Ο Κέβιν Κόστνερ επιστρέφει στο κινηματογραφικό γουέστερν με τον επικό “Ορίζοντα” ΒΙΝΤΕΟ

Στην Δύση των μέσων του 19ου αιώνα, στα χρόνια πριν και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, η Αμερική ξεκινά να χτίζεται μπροστά στα μάτια των ανθρώπων που βρέθηκαν εκεί, και το φιλόδοξο “Horizon” του Κέβιν Κόστνερ επιχειρεί να πει την ιστορία των ΗΠΑ μέσα από αυτές τις οπτικές, συνηθισμένων ανθρώπων της εποχής – κατά βάση λευκών βέβαια, το οποίο φαντάζει τουλάχιστον συζητήσιμο σε μια μετα-“Δολοφόνων του Ανθισμένου Φεγγαριού” χολιγουντιανής εποχής. Όμως ο Κέβιν Κόστνερ, για τον οποίον η “Horizon” σάγκα αποτελεί προσωπικό στοίχημα, στοχεύει έτσι κι αλλιώς προς κάτι απείρως πιο νοσταλγικό και παλιομοδίτικο, για μια παλαιάς κοπής γουέστερν αφήγηση που όμως αντί να εξορμά με ευθύτητα και λιτή αφήγηση, αντιθέτως εξαπλώνεται στο χώρο και στο χρόνο παίρνοντας τις διαστάσεις αληθινού έπους.

Η ταινία είναι ensemble σε τέτοιο βαθμό που ο ίδιος ο Κόστνερ, στο ρόλο του μυστηριώδους Χέις Έλισον, δε μπαίνει στην ταινία παρά μια ώρα μετά την έναρξή της(!). Παίζει σε μία μόνο από τις διαφορετικές αφηγηματικές πτυχές, οι οποίες είναι τελείως ασαφές –κι από ένα σημείο και μετά, απελευθερωτικά αδιάφορο– αν και πότε θα ενωθούν μεταξύ τους. Ο Κόστνερ βοηθά μια πρώην σεξεργάτρια, τη Μάριγκολντ της Άμπι Λι, να ξεφύγει από μια επικίνδυνη κατάσταση που σιγοβράζει όταν το παρελθόν της σπιτονοικοκυράς της, Λούσι (Τζένα Μαλόουν), επιστρέφει για να την βρει.

Πώς μοιάζει όμως η ασφάλεια σε μια περιοχή σε μεγάλο βαθμό αχαρτογράφητη και εκ φύσεως πέρα από όρια, πέρα από το νόμο; Η ιστορία με την οποία ανοίγει η ταινία ακολουθεί την Φράνσις της Σιένα Μίλερ, της οποίας η οικογένεια (εκτός από την κόρη της) αλλά και όλη η κοινότητα ξεκληρίζεται ύστερα από την επίθεση Απάτσι. Η εναρκτήρια εκτεταμένη σεκάνς της ταινίας είναι σκληρή και αδυσώπητη, και είναι και το μόνο καθαρόαιμο κομμάτι δράσης του φιλμ – παρά την υποτυπώδη απόπειρα να σκιαγραφηθούν οι αντικρουόμενες φράξιες της πλευράς των αυτόχθονων, είναι εμφανές πως η αληθινή έγνοια του φιλμ βρίσκεται στην πλευρά των λευκών, και στο πώς επιχειρούν να βρουν χώρο και ειρήνη μέσα σε αυτό τον κόσμο.

Πολιτικά και κοινωνικά το φιλμ μοιάζει σα να γυρίστηκε το αργότερο στις αρχές των ‘90s, αλλά υπάρχει κάτι τουλάχιστον ειλικρινές σε αυτή την προσέγγιση, που στηρίζεται από την παλιομοδίτικη αισθητική αλλά ανατρέπεται με ενδιαφέροντα τρόπο από την φιλόδοξη μη-δομή. Γιατί είναι πολύ αμφίβολο το κατά πόσο θα γυριζόταν στο mainstream Χόλιγουντ των ‘90s μια ταινία τόσο απελευθερωτική ασχημάτιστη όσο το “Horizon”: Εκεί όπου η Φράνσις της Σιένα Μίλερ ακολουθεί τον λοχαγό Γκέπχαρντ του Σαμ Γουόρθινγκτον αλλά η προστασία του Στρατού δε μοιάζει να λέει και πολλά, ενώ λίγο παραπέρα ένας μυστηριώδης Άνθρωπος Δίχως (Αλλά Με) Όνομα προστατεύει μια σεξεργάτρια φυγά, κι ενώ ένα βασικό κομμάτι πλοκής –για ένα τρένο που ακολουθεί το μονοπάτι Santa Fe– δεν εισάγεται παρά λίγο πριν η ταινία αρχίσει να ολοκληρώνεται(!), και με ένα βασικό στοιχείο για το πού συγκλίνουν όλα –στον μυθικό Ορίζοντα του τίτλου– να υπονοείται απλώς ως κάτι που θα παίξει ρόλο στο 2ο κεφάλαιο.

Είναι ένα γουέστερν που ο Κόστνερ έπλασε μέσα από τις αναφορές του και την αγάπη του για το είδος, εξάλλου δεν έχει σκηνοθετήσει παρά διαφορετικής υφής γουέστερν στην καριέρα του (“Χορεύοντας με τους Λύκους”, “Open Range”, ακόμα και το μετα-αποκαλυπτικό και παρόμοια θηριωδώς αχαρτογράφητο “The Postman”). Όμως δεν φοβάται να βάλει, κατά κάποιο τρόπο, όλα τα γουέστερν που φαντάστηκε και που θυμάται, το ένα δίπλα στο άλλο. Όλα μαζί, δίχως κάποια συμβατική αφηγηματική κλιμάκωση, σε ένα americana πεδίο που διαρκώς επεκτείνεται καθώς η ταινία εξελίσσεται, δίχως αίσθηση κρεσέντου ή στόχευσης – σα να σου ζητάει να κάτσεις πίσω, να βολευτείς, και να ξεχαστείς παρέα με εικόνες και αρχέτυπα χαρακτήρων και ηρώων που ανέκαθεν παρέπεμπαν και πάντα θα παραπέμπουν στην Άγρια Δύση.

Είναι ένα πράγμα να γκρινιάζουμε για κυνικά μπλοκμπάστερ που ποτέ δεν ολοκληρώνονται και μονίμως λειτουργούν σαν μια διαφήμιση ενός αέναου franchise, στήνοντας συνεχώς το επόμενο πάντα σίκουελ – κι είναι κάτι άλλο αυτό που κάνει εδώ ο Κόστνερ. Ο οποίος έχει το δημιουργικό θράσος να γράψει και να σκηνοθετήσει μια ιστορία όχι τόσο σε 2 (ή σε 4, όπως είναι το πλήρες πλάνο) μέρη, όσο ένα σπονδυλωτό έπος που σκοπεύει να απλώσει αρμονικά και αναπολογητικά την ιστορία του σε 6 ή 12 ώρες. Αφήνοντας χαρακτήρες, σκηνικά, εικόνες, κουστούμια και μουσικές να σε περιτυλίξουν, μέχρι που να ξεχάσεις από πού φτάσαμε στο όποιο σημείο, γιατί είμαστε εκεί, ή το άγχος του τι θα γίνει μετά.

Παίζοντας επικίνδυνα με την απόσταση ανάμεσα στο παλιομοδίτικο και το ξεπερασμένο, ο Κέβιν Κόστνερ βάζει όλο του το προσωπικό (οικονομικό και επαγγελματικό) κεφάλαιο σε ένα γουέστερν όνειρο που μοιάζει να θέλει να συμπεριλάβει όλη την κινηματογραφική Άγρια Δύση σε μία αφήγηση. Το αν θα τα καταφέρει ή όχι ή σε τι βαθμό είναι κάτι που θα μπορούμε να κρίνουμε σε χρόνια από τώρα (κι αυτό είναι πρόβλημα ή προτέρημα, αναλόγως πώς κοιτάς το ζήτημα) αλλά προς το παρόν μας έχει παραδώσει ένα συναρπαστικά αδόμητο γουέστερν ensemble, σαν μια εκδοχή του “Deadwood” για την φτηνή καλωδιακή τηλεόραση – ένα φιλμ που οι απανταχού μπαμπάδες δε θα χορταίνουν να βλέπουν ξανά και ξανά στις τηλεοπτικές του επανελήψεις. Για την ώρα; Είναι απλώς ένα από μεγάλα παράξενα κι αξιοπερίεργα της φετινής κινηματογραφικής σεζόν.

https://www.news247.gr/