχοντας τη δίψα να βλέπουν τα εγγόνια τους δεν αρκέστηκαν μόνο σε αυτό και κατέθεσαν μήνυση σε βάρος της νύφης τους. Η μητέρα ισχυρίστηκε ότι η μη παράδοση των παιδιών στον παππού και τη γιαγιά «για επικοινωνία δεν οφείλεται στη δική της πρόθεση να παραβιάσει τη δικαστική απόφαση, αλλά στην άρνηση των τέκνων της να μεταβούν στην οικία του παππού και της γιαγιάς τους».
Μάλιστα, ως μάρτυρας υπεράσπισης κατέθεσε παιδική της φίλη που είπε ότι «είχε δει τα παιδιά να κλαίνε γιατί τους είχαν μιλήσει άσχημα η θεία τους (αδελφή του πατέρα τους) και ο σύζυγός της και ο τελευταίος τούς είχε μάλιστα τραβήξει τα αυτιά, γιατί ήταν λίγο άτακτα, και ότι εξ αυτού του λόγου αισθάνονταν φόβο και εκδήλωναν άρνηση να μεταβούν στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς τους, καθώς εκεί βρίσκονταν συχνά η θεία τους και ο σύζυγός της».
Οι δικαστές αποφάνθηκαν ότι τόσο η κατάθεση της παιδικής φίλης της μητέρας όσο και οι ισχυρισμοί της ίδιας περί άρνησης των τέκνων να μεταβούν στο σπίτι των πεθερικών της «δεν κρίνονται πειστικοί» και, αν ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε θα το είχε αναφέρει στα εξώδικα που τους είχε στείλει.
Αντίθετα, επισημαίνεται στην αρεοπαγιτική απόφαση πως από τα εξώδικα προκύπτει ότι η μητέρα ζήτησε από τα πεθερικά της «η επικοινωνία με τα εγγόνια τους να λαμβάνει χώρα στην οικία της για τον λόγο ότι τα τέκνα εκδήλωσαν έντονη άρνηση να επισκεφτούν την οικία τους, δηλώνοντάς τους ότι λόγω της ευάλωτης ψυχολογικής κατάστασης που τα τέκνα βίωναν μετά τον θάνατο του πατέρα τους δεν μπορούσε να τους επιβάλει την επικοινωνία που ρυθμίστηκε προσωρινά με την απόφαση, δίχως, ωστόσο, να αναφέρει κανένα περιστατικό από μεριάς του παππού και της γιαγιάς ή από άλλο πρόσωπο που να ενόχλησε τα τέκνα, ενώ δεν αναφέρει αν η άρνηση των τέκνων της δεν δύναται να αρθεί ούτε με την παρουσία της ίδιας κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας, όπως άλλωστε επέτρεπε η απόφαση του Πρωτοδικείου».
Ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, η μητέρα, αφού επανέλαβε τα περί άρνησης των παιδιών της να πάνε στο σπίτι των πεθερικών της, επισήμανε ότι «πρότεινε εναλλακτικούς τρόπους επικοινωνίας, ήτοι να επισκέπτονται τα τέκνα μου στη δική μου οικία ώστε να χτιστεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ τους».
Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε, «δεν συνήνεσαν στον τρόπο αυτόν, ούτε πρότειναν αυτοί κάποιον εναλλακτικό τρόπο επικοινωνίας, με συνέπεια να διακοπεί ακόμη και η αραιή επικοινωνία που υπήρχε». Αντίθετα, υποστήριξε η μητέρα, «αυτοί που ως επί το πλείστον αρνούνται την επικοινωνία είναι οι ίδιοι οι μηνυτές, με διάφορες προφάσεις, με συνέπεια και πάλι η επικοινωνία να διεξάγεται σε αραιά διαστήματα, χωρίς αυτό να οφείλεται σε δική μου υπαιτιότητα ή σε άρνηση των τέκνων μου».
Ομως, οι δικαστές δεν πείστηκαν και κατέληξαν ότι η μητέρα των διδύμων «ενεργώντας με πρόθεση αποφάσισε να παραβιάσει κατ’ εξακολούθηση τη δικαστική απόφαση και να μην επιτρέψει την επικοινωνία των ανηλίκων με τον παππού και τη γιαγιά, επιθυμώντας την πλήρη αποξένωσή τους από αυτούς».
Η καταδίκη
Ετσι, καταδικάστηκε για παραβίαση δικαστικής απόφασης κατ’ εξακολούθηση και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 5 μηνών με τριετή αναστολή.
Στον Αρειο Πάγο που προσέφυγε η χήρα ζητώντας να αναιρεθεί η καταδίκη της ισχυρίστηκε ότι η απόφαση δεν είχε πλήρη και επαρκή αιτιολογία, όπως απαιτούν το Σύνταγμα και η ποινική νομοθεσία, αλλά και ότι υπήρξε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής διάταξης του Ποινικού Κώδικα.
Το Ζ’ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου απέρριψε ως αβάσιμους και απαράδεκτους όλους τους αναιρετικούς λόγους και επικύρωσε την ποινή.
protothema