Πώς συνδέεται η ανισορροπία στο εντερικό μικροβίωμα με τον αυτισμό

Ο έγκαιρος έλεγχος για νευροαναπτυξιακές διαταραχές όπως ο αυτισμός είναι σημαντικός για να διασφαλιστεί ότι τα παιδιά έχουν την υποστήριξη που χρειάζονται για να αποκτήσουν τις βασικές δεξιότητες που χρειάζονται στην καθημερινότητά τους. Η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής συνιστά να ελέγχονται όλα τα παιδιά για αναπτυξιακή καθυστέρηση και ειδικά εκείνα που γεννήθηκαν πρόωρα ή είχαν χαμηλό βάρος γέννησης.

Ερευνητές και κλινικοί γιατροί εργάζονται για να αναπτύξουν απλά, αξιόπιστα εργαλεία που θα μπορούσαν να εντοπίσουν παράγοντες κινδύνου πριν εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα. Ενώ ο πρώιμος έλεγχος μπορεί να οδηγήσει στον κίνδυνο υπερδιάγνωσης, η κατανόηση των αναπτυξιακών αναγκών του παιδιού μπορεί να βοηθήσει τις οικογένειες να αντιμετωπίσουν αυτές τις ανάγκες νωρίτερα.

Μια ομάδα ερευνητών από τις ΗΠΑ και τη Σουηδία που μελετά τον ρόλο που παίζει το μικροβίωμα σε ποικίλες παθήσεις, όπως ψυχικές ασθένειες, αυτοάνοσα νοσήματα, παχυσαρκία, πρόωρος τοκετός και άλλες, δημοσίευσαν μια μελέτη στην οποία συμμετείχαν παιδιά από τη Σουηδία.

«Διαπιστώσαμε ότι τα μικρόβια και οι μεταβολίτες που παράγουν στα έντερα των βρεφών –και τα δύο βρίσκονται στα κόπρανα και στο αίμα του ομφάλιου λώρου– θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης νευροαναπτυξιακών παθήσεων, όπως ο αυτισμός. Αυτές οι διαφορές μπορούν να εντοπιστούν ήδη από τη γέννηση ή μέσα στον πρώτο χρόνο της ζωής του παιδιού. Αυτοί οι δείκτες είναι εμφανείς, κατά μέσο όρο, πάνω από μια δεκαετία πριν από τη διάγνωση» γράφουν οι ερευνητές σε άρθρο τους που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο The Conversation.

Μικρόβια ως βιοδείκτες

Οι βιοδείκτες είναι βιολογικοί δείκτες – όπως γονίδια, πρωτεΐνες ή μεταβολίτες στο αίμα, στα κόπρανα ή σε άλλους τύπους δειγμάτων – που σηματοδοτούν την παρουσία μιας κατάστασης σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Σήμερα, δεν υπάρχουν γνωστοί βιοδείκτες για τον αυτισμό. Οι προσπάθειες για την εξεύρεση βιοδεικτών έχουν παρεμποδιστεί σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι ο αυτισμός έχει πολλές πιθανές οδούς που οδηγούν σε αυτόν και οι ερευνητές τείνουν να αγνοούν το πώς αυτές οι αιτίες μπορεί να λειτουργούν συνδυαστικά.

Ένας πιθανός βιοδείκτης για νευροαναπτυξιακές καταστάσεις όπως ο αυτισμός είναι τα μικρόβια του εντέρου, τα οποία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην υγεία, μεταξύ άλλων στην ανοσία, στην ισορροπία των νευροδιαβιβαστών και στην υγεία του πεπτικού συστήματος. Το μικροβίωμα υφίσταται τεράστιες αλλαγές κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Διαμορφώνεται από το ανοσοποιητικό σύστημα και επηρεάζεται από τις αλλαγές και τον τρόπο ζωής. Επηρεάζεται επίσης από παράγοντες όπως τα γονίδια, το περιβάλλον, οι λοιμώξεις και τα φάρμακα.

Τα γαστρεντερικά συμπτώματα, όπως διάρροια, πόνος και δυσκοιλιότητα, είναι κοινά στα παιδιά με αυτισμό και ΔΕΠΥ, ενώ το 30% έως 70% των παιδιών με αυτισμό διαγιγνώσκονται επίσης με γαστρεντερικές διαταραχές. Τα γαστρεντερικά προβλήματα μπορεί επίσης να οδηγήσουν σε πρόσθετες διαταραχές ύπνου και συμπεριφοράς μεταξύ αυτών των παιδιών.

Μια μικρή πιλοτική μελέτη διαπίστωσε ότι τα παιδιά με αυτισμό παρουσίασαν βελτιώσεις στα γαστρεντερικά συμπτώματα και στα συμπτώματα που σχετίζονται με τον αυτισμό μετά τη μεταφορά υγιών μικροβίων στο έντερό τους, με ορισμένα οφέλη να διαρκούν έως και δύο χρόνια.

Το έντερο και ο εγκέφαλος συνδέονται στενά

Οι περισσότερες μελέτες σχετικά με το μικροβίωμα και τις νευροαναπτυξιακές παθήσεις περιορίζονται σε άτομα που έχουν ήδη διαγνωστεί με ΔΕΠΥ, αυτισμό ή άλλες παθήσεις και οι μελέτες αυτές συχνά παρουσιάζουν μικτά αποτελέσματα. Αυτοί οι περιορισμοί εγείρουν ένα σημαντικό ερώτημα. Παίζει το μικροβίωμα άμεσο ρόλο στην ανάπτυξη του αυτισμού και άλλων νευροαναπτυξιακών παθήσεων ή οι αλλαγές στη σύνθεση του μικροβιώματος είναι συνέπεια των ίδιων των παθήσεων;

Ορισμένες έρευνες έχουν προτείνει ότι το μικροβίωμα έχει μικρή ή καθόλου σχέση με την ανάπτυξη αυτισμού. Ωστόσο, οι μελέτες αυτές δεν εξέτασαν τις μικροβιακές ανισορροπίες πριν από τη διάγνωση ή την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Αντ’ αυτού, επικεντρώθηκαν σε παιδιά που είχαν ήδη διαγνωστεί με αυτισμό και τα συνέκριναν με τα αδέλφια τους και μη συγγενικά νευροτυπικά παιδιά.

«Αναρωτηθήκαμε αν η μελέτη των βακτηρίων που κατοικούν στο έντερο των μικρών παιδιών που έχουν διαγνωστεί ή έχουν παρουσιάσει συμπτώματα αυτισμού ή άλλων παθήσεων θα μπορούσε να μας δώσει μια ένδειξη για τη νευροανάπτυξή τους. Έτσι, εξετάσαμε το αίμα του ομφάλιου λώρου και τα κόπρανα που συλλέχθηκαν σε ηλικία περίπου 1 ετών στο πλαίσιο μιας συνεχιζόμενης μελέτης που ονομάζεται All Babies in Southeast Sweden, η οποία παρακολουθεί την υγεία περίπου 17.000 παιδιών που γεννήθηκαν μεταξύ 1997 και 1999 και των γονέων τους. Σχεδόν 1.200 από αυτά διαγνώστηκαν αργότερα με νευροαναπτυξιακή διαταραχή», αναφέρουν οι ερευνητές.

Η ομάδα εντόπισε σημαντικές διαφορές στη σύνθεση των βακτηρίων και στα επίπεδα μεταβολιτών πριν την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων όπως γαστρεντερικές διαταραχές, ιδιοτροπία και προβλήματα ύπνου. Οι διαφορές αυτές αφορούσαν πολλές παθήσεις, όπως αυτισμό, ΔΕΠΥ και διαταραχές λόγου. Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι αυτές οι διαφορές εμφανίζονται πολύ νωρίς.

«Είδαμε παραλλακτικότητα στα μικρόβια και τους μεταβολίτες που επηρεάζουν την υγεία του ανοσοποιητικού συστήματος και του εγκεφάλου, μεταξύ άλλων, στα κόπρανα που συλλέχθηκαν από τις πάνες των παιδιών περίπου στην ηλικία του 1 έτους και στο αίμα του ομφάλιου λώρου που συλλέχθηκε κατά τη γέννηση» γράφουν οι ερευνητές.

Η ανισορροπία στη μικροβιακή σύνθεση – αυτό που οι μικροβιολόγοι αποκαλούν δυσβίωση – που παρατήρησαν οι ερευνητές υποδηλώνει ότι η επαναλαμβανόμενη χρήση αντιβιοτικών μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τα παιδιά κατά τη διάρκεια αυτής της ευάλωτης περιόδου. Διαπιστώθηκε επίσης ότι οι επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις του αυτιού συνδέθηκαν με διπλάσια πιθανότητα εμφάνισης αυτισμού. Επίσης, τα παιδιά που χρησιμοποιούσαν επανειλημμένα αντιβιοτικά και είχαν μικροβιακές ανισορροπίες είχαν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν αυτισμό.

Πιο συγκεκριμένα, τα παιδιά που δεν είχαν το βακτήριο Coprococcus, το οποίο συνδέεται με την ψυχική υγεία και την ποιότητα ζωής, καθώς και αυτά που είχαν αυξημένα επίπεδα του βακτηρίου Citrobacter, που είναι γνωστό ότι έχει αντοχή στα αντιμικροβιακά φάρμακα, είχαν δύο έως τέσσερις φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν κάποια νευροαναπτυξιακή διαταραχή. Ωστόσο, οι ερευνητές τονίζουν ότι τα αντιβιοτικά είναι απαραίτητα για τη θεραπεία ορισμένων βακτηριακών λοιμώξεων στα παιδιά και ότι τα ευρήματά τους δεν προτείνουν την πλήρη αποφυγή της χρήσης τους. Τονίζουν δε, ότι οι γονείς θα πρέπει να δώσουν στα παιδιά τους αντιβιοτικά εάν ο παιδίατρος το κρίνει απαραίτητο.

«Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να εξετάσουμε εάν τα παιδιά θα μπορούσαν να επωφεληθούν από θεραπείες για την αποκατάσταση των μικροβίων του εντέρου τους μετά τη λήψη αντιβιοτικών, έναν τομέα που μελετάμε ενεργά» προσθέτουν οι επιστήμονες της μελέτης.

Μια άλλη μικροβιακή ανισορροπία σε παιδιά που αργότερα διαγνώστηκαν με νευροαναπτυξιακές διαταραχές ήταν τα χαμηλά επίπεδα του Akkermansia muciniphila, ενός βακτηρίου που ενισχύει την επένδυση του εντέρου και συνδέεται με νευροδιαβιβαστές σημαντικούς για τη νευρολογική υγεία. Ακόμη και αφού έλαβαν υπόψη τους παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη σύνθεση των μικροβίων του εντέρου, όπως ο τρόπος γέννησης του μωρού και ο θηλασμός, η σχέση μεταξύ μη ισορροπημένων βακτηρίων και μελλοντικής διάγνωσης παρέμεινε. Αυτές οι ανισορροπίες προηγήθηκαν της διάγνωσης του αυτισμού, της ΔΕΠΥ ή της διανοητικής αναπηρίας κατά 13 έως 14 χρόνια κατά μέσο όρο, διαψεύδοντας την υπόθεση ότι οι μικροβιακές ανισορροπίες του εντέρου προκύπτουν από τη διατροφή.

Διαπιστώθηκε επίσης απουσία λιπιδίων και χολικών οξέων στο αίμα του ομφάλιου λώρου των νεογνών που εμφάνισαν αυτισμό αργότερα στη ζωή τους. Αυτές οι ενώσεις παρέχουν θρεπτικά συστατικά για ωφέλιμα βακτήρια, βοηθούν στη διατήρηση της ισορροπίας του ανοσοποιητικού και επηρεάζουν τα συστήματα νευροδιαβιβαστών και τις οδούς σηματοδότησης στον εγκέφαλο.

Τα ευρήματα της μελέτης υποδηλώνουν ότι η ανίχνευση ανισορροπιών σε ωφέλιμα και επιβλαβή βακτήρια, ειδικά κατά τη διάρκεια κρίσιμων περιόδων της πρώιμης παιδικής ανάπτυξης, μπορεί να προσφέρει ουσιαστικές γνώσεις στους κλινικούς ιατρούς.

ΠΗΓΗ: Science Alert

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ