Για τους περισσότερους η εποχή αυτή σηματοδοτεί το τέλος των διακοπών και την έκθεση στον καυτό ήλιο, ο οποίος αφήνει ανεπιθύμητα σημάδια στο δέρμα μας, τα οποία θα θέλαμε να «σβηστούν».
Ήλιος, ζέστη και θάλασσα αφήνουν το «αποτύπωμά» τους στο δέρμα αφυδατώνοντάς το, κάνοντας τις ρυτίδες εντονότερες, προκαλώντας ή επεκτείνοντας προϋπάρχουσες μελαγχρωματικές βλάβες (πανάδες, ευρυαγγείες) και επιδεινώνοντας τη φωτογήρανση.
Επίσης, μπορεί να «αδειάσουν» τα χείλη, ενώ σε περίπτωση απώλειας κιλών με το κολύμπι και τις δραστηριότητες του καλοκαιριού, το πρόσωπο και ο λαιμός χάνουν το «γέμισμά» τους.
Έτσι λοιπόν το λεγόμενο “summer recovery” επιβάλλεται κατά την περίοδο του φθινοπώρου και περιλαμβάνει θεραπείες προσώπου για βαθύ καθαρισμό και ενυδάτωση, υαλουρονικό οξύ για «γέμισμα» σε βαθιές ρυτίδες (ρινοχειλικές αύλακες, ρυτίδες «της μαριονέτας») και κενά ή βοτουλινική τοξίνη για τις ρυτίδες έκφρασης.
«Πλέον ο καθαρισμός προσώπου γίνεται με τη βοήθεια υπερσύγχρονων μηχανημάτων, τα οποία επιτρέπουν στα εξειδικευμένα συστατικά των προϊόντων που εφαρμόζονται να εισχωρήσουν βαθύτερα στο δέρμα. Μάλιστα για να είναι η επιδερμίδα πιο υγιής, απαιτείται βαθιά ενυδάτωση των ιστών αλλά και απολέπιση του δέρματος για την απομάκρυνση των νεκρών κυττάρων και των ρύπων που συσσωρεύονται στην επιδερμίδα, προκειμένου να διεισδύουν τα ενυδατικά συστατικά, όπως πολυβιταμίνες και ιχνοστοιχεία, ευκολότερα. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας χρησιμοποιούνται ειδικά εκσυγχρονισμένα μηχανήματα για βαθύτερη διείσδυση στο δέρμα», αναφέρει η δρ Αναστασία Σεφέρη–Δανιήλ, MD, PhD, Πλαστική Χειρουργός στο Νοσοκομείο ΥΓΕΙΑ, μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πλαστικής Επανορθωτικής και Αισθητικής Χειρουργικής (HESPRAS).
Σε πρόσωπο και ντεκολτέ εφαρμόζεται υαλουρονικό οξύ, το οποίο τονώνει το δέρμα, ενώ προσελκύει και δεσμεύει το νερό. Παράλληλα, ενέσιμα υλικά, όπως είναι αυτά της μεσοθεραπείας, χρησιμοποιούνται όπου υπάρχει ανάγκη μεγαλύτερης ενυδάτωσης. Για απάλυνση των ρυτίδων έκφρασης συχνά χρειάζονται ενέσιμες θεραπείες με βοτουλινική τοξίνη, ενώ σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά είναι τα αποτελέσματα της αυτόλογης μεσοθεραπείας (PRP).
Μεταξύ άλλων το φθινόπωρο είναι μια εποχή κατάλληλη και για θεραπείες προσώπου με πολωμένο φως, λέιζερ και ραδιοσυχνότητες. Αν και υπάρχει ακόμα ηλιοφάνεια, μπορούν να εφαρμοστούν, αφού η έκθεση στον ήλιο δεν είναι άμεση και πάντα με την προϋπόθεση ότι λαμβάνεται η κατάλληλη ηλιοπροστασία.
«Σήμερα οι θεραπείες αυτές μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις προϋπάρχουσες μελαγχρωματικές βλάβες που προκαλούνται από την αυξημένη παραγωγή μελανίνης, όπως πανάδες, σκουρόχρωμες κηλίδες και ευρυαγγείες, ούτως ώστε να μην επαυξηθούν και να καθαρίσει το δέρμα. Όμως, ακόμη και οι πρωτοεμφανιζόμενες βλάβες πρέπει να αντιμετωπίζονται πριν πολλαπλασιαστούν, γιατί εάν αυτό συμβεί, θα χρειαστούν περισσότερες θεραπείες και πιο μακροχρόνια αγωγή.
Η χρήση λέιζερ και ραδιοσυχνοτήτων, εξαχνώνει την στοιβάδα του δέρματος όπου εντοπίζεται το πρόβλημα, αφαιρώντας παράλληλα το πλεόνασμα της μελανίνης. Τα τελευταίας γενιάς μηχανήματα αφαιρούν τις μελαγχρωματικές βλάβες γρήγορα και χωρίς να αφήνουν σημάδια, επιτρέποντας έτσι την άμεση επιστροφή στις καθημερινές δραστηριότητες» σημειώνει η δρ Σεφέρη.
Όλες οι παραπάνω θεραπείες εφαρμόζονται μεμονωμένα ή συνδυαστικά, ενώ οι συνεδρίες είναι ανώδυνες, γίνονται στο ιατρείο και διαρκούν περίπου μία ώρα. Η θεραπεία ολοκληρώνεται σε μία συνεδρία στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, μπορεί σε κάποια περιστατικά να χρειαστεί μία επιπλέον συνεδρία, όπως για παράδειγμα σε μία βαθιά πανάδα που έχει παραμεληθεί.
«Η φωτογήρανση» εξηγεί η ειδικός, «είναι αποτέλεσμα της σωρευτικής καθημερινής έκθεσης στον ήλιο, και μετά από κάθε καλοκαίρι τα «σημάδια» της γίνονται πιο εμφανή. Μην ξεχνάμε ότι το δέρμα είναι στεγνό και αφυδατωμένο και παρουσιάζει διάφορους χρωματισμούς, ενώ οι ρυτίδες είναι πιο έντονες. Τα χέρια μπορεί να είναι επίσης πιο αφυδατωμένα και να εμφανίζουν δυσχρωμίες. Λόγω της απώλειας του κολλαγόνου και της ελαστίνης που συμβαίνει με την πάροδο του χρόνου αλλά και της έκθεσης σε βλαπτικούς παράγοντες, το δέρμα χάνει την ελαστικότητά του και προκαλείται μία χαλάρωση.
Πρόκειται για μία μακροχρόνια διαδικασία, η οποία ξεκινά από την εφηβεία και κλιμακωτά επιδεινώνεται και γίνεται εμφανής από την ηλικία των 30 ετών. Όσο για το μέγεθος της βλάβης είναι ανάλογο με τη συχνότητα και τη διάρκεια της έκθεσης στον ήλιο αλλά εμπλέκονται και τα γονίδια».
Η φωτογήρανση είναι εντονότερη στις μεγαλύτερες ηλικίες, ωστόσο, τα άτομα που κάνουν πρόληψη με ενυδάτωση και άλλες θεραπείες εμφανίζουν ηπιότερες βλάβες. Πάντως σε κάθε περίπτωση, οι μεσοθεραπείες και οι θεραπείες με μηχανήματα μπορούν να δώσουν εξαιρετικά αποτελέσματα.
Όσοι έχουν ακμή, βλέπουν αυτή την εποχή, ότι με την έκθεση στον ήλιο επεκτείνονται τα μαύρα στίγματα και οι φαγέσωρες, καθώς υπάρχει μεγάλος αριθμός κερατινοκυττάρων, που αναμειγνύονται με το σμήγμα και φράζουν τους πόρους.
Αυτό αντιμετωπίζεται με θεραπείες καθαρισμού αλλά και μηχανημάτων (clear light) για την ακμή.
Οι λεγόμενες υπερκερατώσεις προκαλούνται από καταστροφή του DNA των κυττάρων που έχουν δεχθεί την ακτινοβολία, ενώ τα μηχανήματα μπορούν να δώσουν αποτελεσματικές λύσεις.
Η ελάστωση παρατηρείται στο λαιμό και στην περιοχή του θώρακα, όπου το δέρμα αποκτά εμφάνιση «χήνας» ή «γαλοπούλας». Για αυτήν ευθύνεται η απώλεια της ελαστίνης και, σε συνδυασμό με την έκθεση στη UV ακτινοβολία, το δέρμα αποκτά ανάγλυφη και τραχιά εικόνα.
Οι μεσοθεραπείες με αντιοξειδωτικές ουσίες και μηχανήματα μπορούν να την αντιμετωπίσουν, ενώ το αποτέλεσμα μπορεί να ενισχυθεί με PRP θεραπείες, οι οποίες αξιοποιούν τα επουλωτικά συστατικά του αίματος και έτσι επιταχύνουν τον φυσικό ρυθμό ανανέωσης των κυττάρων, διεγείρουν την παραγωγή κολλαγόνου και ενισχύουν την κυκλοφορία του αίματος, αποκαθιστώντας τις βλάβες.
Οι διακοπές δεν αφήνουν όμως σημάδια μόνο στο πρόσωπο: η θάλασσα, ο ήλιος και το σολάριουμ αφυδατώνουν το δέρμα και το σώμα, με αποτέλεσμα να φαίνεται θαμπό και στεγνό, ενώ σε άτομα που έχασαν βάρος εμφανίζονται και λεπτές ρυτίδες. Παράλληλα, λόγω της αυξημένης παραγωγής μελανίνης, μπορεί να υπάρξουν μελαγχρωματικές βλάβες.
Η θεραπεία γίνεται και πάλι με τη χρήση μηχανημάτων, ενώ εάν οι βλάβες εγκατασταθούν γίνονται πιο ανθεκτικές στη θεραπεία, επεκτείνονται και οδηγούν σε υπερκερατώσεις, οι οποίες στη συνέχεια θα πρέπει να αντιμετωπιστούν χειρουργικά.
«Σε κάθε περίπτωση οι θεραπείες εφαρμόζονται στο ιατρείο και ο αριθμός τους εξαρτάται από την έκταση του προβλήματος και το στόχο, ενώ τις περισσότερες φορές οι απαιτούμενες συνεδρίες δεν ξεπερνούν τις δύο. Τέλος αυτή την εποχή είναι σημαντικό να γίνει και ένα skin scanner έτσι ώστε να εξεταστούν τυχόν νέοι σπίλοι και άλλες ύποπτες βλάβες», καταλήγει η δρ Σεφέρη.