Το σαρωτικό πέρασμα της πανδημίας COVID-19 άφησε εκατομμύρια νεκρούς και «λύγισε» συστήματα υγείας, καταλείποντας σε πολλούς που νόσησαν το σύνδρομο post-covid. Και μεταξύ των πολλών άμεσων και έμμεσων επιπτώσεών της, λειτούργησε επιβαρυντικά για προϋπάρχοντα προβλήματα όπως το εμβολιαστικό κενό.
Αποτυπώθηκε με ενάργεια στα εκατομμύρια παιδικών εμβολιασμών που χάθηκαν φτάνοντας μέσα σε μια διετία (2019-2021) στο χαμηλότερο ποσοστό που έχει σημειωθεί από το 2008. Κίτρινος πυρετός, χολέρα, διφθερίτιδα και πολιομυελίτιδα ήταν κάποια από τα μεταδοτικά νοσήματα που «επέστρεψαν» δυναμικά λόγω του ελλιπούς εμβολιασμού.
«Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό, συμπεριλαμβανομένων των προβλημάτων εφοδιασμού (με εμβόλια), της περιορισμένης πρόσβασης σε υπηρεσίες και, σε ορισμένες περιοχές, παραγόντων μη σχετιζόμενων με την πανδημία, όπως οι πόλεμοι. Μια αιτία εντούτοις που θα πρέπει να αναγνωριστεί και να αντιμετωπιστεί είναι η διστακτικότητα απέναντι στα εμβόλια» σημειώνει σε άρθρο του στο Conversation ο Simon Nicholas Williams, Λέκτορας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Σουόνσι στην Ουαλία, για μία από τις 10 μεγαλύτερες απειλές για την παγκόσμια υγεία, σύμφωνα με τη λίστα που δημοσίευσε το 2ο19 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ).
Στα τέλη του 2022 και υπό τον φόβο επιδημικών εξάρσεων της άκρως μεταδοτικής ιλαράς, ο ΠΟΥ και τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC) εξέπεμπαν σήμα κινδύνου για δεκάδες εκατομμύρια παιδιά. «Η ιλαρά χαρακτηρίζεται συχνά ως σημάδι επερχόμενης απειλής· εάν υπάρχει μεγάλη διασπορά της, πιθανώς να σημαίνει κίνδυνο για ξεσπάσματα και άλλων επιδημικών ασθενειών σε περιοχές με κενά στην εμβολιαστική κάλυψη», σημειώνει ο Williams.
Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο σε χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου όπου ο επιπολασμός της ιλαράς αυξήθηκε κατά 50% τα διαστήματα 2020-21 και 2022-23. Κρούσματα έχουν σημειωθεί και σε εύρωστες χώρες με παράδοση στην τήρηση των εμβολιασμών, όπως η Αγγλία.
«Ο συνδυασμός της μειωμένης εμβολιαστικής κάλυψης, της συμφόρησης στα συστήματα υγείας και της αύξησης των κοινωνικών επαφών στα επίπεδα προ πανδημίας, προετοίμασε τέλεια το έδαφος για την αύξηση των ποσοστών μολυσματικών ασθενειών» σημειώνει ο λέκτορας. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και η καχυποψία για τα εμβόλια και πιθανές παρενέργειες, τάση που υπήρχε ανέκαθεν αλλά ενισχύθηκε τα τελευταία χρόνια με την πανδημία.
Η «ασθένεια» και η «θεραπεία»
Η ταχύτητα που αναπτύχθηκαν και αδειοδοτήθηκαν τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού ήταν ένας από τους βασικούς λόγους διστακτικότητας απέναντι στους εμβολιασμούς. Σύμφωνα με μελέτη του Williams και συνεργατών του, πέρα από φόβους για ανεπιθύμητες ενέργειες που μπορεί να επεκταθούν και σε εμβόλια που χορηγούνται χρόνια τώρα, η δυσπιστία προς τις κυβερνήσεις και η υιοθέτηση θεωριών συνωμοσίας αποτελούν δυο ακόμα αιτίες της διστακτικότητας απέναντι στα εμβόλια. Τους ίδιους παράγοντες υποδεικνύει σε αναφορά της η UNICEF, υπογραμμίζοντας τους κινδύνους της παραπληροφόρησης στα social media.
O Williams παραλληλίζει την παραπληροφόρηση με έναν «φορέα ασθενειών», ένα πρόβλημα με μακροχρόνιες επιπτώσεις από το οποίο απαλλάσσεσαι δύσκολα· «…η διαβόητη μελέτη του 1998 που συνδέει ψευδώς τα εμβόλια MMR (Ιλαράς-Ερυθράς-Παρωτίτιδας) με τον αυτισμό – η οποία έχει προ πολλού αποσυρθεί και καταρριφθεί πλήρως – εξακολουθεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις 25 χρόνια αργότερα» σχολιάζει.
Η ενίσχυση της παγκόσμιας εμβολιαστικής κάλυψης θα εξασφάλιζε 1,5 εκατ. λιγότερους θανάτους επιπλέον των 4-5 εκατ. που αποτρέπουν οι εμβολιασμοί ετησίως, σύμφωνα με τον ΠΟΥ. Και η αντιμετώπιση της διστακτικότητας αποτελεί μέρος της λύσης, όπως συνάγεται και από ιαπωνική μελέτη που εκτιμά ότι η καχυποψία προς τα εμβόλια κατά του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV) μεταξύ 2013 – 2019 θα μπορούσε να οδηγήσει σε 5.000 θανάτους από καρκίνο του τραχήλου της μήτρας.
Η θεραπεία από την αμφιβολία απέναντι στα εμβόλια θα πρέπει να φτάνει στη ρίζα του προβλήματος μέσα από μια τριπλή ενέργεια: τη διευκόλυνση της πρόσβασης στα εμβόλια, τη συνεχή υπενθύμιση σχετικά με τους κινδύνους των ασθενειών και την αύξηση της εμπιστοσύνης στους εμβολιασμούς.
Εν προκειμένω, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα μπορούσαν να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο και να γίνουν το μέσο ενός είδους μιθριδατισμού, του “prebunking“. Οι χρήστες, με συνεχή έκθεση σε ψευδείς πληροφορίες και fake news συχνά ακραία (π.χ. ότι ο Joe Biden σκέφτεται να αλλάξει το όνομα του Καναδά), θα μπορούσαν να χτίσουν «ανοσία» απέναντι στην παραπληροφόρηση και να οξύνουν την κριτική τους σκέψη. Παράλληλα, οι πλατφόρμες αυτές θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην προώθηση των σωστών πληροφοριών για ζητήματα που αφορούν την υγεία.